Κάποτε σε μια σοφίτα, δίπλα σε ένα παράθυρο, βρισκόταν ένα κλουβί με ένα πουλί που τιτίβιζε όλη μέρα. Στη σοφίτα έμενε μία γυναίκα, που καθημερινά το φρόντιζε και απολάμβανε το τραγούδι του.
Το κλουβί ήταν μικρό και είχε ένα μικρό δοχείο με σπόρους. Και δίπλα στο δοχείο ήταν στερεωμένο ανάποδα και γεμάτο νερό, ο λαιμός ενός σπασμένου μπουκαλιού, κλεισμένος με φελλό.
Με το νερό αυτού του λαιμού, δροσιζόταν ο κάτοικος του κλουβιού.
Ο λαιμός του μπουκαλιού, σκεφτόταν καθημερινά πόσο τυχερό ήταν το πουλί, που μπορούσε και κελαηδούσε, έτρωγε τους σπόρους του και έπινε το νερό του.
Μονολογούσε λοιπόν και έλεγε:
-Τι ανάγκη έχεις εσύ; Έχεις τα νιάτα σου και είσαι ολόκληρο, γι' αυτό μπορείς και έχεις φωνή. Ενώ εγώ ο δόλιος, έχασα τη φωνή μου προ πολλού. Κάποτε στα νιάτα μου, ήμουν κι εγώ λαλίστατος, και έχω δει πολλά με τα μάτια μου. Να ήξερες μόνο την ιστορία μου, θα μάθαινες τι κοσμογυρισμένος είμαι, και τι δόξες γνώρισα.
Το πουλί δεν του έδινε σημασία, μια και δεν άκουγε τίποτα. Αφού φωνή δεν έβγαινε, να μου πεις, τι να ακούσει. Ωστόσο ο λαιμός του μπουκαλιού, συνέχιζε να τα λέει από μέσα του.
-Γεννήθηκα που λες σε ένα κλίβανο. Και όταν κοίταξα γύρω μου, βρισκόμουν στη σειρά μαζί με διάφορα άλλα μπουκάλια, αδέλφια μου ήταν θαρρώ, αφού ο ίδιος κλίβανος μας έβγαλε. Ήμασταν διαφορετικά μεταξύ μας. Άλλα ήταν ψηλά, άλλα διαφανή και άλλα σκούρα. Άλλα πλατιά, ή μακρουλά. Μετά μπήκα σε ένα ράφι ξαπλωτό άδειο. Κάποια μέρα ήρθε ένας ταβερνιάρης και με αγόρασε μαζί με άλλα, και με πήγε στο μαγαζί του. Εκεί με γέμισε με ένα κόκκινο υγρό, κρασί λεγόταν, και μου φόρεσε ένα φελλό, και μια ετικέτα, που έγραφε πάνω, κρασί εξαιρετικής ποιότητας.
Ένοιωσα ένα καμάρι, και κατάλαβα ότι σαν μπουκάλι εξαιρετικής ποιότητας, μόνο κρασί εξαιρετικό μου ταίριαζε.
Ένα πρωί ήρθε μια όμορφη κοπέλα στο μαγαζί, και με αγόρασε για τον πατέρα της τον γουναρά. Είχα καταλάβει τα πάντα, γιατί ήμουν πολύ μορφωμένο, και ακούγοντας να μιλούν, από την ώρα που φτιάχτηκα, έμαθα τη γλώσσα καλά. Με έβαλε σε ένα καλάθι, με ένα σωρό λιχουδιές εκλεκτές και με πήγε στο σπίτι της. Σε λίγο η κοπέλα με τους γονείς της και έναν νεαρό, που ήταν υποπλοίαρχος και θα ξεκινούσε ταξίδι την άλλη μέρα, ανέβηκαν μαζί με το γεμάτο καλάθι σε ένα κάρο και πήγαν εκδρομή δίπλα σε ένα ποτάμι. Από το καλάθι παρακολούθησα όλα τα συμβάντα. Ο νεαρός υποπλοίαρχος αρραβωνιάστηκε την όμορφη κοπέλα, που τον κοιτούσε όλο αγάπη, και ο πατέρας με άνοιξε και ήπιαν όλοι το υπέροχο κρασί μου. Τότε άκουσα ότι ο γάμος τους θα γινόταν σε ένα χρόνο, με την επιστροφή του νεαρού. Μετά δεν άκουσα τίποτα άλλο, γιατί έγινε κάτι που με πλήγωσε. Έδωσαν μια και με πέταξαν μέσα στις λάσπες. Είχαν πιει το κρασί μου και με παράτησαν. Δεν έσπασα βέβαια, αλλά πληγώθηκε πολύ η περηφάνια μου.
