Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Το ταξίδι με έναν αετό!

 




Η Ερμιόνη  άκουσε φωνές ...κάποιος της φώναζε

''ψιτ ψιτ ψιτ''.

 Η Ερμιόνη βγήκε στο παράθυρο του δωμάτίου της. ''Ποιος κάνει ψιτ; Ερμιόνη με λένε'' 

''Εγώ εδώ κάτω Ερμιόνη, ο κος Αρμόδιος, εδώ εδώ'' 

Κοίταξε η Ερμιόνη κάτω από το παράθυρο και είδε ένα κουνάβι κάτασπρο, που δεν είχε ξαναδεί ποτέ. ''Κε Αρμόδιε; Τι συμβαίνει;''

 ''Κοίτα Ερμιόνη, ένα κλαδάκι φύτρωσε ξαφνικά μπροστά στο παράθυρό σου. Και συνεχίζει να μεγαλώνει... ωχ ωχ φεύγω γιατί τα φοβάμαι αυτά τα ξαφνικά''

Και δίνει ένα πήδημα και κρύβεται στο θάμνο με τα λουλούδια.

Η Ερμιόνη κοιτούσε το δεντράκι που μεγάλωνε συνέχεια. Δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο.  Τι ήταν όλο αυτό; Μαγικό; Μεγάλωνε και μεγάλωνε και πέταγε φύλλα και κλαδιά που κι αυτά ψήλωναν. Το δεντράκι έγινε δέντρο μέσα σε λίγη ώρα. Κι έφτασε ψηλά .

''Πω πω έφτασε τα σύννεφα  ...τι δέντρο να ναι; '' Μόλις το είδε να φοράει τα κόκκινα ρουμπίνια του αμέσως φώναξε:  ''Είναι κερασιά!! Το αγαπημένο μου δέντρο''

''Ω και σε μένα είσαι το αγαπημένο μου κοριτσάκι, Ερμιόνη. Η πιο καλή καρδιά που ξέρω . Καλώς σε βρήκα''

''Πώς βρέθηκες εδώ κα Κερασιά; Ποιος σε φύτρωσε; Καλώς φύτρωσες''

''Εσύ Ερμιόνη. Δεν θυμάσαι που είπες ότι σαν τους Ρωμαίους στρατιώτες που στο ταξίδι τους τρώγανε κεράσια και πέταγαν τα κουκούτσια στο δρόμο... ''

''Ναι το θυμάμαι μου το έλεγε ο μπαμπάς και μου λεγε ότι φύτρωσαν  από τα κουκούτσια τους πολλές κερασιές και μάλιστα λένε, ότι αν ακολουθήσεις αυτές τις κερασιές θα βρεις τους αρχαίους δρόμους της αρχαίας Ρώμης''

'' Ε να που το θυμάσαι. Βγήκες λοιπόν στον κήπο και είπες... είμαι ένας στρατιώτης και πετάω τα κουκούτσια εδώ κι εδώ. Και εκεί που τα πέταξες φύτρωσα εγώ''

''Ξέρεις ποια κουκούτσια ήταν; Της γιαγιάκας μου που έτρωγε κεράσια και  μου πε να τα φυλάξω  και να τα φυτεύσουμε μαζί. Αλλά η γιαγιά μου είναι στο νοσοκομείο, μόνη, άρρωστη, από τον ιο πώς τον λένε. Αχ και δεν κάνει να πάει ούτε η μαμά να τη δει. Πόσο στενοχωριέμαι κα Κερασιά. Εσύ είσαι το δέντρο της γιαγιάς μου. Από τα δικά της κουκούτσια φύτρωσες''

''Να έχεις πίστη Ερμιόνη μου. Η γιαγιά σου θα το ξεπεράσει...''

''Αχ κα Κερασιά. Εγώ στενοχωριόμουν που πρώτη χρονιά σχολείο στην πρώτη τάξη δεν το ευχαριστήθηκα. Λίγες μέρες πήγα σχολείο και μετά σπίτι. Κάνουμε μάθημα με τον υπολογιστή. Μα όταν αρρώστησε η γιαγιά, κατάλαβα ότι οι δικές μου στενοχώριες ήταν ανόητες. Η γιαγιά να γίνει καλά..αχ πόσο μου λείπει και πόσο θα ήθελα να τη δω''

Η κα Κερασιά χαμήλωσε το πιο μικρό κλαδί της και χάιδεψε τα μαλλιά της Ερμιόνης.

Εκείνη την ώρα ένας μεγάλος αετός κάθισε στο μεγάλο  κλαδί της κερασιάς. 

''Κε Αυγουστή καλώς ήλθες. Έλα εδώ χαμηλά να γνωρίσεις την Ερμιόνη''

Ο κος Αυγουστής, ένας μεγάλος και περήφανος αετός κατέβηκε στο πιο χαμηλό κλαδί. 

''Γεια σου Ερμιόνη. Σε ξέρω κι ας μην έχουμε μιλήσει ποτέ. Κάθε μέρα με χαιρετάς που με βλέπεις να πετάω ψηλά. Χθες μάλιστα με χειροκρότησες όταν έπιασα τον αρουραίο, θυμάσαι;''

''Ω ναι κε Αυγουστή και εγώ σε ξέρω, και χάρηκα που βρήκες φαγητό. Τους αρουραίους δεν τους συμπαθώ. Χαίρομαι   πολύ που μιλάμε. Δεν το περίμενα ξέρεις''

''Κε Αυγουστή, έχω μια ιδέα'' είπε η κερασιά ''Γιατί δεν παίρνεις την Ερμιόνη στην πλάτη σου, να την πας στην πρωτεύουσα στο νοσοκομείο, εσύ όλα τα ξέρεις. Να δει τη γιαγιά της από το παράθυρο;''

''Ω ωω κε Αυγουστή σε παρακαλώ. Ξέρεις πόσο θα χαρεί και η γιαγιά μου αν με δει; Μόνη της είναι κε Αυγουστή, ανάμεσα σε ξένους. Και είναι άρρωστη πολύ. Σε παρακαλώ'' είπε η Ερμιόνη και την έπιασαν τα κλάματα.

