Η γυναίκα του τυμπανιστή μιας πολιτείας μεγάλης, πήγε μια μέρα στην εκκλησία. Εκεί είδε το καινούριο εικονοστάσι, με τα εικονίσματα και τους σκαλισμένους σε ξύλο αγγέλους, ζωγραφισμένους και χρυσωμένους έτσι, που λάμπανε και άστραφταν στο φως του ήλιου που έμπαινε κλεφτά από τα παράθυρα στην εκκλησία.
Η γυναίκα δεν είχε αποκτήσει ακόμα παιδί, από στιγμή σε στιγμή όμως θα αποκτούσε ένα που ευχόταν με όλη της τη ψυχή να είναι γερό και όμορφο. Και καθώς προσευχόταν κοιτάζοντας τα αγγελούδια με τους χρυσωμένους φωτοστέφανους, παρακάλεσε τον καλό Θεό, να μοιάσει το παιδάκι με ένα από αυτά τα αγγελούδια.
Και πραγματικά, όταν ήρθε η μέρα και πήρε στην αγκαλιά της το μωρό της, το είδε όμοιο με τους αγγέλους της εκκλησίας. Με τα ίδια χρυσά φλογάτα μαλάκια, με την ίδια ροδαλή ανταύγεια στα μαγουλάκια, σαν ακτίνες του ήλιου που βασιλεύει!
-Χρυσό μου, θησαυρέ μου, ηλιαχτίδα μου!...έλεγε η ευτυχισμένη μητέρα, καθώς φιλούσε τις μπουκλίτσες του παιδιού της.
Λίγο καιρό αργότερα, βάφτισαν τον μικρό και τον ονόμασαν Πέτρο. Ο πατέρας του ο τυμπανιστής, ήταν όλο χαρά που απόχτησε γιο. Κι έπιασε αμέσως και χτύπησε συναγερμό με το τύμπανο του, ώστε να μάθει όλη η πολιτεία την ευτυχία του.
Κι έλεγε συνέχεια:
-Η δόξα, αυτό είναι το παν!...
Και χάραξε το όνομα του παιδιού του, στον όλο βράχια δρόμο, καθώς γύριζαν από την εκκλησία.
Θα μεγαλώσει και θα δοξαστεί, και θα με κάνει περήφανο!....αυτό μόνο αξίζει.
Δεν έχουν σημασία οι κόποι, ούτε οι θυσίες. Αρκεί να δοξαστεί!
Ήρθε η Άνοιξη και μαζί τα χελιδόνια. Τα πουλιά αυτά έρχονταν κάθε χρόνο από μακριά, όπου φώλιαζαν σε πανύψηλους ναούς, που επάνω τους είχαν χαραγμένη την ιστορία των μεγάλων βασιλιάδων των χωρών. Ήταν όμως τόσο παλιές αυτές οι επιγραφές, που τώρα πια, πολλοί τις κοιτούσαν αλλά λίγοι ήξεραν να τις διαβάσουν.
Αυτό ήταν δόξα! Αυτή ήταν Καλή φήμη!
Ο πατέρας του Πέτρου δεν άλλαζε γνώμη με τίποτα.
-Εκεί που χάραξα το όνομα του γιου μου θα κρατήσει χρόνια και χρόνια, ....έλεγε.
-Ανόητε!...σκέφτηκε να του πει το ταμπούρλο του....μα του είπε μονάχα: ''Ντουμ, ντουμ, ντουμ, νταραντουμ!''.
Το αγοράκι μεγάλωνε, χαρωπό και όμορφο. Είχε θαυμάσια φωνή και όταν τραγουδούσε, λες και άκουγες πουλάκια μέσα στο δάσος. Τόσο μελωδικό ήταν το τραγούδι του...
-Πρέπει να γίνει ψάλτης, να στέκεται στην εκκλησία, κάτω από τα χρυσά αγγελούδια, έλεγε η μητέρα του.
-Εγώ θέλω να γίνω στρατιώτης!...της απάντησε ο μικρός Πέτρος, γιατί αγοράκι καθώς ήταν, νόμιζε ότι αυτό ήταν το καλύτερο επάγγελμα στον κόσμο.
-Καλό θα ήταν!...τον υποστήριζε ο πατέρας του. Μόνο που πρέπει να γίνει κανένας πόλεμος, για να μπορείς να προβιβαστείς γρήγορα σε στρατηγό!..