Κατά το απογευματάκι με μάζεψαν δύο νεαροί, που έκαναν τη βόλτα τους. Και τους άκουσα να λένε:
-Να αυτό είναι το κατάλληλο μπουκάλι για να βάλεις το κονιάκ, που θα πάρεις μαζί σου στο ταξίδι.
Το ένα παλικάρι, έφευγε με ένα πλοίο σαν μούτσος. Έτσι βρέθηκα πάνω σε ένα πλοίο, με γεμάτο το κορμί μου κονιάκ, και ένα φελλό καινούργιο. Συμπτωματικά το πλοίο ήταν το ίδιο με του νεαρού υποπλοίαρχου. Ξαφνιάστηκα όταν τον είδα αλλά εκείνος δεν με αναγνώρισε. Πού να ξέρει ότι ήμουν το μπουκάλι που είχε το κρασί που ήπιε στη χαρά του;
Κάποια στιγμή, στη μέση του ταξιδιού το κονιάκ είχε τελειώσει. Και μια φουρτούνα πήγαινε το καράβι μια πάνω και μια κάτω, μια μέσα και μια έξω. Και τότε έγινε το κακό. Αυτό που κατάλαβα ήταν ότι το πλοίο βυθιζόταν, και όλοι έτρεχαν εδώ κι εκεί. Δύο χέρια με βούτηξαν. Και βλέπω τον υποπλοίαρχο, να γράφει σε ένα χαρτί κάτι και να το βάζει μέσα μου. Έπειτα με έκλεισε καλά με φελλό, και με πέταξε στη θάλασσα. Μέσα σε λίγο χρόνο, όλα είχαν τελειώσει. Πλοίο και άνθρωποι, είχαν χαθεί στα βαθιά νερά. Κι εγώ έπλεα στα κύματα, έχοντας το χαρτί, που μπόρεσα να το διαβάσω.
Έλεγε το όνομα του πλοίου, το όνομα του υποπλοίαρχου, και έλεγε ότι βυθίζονται. Και έγραφε παρακάτω το στερνό του αντίο, στην αγαπημένη του.
Έπλεα πολύ καιρό, χωρίς να χτυπήσω ευτυχώς πουθενά. Και κάποια μέρα κατέληξα σε μια παραλία.
Μετά από την τόση φουρτούνα που γνώρισα, και μετά την τραγωδία που έζησα, βρισκόμουν στην άμμο, ανάμεσα σε φύκια, και έχοντας πάντα το χαρτί με το στερνό μήνυμα του υποπλοίαρχου, στο κορμί μου.
Έπειτα από μια μέρα, άκουσα ομιλίες, και είδα δύο ανθρώπους να πλησιάζουν. Προσπάθησα να ακούσω τι έλεγαν μα δεν καταλάβαινα τίποτα από τη γλώσσα που μιλούσαν. Κατάλαβα ότι ήμουν ίσως κάπου αλλού, σε ξένο τόπο. Ο ένας από αυτούς, έσκυψε και με μάζεψε. Με έριξε σε ένα σάκο, και με πήγε σπίτι του. Εκεί με έπλυνε και με καθάρισε, και ήμουν όλο λάμψη πάλι.
Τότε πρόσεξε το χαρτί. Το έβγαλε, το άνοιξε, αλλά η προσπάθεια του να το διαβάσει, παρέμεινε άκαρπη. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Πήρε το χαρτί, το τύλιξε πάλι και το έδεσε με το κορδελάκι του, και στη συνέχεια το έβαλε πάλι μέσα μου. Μας πήρε μαζί του και βγήκε από το σπίτι.
Διάβηκε τους δρόμους της πόλης του, και έφτασε στην πλατεία. Εκεί κάθισε σε ένα μαγαζί και έπιασε συζήτηση με άλλους ανθρώπους που μιλούσαν την ίδια γλώσσα με εκείνον.
Έβγαλε σε μια στιγμή το χαρτί από μέσα μου και τους το έδειξε.
Από αυτά που κατάλαβα, μάλλον έψαχνε κάποιον που να μπορεί να καταλάβει τι έγραφε το χαρτί.
Κανείς όμως δεν βρέθηκε. Ξαναγυρίσαμε σπίτι του. Εγώ με το χαρτί πάλι μέσα μου, κι αυτός.