Ο κος Αυγουστής δεν τα μπορούσε τα κλάματα. Του έσφιγγαν την καρδιά. Χαμήλωσε τα φτερά του και της είπε 

'' Έλα ανέβα και κρατήσου καλά. Άλλες στιγμές θα πετάμε χαμηλά και άλλες  ψηλά, πρέπει να κρατιέσαι, σύμφωνοι;''

Άλλο που δεν ήθελε η Ερμιόνη.

Ο καιρός ήταν καλός, ο ήλιος δεν έκαιγε πολύ όπως όλες τις ημέρες της άνοιξης. Αλλά και άσπρα συννεφάκια τον έκρυβαν που και που και έτσι το ταξίδι θα ήταν ωραίο.

Ανέβηκε στην πλάτη του αετού και χαιρέτησε την κα Κερασιά.  ''Περίμενέ με, θα σου φέρω νέα'' της φώναξε.

Πέταξαν πάνω από τα βουνά, είδε  τις κορυφές τους που δεν τις είχε δει ποτέ. Τι καταπράσινα που ήταν όλα. Αχ βλέπει και ένα ζώο που τρέχει και  χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα. 

''Τι να ναι αυτό που έτρεχε;'' ρώτησε τον αετό.  ΄Ήταν ελάφι Ερμιόνη αλλά μη φωνάζεις μέσα στ'αυτί μου θα κουφαθώ πια''

Πέταξαν πάνω από κτήματα. Πόσο μικρά φαίνονταν όλα. Τα δέντρα ακόμη και τα σπίτια και οι δρόμοι άδειοι. Ερημικά όλα. 

'' Πω πω δεν μπορώ να βλέπω την πόλη χωρίς ανθρώπους. Τι κακιά αυτή η αρρώστια που μας έκανε να φοβηθούμε''

'' Θα περάσει Ερμιόνη, θα δεις είναι η τελευταία άνοιξη που είσαστε κλεισμένοι''

''Πού το ξέρεις κε Αυγουστή;''

''Αετός είμαι από τη γη μπορώ και πάω στα ουράνια, όλα τα ξέρω''

Πέταξαν πάνω από τη θάλασσα. Κανένα κυματάκι δεν υπήρχε στην αγκαλιά της,  αν και το αεράκι χάιδευε απαλά το θαλασσινό νερό. Φαίνεται και η θάλασσα δεν έχει κέφια, σκέφτηκε η Ερμιόνη.

''Αυτή είναι η πρωτεύουσά μας; '' ρώτησε τον αετό, όταν είδε μεγάλα σπίτια και αυτοκίνητα. ''Εδώ έχει κίνηση, βλέπεις; Εδώ έπρεπε να μένουμε με το μπαμπά και τη μαμά, δεν είναι ερημιά''

'' Ναι αλλά δεν θα γνωριζόμαστε. Εδώ στην πόλη δεν πετάνε αετοί να το ξέρεις. Για σένα έρχομαι εδώ''

''Σ'ευχαριστώ κε Αυγουστή. Προτιμώ το χωριό αν σε έχω παρέα. Ξέρεις πού είναι το νοσοκομείο; ''

''Φυσικά και ξέρω, εκεί πάμε. Νατο μπροστά μας. Περίμενε να παω σιγά σιγά, να πετάξω χαμηλά, να φτάσουμε στον 5ο όροφο που είναι η γιαγιά σου στην εντατική''

''Πού ξέρεις καλέ μου αετέ πού είναι η γιαγιά μου;''

''Είπαμε όλα τα ξέρω. Να το παράθυρο, πάμε να δούμε.''

Ο αετός πλησίασε και είδε τις κουρτίνες τραβηγμένες. Η Ερμιόνη έβαλε τα χεράκια της στο τζάμι να κοιτάξει καλά γιατί ο ήλιος εμπόδιζε.

Είδε κρεβάτια στη σειρά. Και έψαχνε τη γιαγιά της. Με αυτά που είχαν στο πρόσωπο δεν μπορούσε να καταλάβει. Ποια να είναι η γιαγιά της;

''Τι είναι αυτές οι φούσκες που έχουν στο στόμα;''

''Για να αναπνέουν Ερμιόνη''.  Εκείνη την ώρα η νοσοκόμα ήλθε και έβγαλε της κυρίας τη φούσκα. Ήταν η γιαγιάκα της. Η Ερμιόνη είδε τη γιαγιά της να γυρίζει το κεφάλι στο παράθυρο.

''Γιαγιάκα εγώ εδώ... κοίτα με γιαγιάκαααα'' φώναζε

Η γιαγιά κοίταξε το παράθυρο και της φάνηκε ότι είδε την Ερμιόνη της απέξω. Είναι δυνατόν; 

Κούνησε το χέρι της και έστειλε φιλιά και ας μην είναι δυνατόν να είναι το κοριτσάκι της απέξω στον 5ο όροφο και μάλιστα πάνω σε αετό! 