-Θεός φυλάξοι!...έλεγε η μητέρα.
-Και τι έχουμε να χάσουμε;...επέμενε ο πατέρας του Πέτρου.
-Μα δε συλλογίζεσαι το γιο σου;..απάντησε εκείνη.
-Κι αν μας γυρίσει στρατηγός, λίγο το έχεις;....παρατηρούσε εκείνος.
-Κι αν μας έρθει κουτσός ή κουλός;
Η ανόητη ευχή του πατέρα του έπιασε. Σε λίγα χρόνια κηρύχτηκε πόλεμος. Οι στρατιώτες ξεκίνησαν για το μέτωπο, με όλους μαζί τους τυμπανιστές, και ανάμεσα τους κι ο Πέτρος, το καμάρι του γέρου πατέρα του..
Η μάχη άρχισε πριν βγει ακόμα ο ήλιος. Καπνός από μπαρούτι σκέπασε όλο τον κάμπο, σφαίρες σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια των πολεμιστών, κι ένας-ένας έπεφταν, ματωμένοι και χλομοί, στο υγρό χώμα. Όλοι οι νέοι, παρηγοριά των μανάδων, καμάρι των πατεράδων. Ο μικρός τυμπανιστής δεν είχε ακόμα λαβωθεί. Χτυπούσε το ταμπούρλο του χαρωπά, ''Έφοδος! Προχωρείτε!''.
Κι έτσι με την ψυχραιμία του, έδινε θάρρος σε όλους. Ήταν ο πιο γενναίος τυμπανιστής σε όλο το στρατό, αυτός ....''ο Κοκκινομάλλης'', ... όπως τον φώναζαν οι στρατιώτες.
Μακριά στην πολιτεία, οι γονείς τους όλο αυτόν σκέφτονταν. Ο πατέρας λυπόταν τη στιγμή που ήθελε δόξες για τον μονάκριβο του, και η μητέρα μονολογούμε:
-Χρυσό μου παιδί!....κι έκλαιγε κάθε βράδυ. Ποιος ξέρει αν ζει ή αν πέθανε! Και πού θα είναι το μνήμα του, εκεί που θα τον έχουν θάψει μαζί με τόσους άλλους!
Έτσι περνούσαν οι μέρες, σαν ένα κακό όνειρο, με κλάματα και με προσευχές...
Ώσπου μια μέρα ο πόλεμος τελείωσε. Σιγά-σιγά γύριζαν όσοι είχαν μείνει σώοι, στα σπίτια τους.
Ο Πέτρος όμως δεν είχε φανεί ακόμα.
Μια μέρα, φάνηκε το ουράνιο τόξο πάνω από την πολιτεία. Ο κόσμος πιστεύει, πως εκεί που το Τόξο αγγίζει τη Γη, είναι τάχα κρυμμένος ο μεγαλύτερος θησαυρός του κόσμου. Και η καημένη η μητέρα του Πέτρου, πίστεψε πως εκεί θα ήταν θαμμένος και ο δικός της θησαυρός, ο Πέτρος της!
Μα όταν έφτασε στην άκρη του τόξου, δεν βρήκε τίποτα.
Κι όταν πλέον καταλάγιασε ο αχός του πολέμου, και οι νικητές γύρισαν όλοι, με ζητωκραυγές και τραγούδια, εκεί που κανείς δεν το περίμενε, γύρισε κι ο Πέτρος μαζί τους.
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού, και μπήκε στο δωμάτιο που κάθονταν οι γέροι γονείς του.
Είχε μαυρίσει τώρα, μα το πρόσωπο του ακόμα φεγγοβολούσε.
Δεν είχε γυρίσει στρατηγός όπως έλεγε ο πατέρας του. Δεν είχε πάρει καν παράσημα, μια και έκανε το χρέος του στην πατρίδα του, μα γύρισε από τον πόλεμο γερός, όπως ίσως δεν τόλμησε ούτε να ονειρευτεί η μητέρα του. Η μάνα του μόλις τον είδε έπεσε στην αγκαλιά του, του φιλούσε τα μαλλιά, τα μάτια και το μέτωπο. Και οι γέροι γονείς του έκλαιγαν και γελούσαν μαζί, γιατί τι είναι η δόξα, μπροστά στο ότι έβλεπαν ξανά το παιδί τους, που το νόμιζαν χαμένο!