Ο καιρός περνούσε, και όποτε κάποιος ξένος ερχόταν σε επαφή με τον νέο μου ιδιοκτήτη, ξαναέβγαινα στην επιφάνεια, μια και ακόμα προσπαθούσε μήπως και του διαβάσει κάποιος το χαρτί.
Πέρασε ένας χρόνος. Απογοητευμένος ο νοικοκύρης, έβγαλε τη μπουκάλα από το ντουλάπι, και την ακούμπησε χάμω, σε μια γωνιά, όπου η σκόνη και οι αράχνες δεν άργησαν να τη σκεπάσουν.
Βλέποντας την έτσι, κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί, πως κάποτε αυτό το μπουκάλι είχε χαρίσει τόσο κέφι στην ευτυχισμένη εκείνη συντροφιά των αρραβώνων, ούτε πως είχε παλέψει καιρό με τα κύματα του ωκεανού.
Είκοσι χρόνια έμεινε η μπουκάλα παραπεταμένη. Και θα έμενε έτσι αν δεν ήταν να κατεδαφιστεί το παλιό σπίτι. Οι μαστόροι την ανακάλυψαν και άρχισαν κάτι να λένε γι' αυτήν.
Λίγο αργότερα κάποιος την έπλυνε καλά-καλά. Ήταν τώρα διάφανη και καθαρή όπως στα νιάτα της.
Κάποιος στη συνέχεια τη γέμισε σπόρους, πράγμα παράξενο γι' αυτήν γιατί δεν ήξερε αυτό το είδος.
Κόλλησε επάνω της κι ένα χαρτί, και την έστειλε στο ταχυδρομείο. Εκεί την έβαλαν σε ένα σάκο, και άρχισε πάλι το ταξίδι.
Ωστόσο έκανε υπομονή και τελικά έφτασε στον προορισμό της.
-Τι σόι μπουκάλες, έχουν αυτοί εκεί κάτω;
Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που άκουσε, μόλις την έβγαλαν από το συσκευασία της.
-Και θα έχει γίνει θρύψαλα από το ταξίδι.
Όμως όχι!..Δεν είχε πάθει τίποτα! Και ένοιωθε τόση χαρά, που καταλάβαινε τη γλώσσα που μιλούσαν γύρω της. Κατάλαβε ότι είχε γυρίσει στην πατρίδα!
Ήταν η γλώσσα του υαλουργού που την γέννησε, του ταβερνιάρη, του αρραβωνιαστικού και του πληρώματος του πλοίου που είχε ναυαγήσει.
Από τη χαρά της παρά λίγο να γλιστρήσει από τα χέρια που την κρατούσαν .
Ούτε κατάλαβε πότε την άδειασαν και πότε την πήγαν στο υπόγειο.
Όταν συνήλθε, ήταν πάλι σε μια σκοτεινή γωνιά, αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετικό το συναίσθημα, γιατί ήταν στην πατρίδα.
Κάποιο βράδυ όμως, πρέπει να γινόταν κάποια γιορτή, γιατί ήρθαν και μάζεψαν όλες τις μπουκάλες του υπογείου. Μαζί και τη δική μας.
Ο κήπος είχε φώτα, λαμπιόνια κρέμονταν παντού, και φαναράκια, κι ακόμα διάφορα χρωματιστά γυαλιά που έμοιαζαν σα φωτεινές τουλίπες. Ο καιρός ήταν όμορφος και είχε πανσέληνο και έναν ουρανό γεμάτο αστέρια....
Και η μπουκάλα μας ήταν χαρούμενη που κάτι είχαν κάνει και έριχνε φως τριγύρω της, στον κόσμο που γιόρταζε και άκουγε μουσική. Κόσμος περνούσε από μπροστά της, ζευγάρια, οικογένειες και μια γυναίκα πέρασε κάποια στιγμή, που ήταν όμως μόνη και έμοιαζε χαμένη στις αναμνήσεις της.
Από τον κήπο, ξαναγύρισε στην αποθήκη, ώσπου μια μέρα την αγόρασε πάλι ένας ταβερνιάρης.
Ο ταβερνιάρης τη γέμισε κρασί και την πούλησε σε κάποιον που θα πετούσε με ένα αερόστατο.
Την ημέρα του πετάγματος, κόσμος πολύς είχε μαζευτεί να παρακολουθήσει το μεγάλο γεγονός.
Οι βοηθοί του αεροναύτη, προετοίμαζαν το μεγάλο μπαλόνι, που κουνιόταν μεγαλόπρεπα στον αέρα, δεμένο με χοντρά σχοινιά στους πασσάλους που το συγκρατούσαν.