Η Ερμιόνη γελούσε. ''Γιαγιά, γιαγιά, γιαγιά, σ'αγαπάω πολύ''

''Η μαμά την ταρακούνησε. Ερμιόνη μου τι έπαθες ; Όνειρο έβλεπες; Θα ήταν καλό για να γελάς. Σου έχω νέα''

''Μαμά; ο κος Αυγουστής; Τι γίνεται; Κοιμόμουν; Όνειρο είναι;''

''Όνειρο είδες αγάπη μου και δεν ξέρω κανένα κο Αυγουστή''

Η Ερμιόνη πετάχτηκε και πήγε στο παράθυρο. Απέξω δεν υπήρχε καμιά κερασιά. Όλα στον ύπνο της έγιναν;

''Τι νέα είπες μαμά ότι έχεις;''

''Αγάπη μου η γιαγιά βγήκε από την εντατική. Είναι καλά. Σε λίγες μέρες θα είναι κοντά μας''

Η Ερμιόνη ποτέ δεν χάρηκε τόσο πολύ όσο αυτό το πρωινό. Πηδούσε, γελούσε, χειροκροτούσε, έκανε ένα σωρό τρέλες από τη χαρά της και η μαμά την αγκάλιαζε και χόρευε  μαζί της.

''Ναι, αυτή η άνοιξη είναι η καλύτερη που έχω ζήσει ως τώρα''!


πηγή: ''Ατενίζοντας''

Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Ήταν κάποτε η Γη!



Κάποτε πριν από πάρα πάρα πολλά χρόνια, κοντά στην αρχή του κόσμου, ήταν ο πατέρας άρχοντας ,ο Ήλιος, που καθισμένος στο χρυσό του θρόνο, κυβερνούσε το απέραντο βασίλειο του, έχοντας τριγύρω του τα εκατοντάδες παιδιά του.
Πήρε λοιπόν την απόφαση μια μέρα και όρισε συγκυβερνήτες, τα εννέα μεγαλύτερα παιδιά του μοιράζοντας τους αξιώματα.
Κάθε παιδί είχε το χαρακτήρα του και τις ιδιαιτερότητες του. Τα μικρότερα ήταν χωρισμένα σε ομάδες. Άλλα θαύμαζαν τον ένα, άλλα τον άλλο.
Το βασίλειο ήταν απέραντο, και ο Ήλιος τους έδωσε οδηγίες πώς να μπορέσουν να το κυβερνήσουν σωστά. Και τους είπε ακόμα, ότι μέσα σε όλες τις υποχρεώσεις τους, θα ήταν και η προστασία και εκπαίδευση των μικρότερων.


Πρώτος έφυγε ο μεγάλος του, ο Δίας, μαζί με όσους τον ακολούθησαν. Έπειτα ο δευτερότοκος, ο Κρόνος. Και οι δύο έφυγαν πολύ σοβαροί και με επιβλητικό ύφος. Ακολούθησε το τρίτο παιδί, η κόρη του Γη, με ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη, που προερχόταν από όλη την ομορφιά που είχε μέσα της. Όλη η φαμελιά της τη θεωρούσε ονειροπόλα εκτός από μια μικρή της αδελφή. Αυτή και πήρε μαζί της. Την αχώριστη της και αγαπημένη Σελήνη. Έπειτα κίνησε για το βασίλειο του ο Άρης, και μετά ο Πλούτωνας σοβαρός κι αυτός και σίγουρος για την αξία του.
Η άλλη κόρη, η Αφροδίτη, πάντα κοκέτα και πάντα λάτρης του εαυτού της προτίμησε να αναλάβει το αξίωμα της μόνη της, χωρίς συντροφιά. Η φροντίδα του εαυτού της δεν της άφηνε περιθώρια να φροντίζει και άλλους. Ο Ήλιος μπροστά στα καπρίτσια και τη τσαχπινιά της υποχώρησε όπως πάντα.
Ακολούθησε ο Ουρανός που δε μειονεκτούσε σε σοβαρότητα. Ο Ποσειδώνας αγέρωχος κι αυτός, και τέλος ο Ερμής ο νεότερος από όλους, και χαϊδεμένος, με αδυναμία στο πατέρα του, μόνος του. Αυτού το βασίλειο δεν ήταν και πολύ μακριά από τον πατέρα του, μια και ο ίδιος μάθαινε ακόμα και ήταν και λίγο τεμπελάκος.


Ο καθένας έχτισε το δικό του παλάτι, το στόλισε και το διακόσμησε όπως ο ίδιος επιθυμούσε.
Οι περισσότεροι νοιάζονταν πιο πολύ για το αξίωμα και τη θέση και τίποτα παραπάνω.
Γι' αυτό και τα παλάτια τους, τα έκαναν ψυχρά και απρόσωπα. Ομιχλώδη και δυσπρόσιτα.


Εκτός από τη Γη. Εκείνη που ήταν πιο συναισθηματική, άρχισε να φροντίζει, για το δικό της βασίλειο, ξεκινώντας να κάνει πραγματικότητα τα όνειρα της χωρίς καθυστέρηση.
Ξεκίνησε στολίζοντας και φτιάχνοντας, θέλοντας να το μετατρέψει σε ότι ομορφότερο είχε μέσα της φανταστεί. Κι άρχισε να δημιουργεί ζωή.Με μια μεγάλη εκπνοή, έφτιαξε τον αέρα. Έφτιαξε στη συνέχεια χρώματα στη παλέτα της, και χρωμάτισε τον αέρα τριγύρω της με ένα απέραντο γαλάζιο που το ονόμασε ουρανό χάριν του αδελφού της, και τον γέμισε με κάθε λογής πετούμενα που τα ονόμασε πουλιά. Έβαλε και πανέμορφα λευκά συννεφάκια να αρμενίζουν. Μετά έφτιαξε χώμα και πέτρα και κάλυψε το κορμί της. Αλλού έκανε τη πέτρα πανύψηλη, και τα είπε βουνά, κι αλλού έκανε τη πέτρα χαμηλότερη και τα είπε λόφους, Αλλού έφτιαξε μεγάλες επίπεδες επιφάνειες που τις ονόμασε πεδιάδες και αλλού έφτιαξε μεγάλα και μικρά κοιλώματα. Έπειτα γέμισε κάθε κοίλωμα της με νερό. Τα μεγάλα τα ονόμασε θάλασσα και ωκεανό και όταν τα τελείωσε, ήταν τόσο όμορφα... που δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της και κύλησαν μέσα τους, κάνοντας το νερό αλμυρό. Τα μικρά κοιλώματα, τα ονόμασε λίμνες.
Και έφτιαξε εδώ κι εκεί μεγάλα και μικρά φιδογυριστά μονοπάτια που κατέληγαν στη θάλασσα, και τα ονόμασε ποτάμια.
Και στο βάθος της θάλασσας και των ωκεανών, των λιμνών και των ποταμών, γέμισε με διάφορα φυτά και όλα τα ονόμασε βυθό. Άλλοτε η θάλασσα έπαιρνε ένα χρώμα γαλάζιο απ' το καθρέφτισμα του ουρανού, άλλοτε χρώμα πράσινο από τα φυτά που είχε στο βυθό της, και άλλοτε οι ωκεανοί έπαιρναν ένα σκούρο μπλε απ' το απύθμενο βάθος τους. Και δημιούργησε κι εκεί διάφορα πλάσματα, τα ψάρια. Άλλα μικρά και με υπέροχα χρώματα, σε διάφορα σχήματα, και άλλα μεγάλα και άσχημα, μα όλα χρήσιμα για να κρατούν την ισορροπία στη δημιουργία της.
Δημιούργησε παντού ζωή, γέμισε τα βουνά και τις πεδιάδες. Έφτιαξε τα ζώα. Και τράβηξε αυλακιές με τα δάχτυλα της παντού , και φύσηξε μέσα όλων των ειδών τους σπόρους. Όπου αυτοί έπεσαν, φύτρωσε πράσινο μικρό σαν χνούδι και κάλυψε το χώμα που το ονόμασε χορτάρι, κι απ' άλλους βγήκαν φυτά με χρωματιστά πέταλα και ευωδιά που γέμισε όλη η πλάση και βάφτισε λουλούδια. Άλλοι γέννησαν φυτά μεγάλα με διαφορετικό ύψος που τα ονόμασε δέντρα. Και όλα γενικά τα φώναζε Φύση.
Και παιχνιδιάρα καθώς ήταν, έφτιαξε λιλιπούτεια πλασματάκια και κάποια με φτερά, να είναι μεταφορείς του φυσικού πλούτου. Όλα σοφά μελετημένα και με αγάπη.
Και η εικόνα ήταν πανέμορφη. Κάθε μεριά είχε τη δική της ομορφιά, γιατί πουθενά δεν έκανε το ίδιο ακριβώς, μια και δεν ήθελε να είναι όλα όμοια.
Και έδωσε σχηματισμούς στη γη, και γύρω άφησε νερό κι έτσι πέντε μεγάλα κομμάτια γίνηκαν και διάφορα άλλα μικρότερα.
Τα μεγάλα τα ονόμασε ηπείρους και τα μικρότερα νησιά.
Και όλα τα δημιούργησε για να παίρνουν ζωή από τον πατέρα της τον Ήλιο, κι από τα αγαθά που έφτιαξε. Όλα με τέσσερα βασικά υλικά. Χώμα, φωτιά, νερό και αέρα.
Και για να μπορούν να έχουν νερό όλα τα φυτά της, έχοντας μια παιχνιδιάρικη διάθεση , έβαλε τα συννεφάκια να συγκρούονται κατά διαστήματα, και να γεννούν νερό που έπεφτε στο χώμα, και τη βάφτισε βροχή. Της άρεσε το τραγούδι της βροχής, όταν έπεφτε. Και για να προστατεύονται τα πλάσματα της, έκανε όταν συγκρούονται τα συννεφάκια να λάμπει και να ακούγεται δυνατός θόρυβος. Αυτό ονόμασε αστραπή και βροντή. Όταν άστραφτε και βροντούσε, ο ουρανός έπαιρνε ένα σκούρο χρώμα. Τότε, όλα τα πλάσματα έτρεχαν να προφυλαχθούν.


Κι απ' τη χαρά της για όλα αυτά, χόρευε κάνοντας περιστροφές ώστε να μπορεί να απολαμβάνει τις ομορφιές τούτες κι η αγαπημένη της αδελφή η Σελήνη.
Κι ήθελε και τη ζωογόνα λάμψη του πατέρα της, κι όλο έκανε και στροφές γύρω του, για να φωτίζει τις ομορφιές της και να τις θαυμάζει.
Κι όπου έπεφτε η λάμψη του, ήταν φως και γεννήθηκε η μέρα, και όπου δεν έπεφτε, ήταν σκοτάδι και γεννήθηκε η νύχτα. Και κάπου ο πατέρας της τη φώτιζε πιο πολύ και αλλού λιγότερο, και μετά άλλαζε πάλι. Όποτε τον επιθυμούσε, ερχόταν πιο κοντά του, αλλά όποια μεριά του κοίταζε τότε, την αισθανόταν ζεστή και παγωμένες τις άλλες. Και κάποιες λιγότερο ζεστές και κάποιες λιγότερο κρύες. Έτσι φτιάχτηκαν οι εποχές.


Υπέροχη εικόνα τούτη! Μα σκέφτηκε, ότι έτσι κουρασμένη που ένοιωθε, δε μπορούσε να φροντίζει μόνη της τόσες ομορφιές. Και αποφάσισε, να φτιάξει το φύλακα της. Αυτόν που θα φροντίζει όλα τούτα. Να έχει σκέψη, ώστε να ανακαλύπτει , και να τρέφεται με τα πάντα. Και τον έφτιαξε να έχει παρέα όχι μόνο του.Και έφτιαξε αρκετούς φύλακες. Αλλά αποφάσισε να μη τους μάθει τίποτα. Έτσι θα εκπαιδευτούν σιγά-σιγά σκέφτηκε. Και θα μάθουν. Ω!! πόσο ήταν σίγουρη ότι θα μάθουν, και θα μπορούν να απολαύσουν όλα αυτά τα θεσπέσια πράγματα! Αυτά τα πλάσματα θα ήταν τα παιδιά της. Και τους ονόμασε ανθρώπους . Μικρούλικα πλασματάκια, αγόρια και κορίτσια, όπως αυτή και τα αδέλφια της. Κι επειδή της άρεσε το χρώμα, τους έκανε διαφορετικούς, για ποικιλία..Άλλους τους έκανε με χρώμα λευκό, άλλους με χρώμα μαύρο, άλλους με χρώμα κιτρινωπό, κι έτσι φτιάχτηκαν οι φυλές. Μα για όλους, δούλεψε με την ίδια αγάπη και φροντίδα. Και για όλους, χρησιμοποίησε τα ίδια γνήσια και αγνά υλικά. Κι άλλους έβαλε εδώ κι άλλους εκεί. Όλα ήταν όπως τα είχε ονειρευτεί. Και της άρεσε να κάθεται και να παρακολουθεί, τα πλάσματα που ζούσαν στο βασίλειο της, πώς σκέφτονταν και πώς ενεργούσαν. Και δάκρυζε, και σε όποια πέτρα έπεφτε το δάκρυ, γινόντουσαν κάθε λογής πετράδια. Και κάθε που ''ξεχείλιζε'' από αγάπη και καλοσύνη, λαμπερό χρυσάφι και άλλα αγαθά γεννιόντουσαν μέσα της.


Έβλεπε τους ανθρώπους, σιγά-σιγά πώς έμαθαν να κυνηγούν, πώς έμαθαν να τρώνε τους καρπούς των δέντρων, πώς ανακάλυψαν την φωτιά, πώς βρήκαν τρόπο και έφτιαξαν εργαλεία, που με αυτά φύτευαν σπόρους στη γη της.


Και μια μέρα που η Αφροδίτη ήρθε να δει το βασίλειο της αδελφής της, τους έφερε για δώρο την αγάπη.
Και όλοι ήταν χαρούμενοι, και ζούσαν αρμονικά και ευτυχισμένοι. Και αγαπούσαν ο ένας τον άλλο, και δημιουργήθηκε η πρώτη οικογένεια, μα αγαπούσαν και τους εαυτούς τους, γιατί η Αφροδίτη είχε και μεγάλη αγάπη για τον εαυτό της, και το δώρο της ήταν βγαλμένο από μέσα της. Έτσι έγιναν και ατομιστές και ματαιόδοξοι.
Και κυλούσε ο χρόνος. Αυτό ήταν δώρο του πατέρα της απ' την αρχή, που φτιάχτηκαν οι εποχές.
Και οι άνθρωποι με τόση εξυπνάδα, χώρισαν τις εποχές σε τέσσερις, και το χρόνο σε μήνες και σε ώρες, σε λεπτά και σε δευτερόλεπτα. Θαυμαστά πράγματα!! Και όταν είχαν φως έλεγαν ότι είχαν μέρα. Κι όταν είχαν σκοτάδι έλεγαν ότι είχαν νύχτα.
Η Γη καμάρωνε με όλα ετούτα! Και με το δίκιο της!


Της μήνυσαν και τα άλλα αδέλφια της, ότι ήθελαν να τη δουν. Κι εκείνη δέχτηκε ευχαρίστως.
Πρώτος ήρθε ο Ποσειδώνας. Ο θαυμασμός του ήταν συγκρατημένος, κι ένοιωσε και ζήλια λιγάκι.
Γι' αυτό, πάνω σε μια παρόρμηση της στιγμής, τους έκανε δώρο τη θαλασσοταραχή και τη τρικυμία. Είπε στη Γη, ότι ταιριάζει καλύτερα με τη βροχή, όταν αστράφτει και βροντάει, και εξάλλου μια θάλασσα συνεχώς ήρεμη, ήταν λίγο... .βαρετή.
Τι να κάνει η Γη, αδελφός της ήταν, πως να τον προσβάλλει;
Κι έπειτα ήρθε επίσκεψη ο Πλούτωνας, και είδε κι αυτός και θαύμασε. Και ένοιωσε κι αυτός ζήλεια στη καρδιά. Και της είπε, ότι τα πλάσματα είναι πάρα πολλά και συνεχώς πολλαπλασιάζονται.
Και μόνο η κατανάλωση σαν τροφή, δεν αρκεί για να κρατιέται η ισορροπία.
Και της έκανε δώρο το θάνατο και την αρρώστια. Έτσι όλα στη ζωή θα γίνονται κύκλος.
Θα υπάρχει αρχή της είπε, και τέλος. Και ξανά αρχή.
Τι να κάνει και η Γη, το δέχτηκε. Πως να τον προσβάλλει;
Κι έπειτα ήρθε ο Ουρανός, και είδε κι αυτός και ζήλεψε. Και τους έκανε δώρο, τη φιλοδοξία, και την αγάπη για το άπιαστο, για να μπορέσει ο άνθρωπος να μεγαλουργήσει, είπε. Τόσο μεγάλη φιλοδοξία, όσο και ο ουρανός πάνω τους, και πιο πέρα ακόμα.
Κι αυτό το δέχτηκε η Γη, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς.
Κι ύστερα ήρθε η σειρά του Άρη να της κάνει επίσκεψη. Αυτός με το ζόρι έκρυβε τη ζήλεια του, και δαγκώνοντας τα χείλη, της είπε ότι τα πλάσματα της, πρέπει να μάθουν να αγωνίζονται, ενάντια στις δυσκολίες που θα τους έφερναν τα δώρα των άλλων.
Και την έπεισε, να δεχθεί το δώρο του, που δεν ήταν άλλο από την αγάπη για τη μάχη, για το πόλεμο, και για τα όπλα.
Μα και για τη φιλονικία επίσης. Για τη πονηριά, και τη στρατηγική και την υστεροβουλία. Για την υπεροχή με κάθε μέσον, είπε από μέσα του.
Και μετά ήρθε ο Ερμής, και τους έφερε δώρο, τα μόνα που διέθετε. Τη φυγοπονία, τη τεμπελιά,
την αποφυγή της ευθύνης, Και το να θέλει κάποιος να γίνεται το δικό του με πείσμα. Μια και ήταν χαϊδεμένος, ήταν και λίγο κακομαθημένος. Με όλα αυτά στόλισε το δώρο του. Αγαπούσε ακόμα να παζαρεύει και να έχει κέρδος. Και έβαλε κι αυτά τα γνωρίσματα επίσης στο δώρο του, καθώς και την έλλειψη σεβασμού και αναίδεια που έχει κάθε κακομαθημένο πλάσμα.
Όταν ήρθε ο Δίας, βλοσυρός, είπε στην αδελφή του, ότι δεν τα σκέφτηκε καλά τα πράγματα, τόσα πλάσματα δεν είναι δυνατόν να μην έχουν κάποιον αρχηγό, Αλλά ευτυχώς αυτός σαν πιο σοφός, μεγαλύτερος και πιο πεπειραμένος θα διόρθωνε τις ελλείψεις της. Και τους δώρισε την αγάπη για την αρχηγία, αλλά και την αλαζονεία επίσης της υπεροχής. Κι επειδή ο ίδιος ήταν δεσποτικός σαν χαρακτήρας , σε όλα τα προηγούμενα, να προστεθεί και η ισχυρογνωμοσύνη.


Ανησυχία ένοιωσε η Γη από τα δώρα όλων, μα γρήγορα η καλή της ψυχή, έδιωξε τις κακές τις σκέψεις. Είχε τόση εμπιστοσύνη η ίδια στα πλάσματα της, που τους την έδωσε άπλετα. Έπειτα σκέφτηκε ότι αφού τους είχε δημιουργήσει με την ικανότητα να σκέφτονται, συνεπώς και τη κρίση, θα εκτιμούσαν και θα διατηρούσαν μόνοι τους, την αρμονία που τους είχε χαρίσει.
Ο καιρός περνούσε, και εξακολουθούσε να παρατηρεί, χωρίς ανησυχία, τους ανθρώπους. Τότε ήταν που αυτοί, σκέφτηκαν και δημιούργησαν την έννοια της ιδιοκτησίας. Και άρχισαν να μαζεύουν αγαθά, να φτιάχνουν πλοία, και να διασχίζουν με αυτά τις θάλασσες. Ανέπτυξαν το εμπόριο και έφτιαξαν μάλιστα -πόσο έξυπνο-, το χρήμα, για να μπορούν να υπολογίζουν την αξία αυτών που εμπορεύονταν.
Και εμπορεύονταν τα πάντα. Γιατί τα πάντα τα υπολόγιζαν με την αξία τους πια. Και ότι, δεν είχε κάποιος, το έπαιρνε από τον άλλο που το είχε σε μεγαλύτερη ποσότητα.


Έτσι τα δώρα των αδελφών, έκαναν καλά τη δουλειά τους. Και άρχισαν κάποιοι να νοιώθουν απληστία και να επιθυμούν όλο και περισσότερα αγαθά, άρχισαν να εκμεταλλεύονται κάποιους άλλους ανθρώπους, να θέλουν τη γη που είχαν άλλοι, να μαλώνουν μεταξύ τους και να χωρίζονται σε ομάδες, άλλες μικρές και άλλες μεγαλύτερες, και η κάθε μία, να ορίζει και κάποιον αρχηγό. Και να χωρίζουν τη γη σε κομμάτια. Και με το σπουδαίο τους μυαλό, δημιούργησαν τα σύνορα. Όταν το είδε αυτό η Γη, έκλαψε. Έκλαψε πολύ και από τα δάκρυα της, πλημμύρισαν οι θάλασσες και ξεχείλισαν οι λίμνες και τα ποτάμια. Και οι άνθρωποι γνώρισαν τον κίνδυνο, και χάθηκαν αρκετές ζωές τότε. Αλλά τη βεβαίωσαν, ότι θα τα έφτιαχναν τα πράγματα, κι ότι τα σύνορα ήταν αναγκαία, για να μπορούν να τη φροντίζουν καλύτερα. Και η Γη ένοιωσε πάλι την ελπίδα, τους πίστεψε και χάρηκε.


Κι έτσι, κάθε κομμάτι το βάφτισαν χώρα, και κάθε ομάδα λαό. Τότε έγινε μια μεγάλη συγκέντρωση, των αρχηγών των λαών των πέντε ηπείρων, που ήταν και οι πιο φιλόδοξοι, με σκοπό να εδραιώσουν την υπεροχή τους. Συμφώνησαν σε κάτι. Ότι πάντα έπρεπε να υπάρχει συσσώρευση αγαθών σε κάποιους, για να υπερέχουν αυτοί, από τα μέλη της ομάδας τους. Αλλά κάπως έπρεπε να εξασφαλίσουν την αρχηγία τους. Σκέφτηκαν τότε ότι καλό θα ήταν να μη μάθαιναν όλοι τα ίδια. Γιατί δεν ήταν δυνατό να είναι όλοι το ίδιο έξυπνοι, ούτε να μαθαίνουν όλοι τα πάντα. Έπρεπε κάποιοι, οι περισσότεροι, να ξέρουν λιγότερα από αυτούς. Και ο καθένας να μάθαινε και κάτι. Γιατί ξέροντας λιγότερα ή και τίποτα, αυτό θα τους έκανε εξαρτημένους και αυτοί θα ήταν πάντα αρχηγοί. Και δεν έπρεπε να βρίσκει στήριξη ο κάθε λαός στον άλλο, γι' αυτό και έπρεπε να φτιάξουν ο καθένας ιδιαίτερα γνωρίσματα για την ομάδα του. Και άρχισε να βρίσκει κάθε λαός, τη δική του γλώσσα και οι αρχηγοί της κάθε ομάδας να ελέγχουν τη γνώση, και να αποφασίζουν το τρόπο που θα τη μοιράζουν. Δημιουργήθηκαν οι ''δάσκαλοι'' και οι ''μαθητές''. Και γρήγορα ξέχασαν ποιος τους έφτιαξε, και αισθάνθηκαν ότι μπορούσαν να ελέγξουν τα πάντα μόνοι. Γρήγορα οι λαοί είχαν τόσες διαφορές μεταξύ τους, που ήταν αδύνατο να νοιώθουν πια σαν μέρη ενός συνόλου. Η ολότητα πέθανε, και γεννήθηκε η ατομικότητα. Και κάθε λαός πίστευε ότι υπερείχε του άλλου, και η κάθε φυλή της άλλης. Και γρήγορα άρχισαν να διαλέγουν για αρχηγούς όσους διέθεταν περισσότερα αγαθά, ή όποιον τους έταζε μεγαλύτερη ανταμοιβή. Η αγάπη για το χρήμα, η φιλοδοξία και η απληστία, γέννησαν το συμφέρον.
Και η απληστία, θέριευε. Και μαζί η αλαζονεία, η φιλοδοξία, η υστεροβουλία και το ψέμα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως μετά τις πλημμύρες και τα δεινά, δεν αισθάνονταν ασφαλείς.
Και βρέθηκαν κάποιοι, που άρχισαν να τους λένε, ότι μεγάλες δυνάμεις τους προστατεύουν όλους. Και οι εμπνευστές, έδωσαν στη προστάτρια δύναμη ότι όνομα ήθελαν. Κι έτσι έφτιαξαν τις θρησκείες και τις διαδικασίες λατρείας. Και οι διαχειριστές της κάθε θρησκείας, είχαν πολλά προνόμια και απολαβές μέσα στη κάθε ομάδα.


Εν τω μεταξύ η Γη βασανιζόταν, και υπέφερε. Η ανθρώπινη απληστία, ήταν ένα αδηφάγο τέρας, που δεν χόρταινε με τίποτα. Ήθελε κι άλλα και άλλα. Συνεχώς ζητούσε. Άρχισαν να ψάχνουν το δόλιο το σώμα της Γης, για περισσότερα πλούτη. Πολλές φορές για να αποκτήσουν πιο πολλά εδάφη κάποιοι, ή έστω και για πλάκα, την έκαιγαν. Ερήμωσαν οι βράχοι της και τα βουνά της έγιναν μαύρα και άχαρα.
Η Γη με όλα αυτά τα δεινά, αρρώστησε σιγά-σιγά, και η λάμψη της άρχισε να χάνεται.
Ένοιωθε ρίγη και κρυάδες και συχνά την έπιαναν μεγάλες τρεμούλες. Τότε οι άνθρωποι γνώρισαν για πρώτη φορά, τους σεισμούς. Και στη συνέχεια τεράστια κύματα νερού, που υψώθηκαν πολλά μέτρα ψηλά. Και πάλι χάθηκαν ζωές, μα ο σκοπός δεν ήταν να αφανιστεί η δημιουργία της.
Ο σκοπός ήταν να καταλάβουν τα παιδιά της, ότι την έκαναν να πονάει και να αρχίσουν να φέρονται έτσι όπως έπρεπε.


Αλλά οι αρχηγοί , είχαν μάθει να χρησιμοποιούν καλά τα δώρα τους, και κυρίως τα δώρα του Άρη. Και με χαμόγελο βεβαίωναν, όσους είχαν πραγματικά καταλάβει το κίνδυνο και μιλούσαν για αλλαγή τρόπου ζωής, ότι φροντίζουν για το καλό του συνόλου.
Η Γη όμως χειροτέρευε, και έστρεφε το βλέμμα της στην αδελφή της, και στον πατέρα της για βοήθεια. Δεν ήθελε να στραφεί στο πατέρα της, γιατί ήξερε ότι άμα θύμωνε γινόταν αμείλικτος.
Αλλά δεν είχε πού αλλού να γυρέψει να τη στηρίξουν.
Ο πατέρας της ο Ήλιος, θύμωσε πολύ για το κακό που έκαναν στη κόρη του!... Και σκέφτηκε,.. να τα καταστρέψει όλα μεμιάς!... Η κόρη του όμως, με δάκρια στα μάτια, και μέσα στα βογγητά της, τον ικέτευσε, απλά να τους συνετίσει, αλλά να μην είναι πολύ σκληρός μαζί τους.
Κι εκείνος άρχισε να τα θερμαίνει όλα, και απλώνοντας τα χέρια αγκάλιασε τριγύρω, έτσι ώστε η θερμοκρασία να μένει φυλακισμένη κάτω.


Όλα άρχισαν να αλλάζουν. Η Φύση τρελάθηκε, και οι εποχές το ίδιο. Μπερδεύτηκαν, και δεν ήξεραν πια, πότε ήταν το καλοκαίρι, πότε ο χειμώνας. Πότε έχαναν το φθινόπωρο και πότε την άνοιξη. Πότε έβρεχε συνέχεια, και πότε το χώμα στέγνωνε. Πότε οι πάγοι έλιωναν και πότε το κρύο τα πάγωνε όλα.
Τίποτα δεν ήταν σαν πρώτα.


Με όλα τούτα οι άνθρωποι ταράχθηκαν, και ο καθένας άρχισε να σκέφτεται το τι θα μπορούσε να γίνει. Φυσικά για τους αρχηγούς και τους προνομιούχους τίποτα δεν άλλαξε.
Είχαν αρχίσει να σκέφτονται, ότι έτσι όπως αναπτύχθηκαν θα μπορούσαν να πάρουν τα πλούτη τους και να ζήσουν αρχικά στη Σελήνη, στον Άρη, ή όπου αλλού μπορούσαν.
Η αλαζονεία κρατούσε καλά τα σκήπτρα της. Και το μεγαλύτερο δείγμα της, ήταν ότι αυτοί αποφάσιζαν και διάλεγαν μόνοι τους, το ποιοι θα μπορούσαν να ζήσουν αλλού. Και δεν καταλάβαιναν το πιο βασικό... Ότι με το τρόπο που σκέφτονταν, όπου και να πήγαιναν, αν πήγαιναν, τη καταστροφή θα έφερναν πάλι. Γιατί τη κουβαλούσαν μέσα τους.
Κανείς δεν έδινε σημασία σε κανέναν. Και κανείς δεν υπολόγιζε κάποιους που ήταν εντελώς αθώοι, αμέτοχοι σε όλα, και τα πραγματικά θύματα τους...


Τα παιδιά! Τα μικρά πλασματάκια που έφερναν οι άνθρωποι στο κόσμο, και που είχαν στοιχεία μέσα στις ψυχούλες τους, και στα μυαλουδάκια τους, που δεν είχαν δολοφονηθεί από την απληστία ακόμα, ούτε είχαν ποδοπατηθεί από την αλαζονεία και τα δεινά της. Ούτε καν είχαν δεχθεί αλλοίωση από το κόσμο των μεγάλων ακόμα.
Τα παιδιά που ήταν το μέλλον τους, η συνέχεια του κόσμου τους, η ύπαρξη τους.
Ε, λοιπόν αυτά τα μικρά πλάσματα που δεν τα σκεφτόταν κανείς, παρακολουθούσαν άγρυπνα τα πάντα. Άκουγαν τα πάντα, έβλεπαν τα πάντα, ρωτούσαν τα πάντα!
Και οι απαντήσεις δεν τους άρεσαν καθόλου. Δεν τους άρεσε ο κόσμος, έτσι όπως τον είχαν φτιάξει οι μεγάλοι, και δεν τους άρεσε που σε αυτούς τους μεγάλους, ανήκαν και οι περισσότεροι γονείς τους. Ακόμα και τα αδέλφια τους, όταν μεγάλωναν λίγο, τα έβλεπαν να αλλάζουν, και δεν τους άρεσε. Και το κυριότερο είχαν βαρεθεί, να ακούνε ιστορίες από τα παλιά, που μιλούσαν για τη Γη και τη δημιουργία όπως ήταν στην αρχή.
Και αποφάσισαν να δράσουν! Έκαναν καιρό να συνεννοηθούν με τα παιδιά των άλλων λαών, αλλά βοήθησαν σε αυτό, τα σχολεία, η μάθηση, κάποιοι καλοί δάσκαλοι, και αγωνιστές, οραματιστές ενός σωστού τρόπου ζωής, και με πραγματική αγάπη στη μάνα- Γη.
Και ήρθαν σε επαφή μεταξύ τους. Και μια ωραία νύχτα γεμάτη άστρα, ξέρετε τα μικρά αδελφάκια, και διάφορα άλλα ξαδέλφια της γης, που λάμπουν το βράδυ, έγινε η μεγάλη μυστική συνάντηση των παιδιών. Και πάρθηκαν αποφάσεις.
Και από την άλλη μέρα, άρχισαν να κάνουν μικρές ομάδες που δεν άφηναν κανένα σκουπίδι. Που έκαναν παρατήρηση στους ίδιους τους γονείς τους, για την άμυαλη συμπεριφορά τους.
Άρχισαν να φυτεύουν δέντρα, και λουλούδια, να ομορφαίνουν τις γωνιές της γης.
Άρχισαν να απαιτούν καλύτερη συμπεριφορά, να ζητούν περισσότερους τόπους για παιχνίδι, και πιο καθαρό αέρα. Παρέσυραν και αρκετούς μεγάλους, και τους πήραν με το μέρος τους.
Και σιγά-σιγά, παρέσυραν κι άλλους , κι άλλους. Ώσπου βρέθηκαν ενωμένοι σα μία γροθιά.
Και βρέθηκαν και κάποιοι σοφοί, και μυαλωμένοι που τα καθοδηγούσαν.
Και όταν τα παιδιά τους ρώτησαν: και τι θα γίνει, αν οι κακοί αρχηγοί, μας επιτεθούν;
Οι σοφοί, απάντησαν:
-Αν είμαστε ενωμένοι, οι αρχηγοί θα καταλάβουν ότι οι καρέκλες τους δε μπορούν να στηρίζονται σε ένα μεγάλο- ΟΧΙ -, στις προσταγές τους, και θα αρχίσουν να ξανασκέφτονται τι προστάζουν.
Αν ο καθένας μας κάνει το σωστό και το καλό, τότε το καλό θα εξαπλωθεί στο κόσμο, και το κακό θα μείνει μόνο και μαραζωμένο. Γιατί μας αξίζει ένας καλύτερος κόσμος. Μας αξίζει ένα καλύτερο μέλλον, μας αξίζει μια πράσινη και λαμπερή Γη. Μια υγιής Γη. Εμείς έχουμε την ΕΥΘΥΝΗ!


Τότε ακούστηκαν χαρούμενα γέλια, από όλα τα παιδιά, τόσο δυνατά.... που η Γη τα άκουσε....
και τινάζοντας τα μαλλιά της, τα ανέμισε, έστρεψε το βλέμμα στα παιδιά, στην άσβεστη ελπίδα, και χαμογέλασε, με ένα λαμπερό χαμόγελο που έλαμψε το Σύμπαν.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...