Η γυναίκα δεν είχε αποκτήσει ακόμα παιδί, από στιγμή σε στιγμή όμως θα αποκτούσε ένα που ευχόταν με όλη της τη ψυχή να είναι γερό και όμορφο. Και καθώς προσευχόταν κοιτάζοντας τα αγγελούδια με τους χρυσωμένους φωτοστέφανους, παρακάλεσε τον καλό Θεό, να μοιάσει το παιδάκι με ένα από αυτά τα αγγελούδια.
Και πραγματικά, όταν ήρθε η μέρα και πήρε στην αγκαλιά της το μωρό της, το είδε όμοιο με τους αγγέλους της εκκλησίας. Με τα ίδια χρυσά φλογάτα μαλάκια, με την ίδια ροδαλή ανταύγεια στα μαγουλάκια, σαν ακτίνες του ήλιου που βασιλεύει!
-Χρυσό μου, θησαυρέ μου, ηλιαχτίδα μου!...έλεγε η ευτυχισμένη μητέρα, καθώς φιλούσε τις μπουκλίτσες του παιδιού της.
Λίγο καιρό αργότερα, βάφτισαν τον μικρό και τον ονόμασαν Πέτρο. Ο πατέρας του ο τυμπανιστής, ήταν όλο χαρά που απόχτησε γιο. Κι έπιασε αμέσως και χτύπησε συναγερμό με το τύμπανο του, ώστε να μάθει όλη η πολιτεία την ευτυχία του.
Κι έλεγε συνέχεια:
-Η δόξα, αυτό είναι το παν!...
Και χάραξε το όνομα του παιδιού του, στον όλο βράχια δρόμο, καθώς γύριζαν από την εκκλησία.
Θα μεγαλώσει και θα δοξαστεί, και θα με κάνει περήφανο!....αυτό μόνο αξίζει.
Δεν έχουν σημασία οι κόποι, ούτε οι θυσίες. Αρκεί να δοξαστεί!
Ήρθε η Άνοιξη και μαζί τα χελιδόνια. Τα πουλιά αυτά έρχονταν κάθε χρόνο από μακριά, όπου φώλιαζαν σε πανύψηλους ναούς, που επάνω τους είχαν χαραγμένη την ιστορία των μεγάλων βασιλιάδων των χωρών. Ήταν όμως τόσο παλιές αυτές οι επιγραφές, που τώρα πια, πολλοί τις κοιτούσαν αλλά λίγοι ήξεραν να τις διαβάσουν.
Αυτό ήταν δόξα! Αυτή ήταν Καλή φήμη!
Ο πατέρας του Πέτρου δεν άλλαζε γνώμη με τίποτα.
-Εκεί που χάραξα το όνομα του γιου μου θα κρατήσει χρόνια και χρόνια, ....έλεγε.
-Ανόητε!...σκέφτηκε να του πει το ταμπούρλο του....μα του είπε μονάχα: ''Ντουμ, ντουμ, ντουμ, νταραντουμ!''.
Το αγοράκι μεγάλωνε, χαρωπό και όμορφο. Είχε θαυμάσια φωνή και όταν τραγουδούσε, λες και άκουγες πουλάκια μέσα στο δάσος. Τόσο μελωδικό ήταν το τραγούδι του...
-Πρέπει να γίνει ψάλτης, να στέκεται στην εκκλησία, κάτω από τα χρυσά αγγελούδια, έλεγε η μητέρα του.
-Εγώ θέλω να γίνω στρατιώτης!...της απάντησε ο μικρός Πέτρος, γιατί αγοράκι καθώς ήταν, νόμιζε ότι αυτό ήταν το καλύτερο επάγγελμα στον κόσμο.
-Καλό θα ήταν!...τον υποστήριζε ο πατέρας του. Μόνο που πρέπει να γίνει κανένας πόλεμος, για να μπορείς να προβιβαστείς γρήγορα σε στρατηγό!..
-Θεός φυλάξοι!...έλεγε η μητέρα.
-Και τι έχουμε να χάσουμε;...επέμενε ο πατέρας του Πέτρου.
-Μα δε συλλογίζεσαι το γιο σου;..απάντησε εκείνη.
-Κι αν μας γυρίσει στρατηγός, λίγο το έχεις;....παρατηρούσε εκείνος.