Η μπουκάλα βρισκόταν στο καλάθι και τα παρακολουθούσε όλα.
Δίπλα της βρισκόταν ένα κουνελάκι, που χτυπιόταν στο κλουβί του, λες και ήξερε τι θα του συνέβαινε. Θα το έριχναν από ψηλά με ένα αλεξίπτωτο.
Η μπουκάλα μας όμως, ψύχραιμη στη θέση της.
Ήρθε η μεγάλη στιγμή, και το αερόστατο με τη συνοδεία της μουσικής και τις φωνές του κόσμου, σηκώθηκε στον αέρα. Την ώρα που σηκωνόταν, πρόλαβε να δει τη μοναχική γυναίκα που είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Στεκόταν στο παράθυρο μιας σοφίτας, και δίπλα της βρισκόταν ένα κλουβί με ένα πουλί, που είχε ένα σπασμένο κουπάκι για να πίνει νερό.
Στο περβάζι του παραθύρου ήταν μια μυρτιά σε γλάστρα, που η μοναχική γυναίκα την είχε κάνει στην άκρη για να βλέπει καλύτερα.
Σε λίγο είχαν ανεβεί αρκετά ψηλά, και το κουνέλι έκανε την πτώση του με το αλεξίπτωτο μέσα στο κλουβί του.
Και ξαφνικά ένοιωσε να πετάγεται στο κενό. Ο αεροναύτης είχε πετάξει την μπουκάλα μας από ψηλά. Άρχισε να κάνει τούμπες στον αέρα, σκορπίζοντας παντού και τις τελευταίες σταγόνες του κρασιού που είχε μέσα της.
Αυτό δεν κράτησε πολύ, ούτε πρόλαβε να χαρεί τον αέρα και τον ήλιο. Τα κεραμίδια έρχονταν γρήγορα κατά πάνω της, ή μάλλον αυτή πήγαινε γρήγορα προς αυτά.
Έπεσε με θόρυβο στη στέγη ενός σπιτιού, και έγινε θρύψαλα. Τα κομμάτια της κύλησαν στη στέγη και έπεσαν σε μια αυλή. Σαν από θαύμα, ο λαιμός δεν είχε πάθει τίποτα και είχε μείνει ολόκληρος.
Κάποια παιδιά τον περιμάζεψαν, και τον πήγαν τρεχάλα σε μια γεροντοκόρη που είχε πουλί και που συχνά τους έδινε καραμέλες.
Εκείνη τον πήρε, του έβαλε φελό και τον γέμισε νερό. Τον έβαλε στο κλουβί κι εδώ πρωτοσυναντήσαμε το λαιμό της μπουκάλας μας.
Έτσι περνούσαν οι μέρες του πια. Χωρίς φωνή. Στο κλουβί. Κι όταν είχε καλό καιρό έβλεπε τον κόσμο από το παράθυρο.
Η γεροντοκόρη δεν ήταν άλλη, από τη μοναχική γυναίκα της γιορτής, τη βραδιά εκείνη στον κήπο.
Μια μέρα κουβέντιαζε με κάποια άλλη.
-Όχι δεν θα σε αφήσω να ξοδευτείς ....έλεγε.
Εγώ θα σου χαρίσω το στεφάνι για τους γάμους της κόρης σου!..Τη βλέπεις αυτή τη μυρτιά; Κρατάει από το δεντράκι που μου χάρισες στους αρραβώνες μου... Και μου είχες πει, να φτιάξω ένα χρόνο μετά, το στεφάνι για τους γάμους μου. Δεν ήταν βέβαια γραφτό... μια και η θάλασσα μου πήρε τον άνθρωπο που κρατούσε την ευτυχία μου στα χέρια του... Που λες αυτή η μυρτιά όταν κόντευε να ξεραθεί, πήρα ένα πράσινο κλωνάρι της και το φύτεψα στη γλάστρα...Δες την πως έγινε;..Κι έτσι θα εκπληρώσει τελικά τον προορισμό της...Θα στολίσει μια νύφη...Μπορεί όχι εμένα, αλλά την κόρη σου.
Δάκρυα φάνηκαν στα μάτια της, καθώς θυμήθηκε τα νιάτα της. Και που να ήξερε, ότι η μοίρα που παίζει παράξενα παιχνίδια, είχε φέρει κοντά της κι έναν άλλο φίλο από τα παλιά.
Το λαιμό του μπουκαλιού, που ήταν μέσα το κρασί των αρραβώνων της, και που είχε μέσα του για καιρό, το χαρτί με το στερνό αντίο του αγαπημένου της!....
Το κλουβί ήταν μικρό και είχε ένα μικρό δοχείο με σπόρους. Και δίπλα στο δοχείο ήταν στερεωμένο ανάποδα και γεμάτο νερό, ο λαιμός ενός σπασμένου μπουκαλιού, κλεισμένος με φελλό.
Με το νερό αυτού του λαιμού, δροσιζόταν ο κάτοικος του κλουβιού.
Ο λαιμός του μπουκαλιού, σκεφτόταν καθημερινά πόσο τυχερό ήταν το πουλί, που μπορούσε και κελαηδούσε, έτρωγε τους σπόρους του και έπινε το νερό του.
Μονολογούσε λοιπόν και έλεγε:
-Τι ανάγκη έχεις εσύ; Έχεις τα νιάτα σου και είσαι ολόκληρο, γι' αυτό μπορείς και έχεις φωνή. Ενώ εγώ ο δόλιος, έχασα τη φωνή μου προ πολλού. Κάποτε στα νιάτα μου, ήμουν κι εγώ λαλίστατος, και έχω δει πολλά με τα μάτια μου. Να ήξερες μόνο την ιστορία μου, θα μάθαινες τι κοσμογυρισμένος είμαι, και τι δόξες γνώρισα.
Το πουλί δεν του έδινε σημασία, μια και δεν άκουγε τίποτα. Αφού φωνή δεν έβγαινε, να μου πεις, τι να ακούσει. Ωστόσο ο λαιμός του μπουκαλιού, συνέχιζε να τα λέει από μέσα του.
-Γεννήθηκα που λες σε ένα κλίβανο. Και όταν κοίταξα γύρω μου, βρισκόμουν στη σειρά μαζί με διάφορα άλλα μπουκάλια, αδέλφια μου ήταν θαρρώ, αφού ο ίδιος κλίβανος μας έβγαλε. Ήμασταν διαφορετικά μεταξύ μας. Άλλα ήταν ψηλά, άλλα διαφανή και άλλα σκούρα. Άλλα πλατιά, ή μακρουλά. Μετά μπήκα σε ένα ράφι ξαπλωτό άδειο. Κάποια μέρα ήρθε ένας ταβερνιάρης και με αγόρασε μαζί με άλλα, και με πήγε στο μαγαζί του. Εκεί με γέμισε με ένα κόκκινο υγρό, κρασί λεγόταν, και μου φόρεσε ένα φελλό, και μια ετικέτα, που έγραφε πάνω, κρασί εξαιρετικής ποιότητας.
Ένοιωσα ένα καμάρι, και κατάλαβα ότι σαν μπουκάλι εξαιρετικής ποιότητας, μόνο κρασί εξαιρετικό μου ταίριαζε.
Ένα πρωί ήρθε μια όμορφη κοπέλα στο μαγαζί, και με αγόρασε για τον πατέρα της τον γουναρά. Είχα καταλάβει τα πάντα, γιατί ήμουν πολύ μορφωμένο, και ακούγοντας να μιλούν, από την ώρα που φτιάχτηκα, έμαθα τη γλώσσα καλά. Με έβαλε σε ένα καλάθι, με ένα σωρό λιχουδιές εκλεκτές και με πήγε στο σπίτι της. Σε λίγο η κοπέλα με τους γονείς της και έναν νεαρό, που ήταν υποπλοίαρχος και θα ξεκινούσε ταξίδι την άλλη μέρα, ανέβηκαν μαζί με το γεμάτο καλάθι σε ένα κάρο και πήγαν εκδρομή δίπλα σε ένα ποτάμι. Από το καλάθι παρακολούθησα όλα τα συμβάντα. Ο νεαρός υποπλοίαρχος αρραβωνιάστηκε την όμορφη κοπέλα, που τον κοιτούσε όλο αγάπη, και ο πατέρας με άνοιξε και ήπιαν όλοι το υπέροχο κρασί μου. Τότε άκουσα ότι ο γάμος τους θα γινόταν σε ένα χρόνο, με την επιστροφή του νεαρού. Μετά δεν άκουσα τίποτα άλλο, γιατί έγινε κάτι που με πλήγωσε. Έδωσαν μια και με πέταξαν μέσα στις λάσπες. Είχαν πιει το κρασί μου και με παράτησαν. Δεν έσπασα βέβαια, αλλά πληγώθηκε πολύ η περηφάνια μου.