-Κι αν μας έρθει κουτσός ή κουλός;
Η ανόητη ευχή του πατέρα του έπιασε. Σε λίγα χρόνια κηρύχτηκε πόλεμος. Οι στρατιώτες ξεκίνησαν για το μέτωπο, με όλους μαζί τους τυμπανιστές, και ανάμεσα τους κι ο Πέτρος, το καμάρι του γέρου πατέρα του..
Η μάχη άρχισε πριν βγει ακόμα ο ήλιος. Καπνός από μπαρούτι σκέπασε όλο τον κάμπο, σφαίρες σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια των πολεμιστών, κι ένας-ένας έπεφταν, ματωμένοι και χλομοί, στο υγρό χώμα. Όλοι οι νέοι, παρηγοριά των μανάδων, καμάρι των πατεράδων. Ο μικρός τυμπανιστής δεν είχε ακόμα λαβωθεί. Χτυπούσε το ταμπούρλο του χαρωπά, ''Έφοδος! Προχωρείτε!''.
Κι έτσι με την ψυχραιμία του, έδινε θάρρος σε όλους. Ήταν ο πιο γενναίος τυμπανιστής σε όλο το στρατό, αυτός ....''ο Κοκκινομάλλης'', ... όπως τον φώναζαν οι στρατιώτες.
Μακριά στην πολιτεία, οι γονείς τους όλο αυτόν σκέφτονταν. Ο πατέρας λυπόταν τη στιγμή που ήθελε δόξες για τον μονάκριβο του, και η μητέρα μονολογούμε:
-Χρυσό μου παιδί!....κι έκλαιγε κάθε βράδυ. Ποιος ξέρει αν ζει ή αν πέθανε! Και πού θα είναι το μνήμα του, εκεί που θα τον έχουν θάψει μαζί με τόσους άλλους!
Έτσι περνούσαν οι μέρες, σαν ένα κακό όνειρο, με κλάματα και με προσευχές...
Ώσπου μια μέρα ο πόλεμος τελείωσε. Σιγά-σιγά γύριζαν όσοι είχαν μείνει σώοι, στα σπίτια τους.
Ο Πέτρος όμως δεν είχε φανεί ακόμα.
Μια μέρα, φάνηκε το ουράνιο τόξο πάνω από την πολιτεία. Ο κόσμος πιστεύει, πως εκεί που το Τόξο αγγίζει τη Γη, είναι τάχα κρυμμένος ο μεγαλύτερος θησαυρός του κόσμου. Και η καημένη η μητέρα του Πέτρου, πίστεψε πως εκεί θα ήταν θαμμένος και ο δικός της θησαυρός, ο Πέτρος της!
Μα όταν έφτασε στην άκρη του τόξου, δεν βρήκε τίποτα.
Κι όταν πλέον καταλάγιασε ο αχός του πολέμου, και οι νικητές γύρισαν όλοι, με ζητωκραυγές και τραγούδια, εκεί που κανείς δεν το περίμενε, γύρισε κι ο Πέτρος μαζί τους.
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού, και μπήκε στο δωμάτιο που κάθονταν οι γέροι γονείς του.
Είχε μαυρίσει τώρα, μα το πρόσωπο του ακόμα φεγγοβολούσε.
Δεν είχε γυρίσει στρατηγός όπως έλεγε ο πατέρας του. Δεν είχε πάρει καν παράσημα, μια και έκανε το χρέος του στην πατρίδα του, μα γύρισε από τον πόλεμο γερός, όπως ίσως δεν τόλμησε ούτε να ονειρευτεί η μητέρα του. Η μάνα του μόλις τον είδε έπεσε στην αγκαλιά του, του φιλούσε τα μαλλιά, τα μάτια και το μέτωπο. Και οι γέροι γονείς του έκλαιγαν και γελούσαν μαζί, γιατί τι είναι η δόξα, μπροστά στο ότι έβλεπαν ξανά το παιδί τους, που το νόμιζαν χαμένο!
O άνθρωπος αυτό το ανικανοποίητο ον!!!!!!!!!Τι είναι η δόξα μπροστά στη ζωή του παιδιού σου;;;;;;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα Μαίρη
Είδες πολλές φορές αντιδράμε με εγωισμό και ματαιοδοξία, και αυτά που πραγματικά αξίζουν δεν τα υπολογίζουμε!
ΔιαγραφήΑλλά η ζωή διδάσκει, όσους βέβαια έχουν ανοιχτό μυαλό!
Καλή εβδομάδα Άννα!