Κατά το απογευματάκι με μάζεψαν δύο νεαροί, που έκαναν τη βόλτα τους. Και τους άκουσα να λένε:
-Να αυτό είναι το κατάλληλο μπουκάλι για να βάλεις το κονιάκ, που θα πάρεις μαζί σου στο ταξίδι.
Το ένα παλικάρι, έφευγε με ένα πλοίο σαν μούτσος. Έτσι βρέθηκα πάνω σε ένα πλοίο, με γεμάτο το κορμί μου κονιάκ, και ένα φελλό καινούργιο. Συμπτωματικά το πλοίο ήταν το ίδιο με του νεαρού υποπλοίαρχου. Ξαφνιάστηκα όταν τον είδα αλλά εκείνος δεν με αναγνώρισε. Πού να ξέρει ότι ήμουν το μπουκάλι που είχε το κρασί που ήπιε στη χαρά του;
Κάποια στιγμή, στη μέση του ταξιδιού το κονιάκ είχε τελειώσει. Και μια φουρτούνα πήγαινε το καράβι μια πάνω και μια κάτω, μια μέσα και μια έξω. Και τότε έγινε το κακό. Αυτό που κατάλαβα ήταν ότι το πλοίο βυθιζόταν, και όλοι έτρεχαν εδώ κι εκεί. Δύο χέρια με βούτηξαν. Και βλέπω τον υποπλοίαρχο, να γράφει σε ένα χαρτί κάτι και να το βάζει μέσα μου. Έπειτα με έκλεισε καλά με φελλό, και με πέταξε στη θάλασσα. Μέσα σε λίγο χρόνο, όλα είχαν τελειώσει. Πλοίο και άνθρωποι, είχαν χαθεί στα βαθιά νερά. Κι εγώ έπλεα στα κύματα, έχοντας το χαρτί, που μπόρεσα να το διαβάσω.
Έλεγε το όνομα του πλοίου, το όνομα του υποπλοίαρχου, και έλεγε ότι βυθίζονται. Και έγραφε παρακάτω το στερνό του αντίο, στην αγαπημένη του.
Έπλεα πολύ καιρό, χωρίς να χτυπήσω ευτυχώς πουθενά. Και κάποια μέρα κατέληξα σε μια παραλία.
Μετά από την τόση φουρτούνα που γνώρισα, και μετά την τραγωδία που έζησα, βρισκόμουν στην άμμο, ανάμεσα σε φύκια, και έχοντας πάντα το χαρτί με το στερνό μήνυμα του υποπλοίαρχου, στο κορμί μου.
Έπειτα από μια μέρα, άκουσα ομιλίες, και είδα δύο ανθρώπους να πλησιάζουν. Προσπάθησα να ακούσω τι έλεγαν μα δεν καταλάβαινα τίποτα από τη γλώσσα που μιλούσαν. Κατάλαβα ότι ήμουν ίσως κάπου αλλού, σε ξένο τόπο. Ο ένας από αυτούς, έσκυψε και με μάζεψε. Με έριξε σε ένα σάκο, και με πήγε σπίτι του. Εκεί με έπλυνε και με καθάρισε, και ήμουν όλο λάμψη πάλι.
Τότε πρόσεξε το χαρτί. Το έβγαλε, το άνοιξε, αλλά η προσπάθεια του να το διαβάσει, παρέμεινε άκαρπη. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Πήρε το χαρτί, το τύλιξε πάλι και το έδεσε με το κορδελάκι του, και στη συνέχεια το έβαλε πάλι μέσα μου. Μας πήρε μαζί του και βγήκε από το σπίτι.
Διάβηκε τους δρόμους της πόλης του, και έφτασε στην πλατεία. Εκεί κάθισε σε ένα μαγαζί και έπιασε συζήτηση με άλλους ανθρώπους που μιλούσαν την ίδια γλώσσα με εκείνον.
Έβγαλε σε μια στιγμή το χαρτί από μέσα μου και τους το έδειξε.
Από αυτά που κατάλαβα, μάλλον έψαχνε κάποιον που να μπορεί να καταλάβει τι έγραφε το χαρτί.
Κανείς όμως δεν βρέθηκε. Ξαναγυρίσαμε σπίτι του. Εγώ με το χαρτί πάλι μέσα μου, κι αυτός.
Ο καιρός περνούσε, και όποτε κάποιος ξένος ερχόταν σε επαφή με τον νέο μου ιδιοκτήτη, ξαναέβγαινα στην επιφάνεια, μια και ακόμα προσπαθούσε μήπως και του διαβάσει κάποιος το χαρτί.
Πέρασε ένας χρόνος. Απογοητευμένος ο νοικοκύρης, έβγαλε τη μπουκάλα από το ντουλάπι, και την ακούμπησε χάμω, σε μια γωνιά, όπου η σκόνη και οι αράχνες δεν άργησαν να τη σκεπάσουν.
Βλέποντας την έτσι, κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί, πως κάποτε αυτό το μπουκάλι είχε χαρίσει τόσο κέφι στην ευτυχισμένη εκείνη συντροφιά των αρραβώνων, ούτε πως είχε παλέψει καιρό με τα κύματα του ωκεανού.
Είκοσι χρόνια έμεινε η μπουκάλα παραπεταμένη. Και θα έμενε έτσι αν δεν ήταν να κατεδαφιστεί το παλιό σπίτι. Οι μαστόροι την ανακάλυψαν και άρχισαν κάτι να λένε γι' αυτήν.
Λίγο αργότερα κάποιος την έπλυνε καλά-καλά. Ήταν τώρα διάφανη και καθαρή όπως στα νιάτα της.
Κάποιος στη συνέχεια τη γέμισε σπόρους, πράγμα παράξενο γι' αυτήν γιατί δεν ήξερε αυτό το είδος.
Κόλλησε επάνω της κι ένα χαρτί, και την έστειλε στο ταχυδρομείο. Εκεί την έβαλαν σε ένα σάκο, και άρχισε πάλι το ταξίδι.
Ωστόσο έκανε υπομονή και τελικά έφτασε στον προορισμό της.
-Τι σόι μπουκάλες, έχουν αυτοί εκεί κάτω;
Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που άκουσε, μόλις την έβγαλαν από το συσκευασία της.
-Και θα έχει γίνει θρύψαλα από το ταξίδι.
Όμως όχι!..Δεν είχε πάθει τίποτα! Και ένοιωθε τόση χαρά, που καταλάβαινε τη γλώσσα που μιλούσαν γύρω της. Κατάλαβε ότι είχε γυρίσει στην πατρίδα!
Ήταν η γλώσσα του υαλουργού που την γέννησε, του ταβερνιάρη, του αρραβωνιαστικού και του πληρώματος του πλοίου που είχε ναυαγήσει.
Από τη χαρά της παρά λίγο να γλιστρήσει από τα χέρια που την κρατούσαν .
Ούτε κατάλαβε πότε την άδειασαν και πότε την πήγαν στο υπόγειο.
Όταν συνήλθε, ήταν πάλι σε μια σκοτεινή γωνιά, αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετικό το συναίσθημα, γιατί ήταν στην πατρίδα.
Κάποιο βράδυ όμως, πρέπει να γινόταν κάποια γιορτή, γιατί ήρθαν και μάζεψαν όλες τις μπουκάλες του υπογείου. Μαζί και τη δική μας.
Ο κήπος είχε φώτα, λαμπιόνια κρέμονταν παντού, και φαναράκια, κι ακόμα διάφορα χρωματιστά γυαλιά που έμοιαζαν σα φωτεινές τουλίπες. Ο καιρός ήταν όμορφος και είχε πανσέληνο και έναν ουρανό γεμάτο αστέρια....
Και η μπουκάλα μας ήταν χαρούμενη που κάτι είχαν κάνει και έριχνε φως τριγύρω της, στον κόσμο που γιόρταζε και άκουγε μουσική. Κόσμος περνούσε από μπροστά της, ζευγάρια, οικογένειες και μια γυναίκα πέρασε κάποια στιγμή, που ήταν όμως μόνη και έμοιαζε χαμένη στις αναμνήσεις της.
Από τον κήπο, ξαναγύρισε στην αποθήκη, ώσπου μια μέρα την αγόρασε πάλι ένας ταβερνιάρης.
Ο ταβερνιάρης τη γέμισε κρασί και την πούλησε σε κάποιον που θα πετούσε με ένα αερόστατο.
Την ημέρα του πετάγματος, κόσμος πολύς είχε μαζευτεί να παρακολουθήσει το μεγάλο γεγονός.
Οι βοηθοί του αεροναύτη, προετοίμαζαν το μεγάλο μπαλόνι, που κουνιόταν μεγαλόπρεπα στον αέρα, δεμένο με χοντρά σχοινιά στους πασσάλους που το συγκρατούσαν.
Η μπουκάλα βρισκόταν στο καλάθι και τα παρακολουθούσε όλα.
Δίπλα της βρισκόταν ένα κουνελάκι, που χτυπιόταν στο κλουβί του, λες και ήξερε τι θα του συνέβαινε. Θα το έριχναν από ψηλά με ένα αλεξίπτωτο.
Η μπουκάλα μας όμως, ψύχραιμη στη θέση της.
Ήρθε η μεγάλη στιγμή, και το αερόστατο με τη συνοδεία της μουσικής και τις φωνές του κόσμου, σηκώθηκε στον αέρα. Την ώρα που σηκωνόταν, πρόλαβε να δει τη μοναχική γυναίκα που είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Στεκόταν στο παράθυρο μιας σοφίτας, και δίπλα της βρισκόταν ένα κλουβί με ένα πουλί, που είχε ένα σπασμένο κουπάκι για να πίνει νερό.
Στο περβάζι του παραθύρου ήταν μια μυρτιά σε γλάστρα, που η μοναχική γυναίκα την είχε κάνει στην άκρη για να βλέπει καλύτερα.
Σε λίγο είχαν ανεβεί αρκετά ψηλά, και το κουνέλι έκανε την πτώση του με το αλεξίπτωτο μέσα στο κλουβί του.
Και ξαφνικά ένοιωσε να πετάγεται στο κενό. Ο αεροναύτης είχε πετάξει την μπουκάλα μας από ψηλά. Άρχισε να κάνει τούμπες στον αέρα, σκορπίζοντας παντού και τις τελευταίες σταγόνες του κρασιού που είχε μέσα της.
Αυτό δεν κράτησε πολύ, ούτε πρόλαβε να χαρεί τον αέρα και τον ήλιο. Τα κεραμίδια έρχονταν γρήγορα κατά πάνω της, ή μάλλον αυτή πήγαινε γρήγορα προς αυτά.
Έπεσε με θόρυβο στη στέγη ενός σπιτιού, και έγινε θρύψαλα. Τα κομμάτια της κύλησαν στη στέγη και έπεσαν σε μια αυλή. Σαν από θαύμα, ο λαιμός δεν είχε πάθει τίποτα και είχε μείνει ολόκληρος.
Κάποια παιδιά τον περιμάζεψαν, και τον πήγαν τρεχάλα σε μια γεροντοκόρη που είχε πουλί και που συχνά τους έδινε καραμέλες.
Εκείνη τον πήρε, του έβαλε φελό και τον γέμισε νερό. Τον έβαλε στο κλουβί κι εδώ πρωτοσυναντήσαμε το λαιμό της μπουκάλας μας.
Έτσι περνούσαν οι μέρες του πια. Χωρίς φωνή. Στο κλουβί. Κι όταν είχε καλό καιρό έβλεπε τον κόσμο από το παράθυρο.
Η γεροντοκόρη δεν ήταν άλλη, από τη μοναχική γυναίκα της γιορτής, τη βραδιά εκείνη στον κήπο.
Μια μέρα κουβέντιαζε με κάποια άλλη.
-Όχι δεν θα σε αφήσω να ξοδευτείς ....έλεγε.
Εγώ θα σου χαρίσω το στεφάνι για τους γάμους της κόρης σου!..Τη βλέπεις αυτή τη μυρτιά; Κρατάει από το δεντράκι που μου χάρισες στους αρραβώνες μου... Και μου είχες πει, να φτιάξω ένα χρόνο μετά, το στεφάνι για τους γάμους μου. Δεν ήταν βέβαια γραφτό... μια και η θάλασσα μου πήρε τον άνθρωπο που κρατούσε την ευτυχία μου στα χέρια του... Που λες αυτή η μυρτιά όταν κόντευε να ξεραθεί, πήρα ένα πράσινο κλωνάρι της και το φύτεψα στη γλάστρα...Δες την πως έγινε;..Κι έτσι θα εκπληρώσει τελικά τον προορισμό της...Θα στολίσει μια νύφη...Μπορεί όχι εμένα, αλλά την κόρη σου.
Δάκρυα φάνηκαν στα μάτια της, καθώς θυμήθηκε τα νιάτα της. Και που να ήξερε, ότι η μοίρα που παίζει παράξενα παιχνίδια, είχε φέρει κοντά της κι έναν άλλο φίλο από τα παλιά.
Το λαιμό του μπουκαλιού, που ήταν μέσα το κρασί των αρραβώνων της, και που είχε μέσα του για καιρό, το χαρτί με το στερνό αντίο του αγαπημένου της!....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου