Το λινάρι, ήταν στην άνθηση του, γεμάτο όμορφα γαλάζια λουλουδάκια, λεπτά και τρυφερά σαν φτερά πεταλούδας. Ο ήλιος το χάιδευε με τις ακτίνες του, η βροχή το πότιζε, όπως η μάνα που πλένει και φιλάει συνέχεια το μωρό της. Και το λινάρι ένοιωθε πεντάμορφο κι ευτυχισμένο.
-Όλοι λένε, πως πέτυχα φέτος, και ψήλωσα πολύ...σκεφτόταν.
Θα δώσω ωραία λινά υφάσματα...άκουσα να λένε..Τι ευτυχισμένο που είμαι, νοιώθοντας το πόσο όμορφο είμαι, και πόσο χρήσιμο, έτσι που ο ήλιος με ζεσταίνει και η βροχή με δροσίζει....Είμαι το πιο ευτυχισμένο λουλούδι στον κόσμο!....
-Μη βιάζεσαι να μακαρίζεις τον εαυτό σου....του είπαν οι στύλοι του φράχτη. Δεν ξέρεις τον κόσμο, πόσο κακός είναι....Κοίταξε και εμάς, πόσο περήφανοι ήμασταν κάποτε, και πόσο έχουμε σκεβρώσει από την πολυκαιρία!...
Και άρχισαν να τριζοβολούν, τραγουδώντας....
''Σνιπ-Σναπ-Σνουρ,
Μπασελούρ...
Τέλος το τραγούδι!''
-Όχι δεν έχετε δίκιο, ...έλεγε το λινάρι...Ο ήλιος είναι καλός και η βροχή ευεργετική. Νοιώθω πως μεγαλώνω κάτω από τα χάδια του, πως ανθίζω, ...κι ας λέτε εσείς...
Μια μέρα όμως, ήρθαν θεριστάδες, και ξερίζωσαν το λινάρι. Στη συνέχεια το έβαλαν στο νερό να μουσκέψει, σαν να ήθελαν να το πνίξουν. Ύστερα το κρέμασαν πάνω από φωτιά, σαν να ήθελαν να το κάψουν.....Ήταν κάτι φοβερό....!
-Τι να γίνει, φιλοσοφούσε τώρα το λινάρι....δεν μπορεί να είναι κάποιος πάντα ευτυχισμένος...! Όσο ζεις μαθαίνεις!
Η ζωή του ωστόσο πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Πήραν το Λινάρι, κι άρχισαν να το ξαίνουν, και να το χτενίζουν, να το βασανίζουν με κάθε τρόπο. Ύστερα το τύλιξαν σε μια ρόδα, και...σνουρ!...άρχισαν να το γυρίζουν τόσο, ώστε το Λινάρι ζαλίστηκε.
-Γνώρισα την ευτυχία, έλεγε τώρα στον εαυτό του το Λινάρι, μέσα στα βάσανα του. Καιρός πια να μάθω και τη δυστυχία! Ας είναι,.. κάτι έχω τουλάχιστον να θυμάμαι...
Το ίδιο έλεγε κι όταν το έβαλαν στον αργαλειό, απ' όπου βγήκε σαν ένα όμορφο τόπι από κάτασπρο χασέ...
-Αυτό θα πει θαύμα!....έλεγε καμαρώνοντας το Λινάρι. Ποτέ μου δεν το περίμενα!...Ας γκρινιάζουν όσο θέλουν οι στύλοι του φράχτη, με το ''Σνιπ-Σναπ-Σνουρ....''.
Το τραγούδι δεν τελειώνει εδώ! Αντίθετα, τώρα αρχίζει! Βασανίστηκα, μα έγινα κάτι! Είμαι τώρα ευτυχισμένο! Είμαι πολύ απαλό, και γερό. Είμαι τώρα μακρύ και άσπρο...Κι έχω μεγαλύτερη αξία από όταν ήμουν ένα φυτό, έστω και ανθισμένο...Τότε δεν με πρόσεχε κανείς, ενώ τώρα, όλοι με περιποιούνται. Με ραντίζουν, με απλώνουν στον ήλιο, με χαϊδεύουν...Οι γυναίκες και τα κορίτσια, σταματούν να με θαυμάσουν. Όσο για την κυρά-Παπαδιά, άκουσα που είπε, πως δεν έχει ξαναδεί, ομορφότερο χασέ....Τι άλλο θέλω λοιπόν;..Έχω φτάσει στο απόγειο της δόξας μου...
Σε λίγο πήραν τον χασέ, σε ένα σπίτι, κι εκεί άρχισαν πάλι τα βάσανα. Τον έκοβαν με τα ψαλίδια, τον γάζωναν με βελόνες. Αυτό βέβαια ήταν δυσάρεστο, στο τέλος όμως, όλα βγήκαν σε καλό. Το τόπι είχε γίνει πια μια δωδεκάδα πουκάμισα.....
-Ε!!...τώρα πια, ποιος με φτάνει!..σκεφτόταν το Λινάρι. Τώρα είμαι χρήσιμο σε πολλούς. Έχω γίνει μια ολόκληρη οικογένεια. Για σκέψου....μια ντουζίνα! Αυτό θα πει μεγαλείο...!..Και ζεσταίνω πολλούς, και τους κάνω όμορφους....Πω πω, ....πιο πάνω πήγα σε αξία ......Δεν υπάρχει μεγαλύτερη...Χαλάλι τα βάσανα...
Πέρασαν χρόνια, τα πουκάμισα χάλασαν, τρίφτηκαν, έγιναν κουρέλια...
-Όλα τελειώνουν σε αυτόν τον κόσμο,... έλεγαν τα πουκάμισα. Καλό θα ήταν να κρατούσαμε περισσότερο, μα τι το όφελος, να ζητάς το αδύνατο;..
Έτσι, ένα-ένα, κατέληξαν στον παλιατζή. Κι αυτός τα πούλησε σε μια χαρτοποιία. Εκεί τα ξάνανε πάλι, τα έκαναν πολτό, και το Λινάρι το πήρε απόφαση, πως ήρθε το τέλος του.
Μια μέρα όμως, αφού πέρασε από ένα σωρό καζάνια και μηχανές, βγήκε σαν φύλλα κατάλευκο χαρτί..
-Αυτό ...μάλιστα! Είναι μια ευχάριστη έκπληξη!...είπε το Χαρτί...Τώρα θα είμαι πιο όμορφο από κάθε άλλη φορά...Όμορφο και κατάλευκο..Αυτό θα πει να έχεις τύχη....
Το χαρτί αγοράστηκε από κάποιους, που πάνω του έγραψαν διάφορες ιστορίες και διάφορα άρθρα, και γενικά, γράφτηκαν σε αυτό όλες οι ιστορίες και οι γνώσεις του κόσμου! Ο κόσμος τις διάβαζε και μορφωνόταν!...
Και το χαρτί έγινε ο ευεργέτης της ανθρωπότητας!...
-Ποτέ δεν είχα ονειρευτεί τέτοια δόξα...!..σκεφτόταν το Λινάρι. Πού να το ήξερα, πως μου ήταν γραφτό, να σκορπίζω χαρά και γνώση στον κόσμο!...Και τώρα ακόμα, μου φαίνεται απίστευτο...
Κι όμως, έτσι είναι...Και να πεις πως έκανα κάτι, για να αξιωθώ τέτοια τιμή!....Το μόνο που έκανα, ήταν να μην χάσω το θάρρος μου και να έχω αντοχή στα βάσανα...Όλα τα άλλα, ήρθαν μόνα τους.
Όταν σκεφτόμουν πως, το τραγούδι τελείωσε, ερχόταν ένα καινούργιο, πιο όμορφο και πιο δυνατό!...
Και τώρα με περιμένουν σίγουρα, κι άλλα θαύματα!....Θα με στείλουν ίσως, ταξίδια, για να με μάθουν και να με διαβάσουν παντού!..Άλλοτε ήμουν, γεμάτο λουλούδια...όμως τώρα, το κάθε λουλούδι μου, έγινε και μια όμορφη σκέψη. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη ευτυχία μου!...
Το χειρόγραφο όμως δεν πήγε ταξίδι. Το πήγαν στον τυπογράφο...Κι αυτός, τύπωσε με εκείνο, σε βιβλία, τις ιστορίες που έγραφε πάνω του....Σε πολλές εκατοντάδες βιβλία...Κι αυτά ξεκίνησαν ύστερα, και σκόρπισαν σε όλο τον κόσμο, φέρνοντας τη χαρά, και τη μόρφωση, σε χιλιάδες σπιτικά..
-Έτσι είναι καλύτερα!...έλεγε μέσα του το χειρόγραφο...Δεν το είχα σκεφθεί...Τώρα θα μείνω σπίτι, κι αντί για μένα, θα ταξιδέψουν οι αγγελιαφόροι μου, τα βιβλία, με τις σκέψεις μου και τις ιστορίες μου....με την γνώση μου...κι αυτή είναι η πραγματική ευτυχία..!
Όταν τα βιβλία τυπώθηκαν, ο τυπογράφος τύλιξε σε ρολό το χειρόγραφο, και το έβαλε σε ένα ράφι.
-Τώρα πια, θα ξεκουραστώ λιγάκι...σκέφτηκε το χειρόγραφο. Και θα μου δοθεί έτσι, καιρός, να εμβαθύνω σε όλα αυτά, που είναι γραμμένα πάνω μου...''Γνώθι σ'αυτόν''. Ναι!,,,αυτή είναι η μόνη πραγματική σοφία...
Μια μέρα ωστόσο, πήραν το χειρόγραφο και το έριξαν στη φωτιά. Όλα τα παιδιά του σπιτιού, στέκονταν μπροστά στο τζάκι, να το δουν που καιγόταν, και να απολαύσουν τις σπίθες που έλαμπαν στις στάχτες του...
Και ήταν θαυμάσιο το θέαμα, από τις φλόγες που πετάχτηκαν ψηλά.
-Ωχ,,,,,έκανε το χαρτί, καθώς σκέβρωνε μέσα στη φωτιά, ενώ οι φλόγες υψώνονταν τόσο ψηλά που το λινάρι δεν είχε φτάσει ποτέ του. Μα το Λινάρι - τώρα χαρτί που καιγόταν- ήταν ευτυχισμένο, γιατί μαζί με τις φλόγες, ψηλά, πετούσαν με τα βιβλία, από χώρα σε χώρα, οι σκέψεις του, οι ιστορίες του, η ομορφιά του, και η γνώση του..
-Τώρα πια θα φτάσω στον ήλιο, ενώ χιλιάδες στόματα, θα διαλαλούν στον κόσμο, τη σοφία μου, που αόρατη μαζί με τις σπίθες από το τζάκι, αναρίθμητη, όπως τα γαλάζια λουλούδια μέσα σε ένα Λιναροχώραφο, πετώντας σε όλους τους ανέμους, θα με κάνουν αθάνατο κι ας έχω καεί στη φωτιά.
Έτσι βγήκε αληθινό τα τραγούδι: ''Σνιπ-Σναπ-Σνουρ, Μπασελούρ, τέλος το τραγούδι....''
Μα τι λέω;...Βγήκε αληθινό;....Μα όχι!....όχι!....συνεχίζει....
''το τραγούδι του ανθρώπου, δεν τελειώνει ποτέ....
Κι αυτό είναι σίγουρα, το καλύτερο...!''
-Όλοι λένε, πως πέτυχα φέτος, και ψήλωσα πολύ...σκεφτόταν.
Θα δώσω ωραία λινά υφάσματα...άκουσα να λένε..Τι ευτυχισμένο που είμαι, νοιώθοντας το πόσο όμορφο είμαι, και πόσο χρήσιμο, έτσι που ο ήλιος με ζεσταίνει και η βροχή με δροσίζει....Είμαι το πιο ευτυχισμένο λουλούδι στον κόσμο!....
-Μη βιάζεσαι να μακαρίζεις τον εαυτό σου....του είπαν οι στύλοι του φράχτη. Δεν ξέρεις τον κόσμο, πόσο κακός είναι....Κοίταξε και εμάς, πόσο περήφανοι ήμασταν κάποτε, και πόσο έχουμε σκεβρώσει από την πολυκαιρία!...
Και άρχισαν να τριζοβολούν, τραγουδώντας....
''Σνιπ-Σναπ-Σνουρ,
Μπασελούρ...
Τέλος το τραγούδι!''
-Όχι δεν έχετε δίκιο, ...έλεγε το λινάρι...Ο ήλιος είναι καλός και η βροχή ευεργετική. Νοιώθω πως μεγαλώνω κάτω από τα χάδια του, πως ανθίζω, ...κι ας λέτε εσείς...
Μια μέρα όμως, ήρθαν θεριστάδες, και ξερίζωσαν το λινάρι. Στη συνέχεια το έβαλαν στο νερό να μουσκέψει, σαν να ήθελαν να το πνίξουν. Ύστερα το κρέμασαν πάνω από φωτιά, σαν να ήθελαν να το κάψουν.....Ήταν κάτι φοβερό....!
-Τι να γίνει, φιλοσοφούσε τώρα το λινάρι....δεν μπορεί να είναι κάποιος πάντα ευτυχισμένος...! Όσο ζεις μαθαίνεις!
Η ζωή του ωστόσο πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Πήραν το Λινάρι, κι άρχισαν να το ξαίνουν, και να το χτενίζουν, να το βασανίζουν με κάθε τρόπο. Ύστερα το τύλιξαν σε μια ρόδα, και...σνουρ!...άρχισαν να το γυρίζουν τόσο, ώστε το Λινάρι ζαλίστηκε.
-Γνώρισα την ευτυχία, έλεγε τώρα στον εαυτό του το Λινάρι, μέσα στα βάσανα του. Καιρός πια να μάθω και τη δυστυχία! Ας είναι,.. κάτι έχω τουλάχιστον να θυμάμαι...
Το ίδιο έλεγε κι όταν το έβαλαν στον αργαλειό, απ' όπου βγήκε σαν ένα όμορφο τόπι από κάτασπρο χασέ...
-Αυτό θα πει θαύμα!....έλεγε καμαρώνοντας το Λινάρι. Ποτέ μου δεν το περίμενα!...Ας γκρινιάζουν όσο θέλουν οι στύλοι του φράχτη, με το ''Σνιπ-Σναπ-Σνουρ....''.
Το τραγούδι δεν τελειώνει εδώ! Αντίθετα, τώρα αρχίζει! Βασανίστηκα, μα έγινα κάτι! Είμαι τώρα ευτυχισμένο! Είμαι πολύ απαλό, και γερό. Είμαι τώρα μακρύ και άσπρο...Κι έχω μεγαλύτερη αξία από όταν ήμουν ένα φυτό, έστω και ανθισμένο...Τότε δεν με πρόσεχε κανείς, ενώ τώρα, όλοι με περιποιούνται. Με ραντίζουν, με απλώνουν στον ήλιο, με χαϊδεύουν...Οι γυναίκες και τα κορίτσια, σταματούν να με θαυμάσουν. Όσο για την κυρά-Παπαδιά, άκουσα που είπε, πως δεν έχει ξαναδεί, ομορφότερο χασέ....Τι άλλο θέλω λοιπόν;..Έχω φτάσει στο απόγειο της δόξας μου...
Σε λίγο πήραν τον χασέ, σε ένα σπίτι, κι εκεί άρχισαν πάλι τα βάσανα. Τον έκοβαν με τα ψαλίδια, τον γάζωναν με βελόνες. Αυτό βέβαια ήταν δυσάρεστο, στο τέλος όμως, όλα βγήκαν σε καλό. Το τόπι είχε γίνει πια μια δωδεκάδα πουκάμισα.....
-Ε!!...τώρα πια, ποιος με φτάνει!..σκεφτόταν το Λινάρι. Τώρα είμαι χρήσιμο σε πολλούς. Έχω γίνει μια ολόκληρη οικογένεια. Για σκέψου....μια ντουζίνα! Αυτό θα πει μεγαλείο...!..Και ζεσταίνω πολλούς, και τους κάνω όμορφους....Πω πω, ....πιο πάνω πήγα σε αξία ......Δεν υπάρχει μεγαλύτερη...Χαλάλι τα βάσανα...
Πέρασαν χρόνια, τα πουκάμισα χάλασαν, τρίφτηκαν, έγιναν κουρέλια...
-Όλα τελειώνουν σε αυτόν τον κόσμο,... έλεγαν τα πουκάμισα. Καλό θα ήταν να κρατούσαμε περισσότερο, μα τι το όφελος, να ζητάς το αδύνατο;..
Έτσι, ένα-ένα, κατέληξαν στον παλιατζή. Κι αυτός τα πούλησε σε μια χαρτοποιία. Εκεί τα ξάνανε πάλι, τα έκαναν πολτό, και το Λινάρι το πήρε απόφαση, πως ήρθε το τέλος του.
Μια μέρα όμως, αφού πέρασε από ένα σωρό καζάνια και μηχανές, βγήκε σαν φύλλα κατάλευκο χαρτί..
-Αυτό ...μάλιστα! Είναι μια ευχάριστη έκπληξη!...είπε το Χαρτί...Τώρα θα είμαι πιο όμορφο από κάθε άλλη φορά...Όμορφο και κατάλευκο..Αυτό θα πει να έχεις τύχη....
Το χαρτί αγοράστηκε από κάποιους, που πάνω του έγραψαν διάφορες ιστορίες και διάφορα άρθρα, και γενικά, γράφτηκαν σε αυτό όλες οι ιστορίες και οι γνώσεις του κόσμου! Ο κόσμος τις διάβαζε και μορφωνόταν!...
Και το χαρτί έγινε ο ευεργέτης της ανθρωπότητας!...
-Ποτέ δεν είχα ονειρευτεί τέτοια δόξα...!..σκεφτόταν το Λινάρι. Πού να το ήξερα, πως μου ήταν γραφτό, να σκορπίζω χαρά και γνώση στον κόσμο!...Και τώρα ακόμα, μου φαίνεται απίστευτο...
Κι όμως, έτσι είναι...Και να πεις πως έκανα κάτι, για να αξιωθώ τέτοια τιμή!....Το μόνο που έκανα, ήταν να μην χάσω το θάρρος μου και να έχω αντοχή στα βάσανα...Όλα τα άλλα, ήρθαν μόνα τους.
Όταν σκεφτόμουν πως, το τραγούδι τελείωσε, ερχόταν ένα καινούργιο, πιο όμορφο και πιο δυνατό!...
Και τώρα με περιμένουν σίγουρα, κι άλλα θαύματα!....Θα με στείλουν ίσως, ταξίδια, για να με μάθουν και να με διαβάσουν παντού!..Άλλοτε ήμουν, γεμάτο λουλούδια...όμως τώρα, το κάθε λουλούδι μου, έγινε και μια όμορφη σκέψη. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη ευτυχία μου!...
Το χειρόγραφο όμως δεν πήγε ταξίδι. Το πήγαν στον τυπογράφο...Κι αυτός, τύπωσε με εκείνο, σε βιβλία, τις ιστορίες που έγραφε πάνω του....Σε πολλές εκατοντάδες βιβλία...Κι αυτά ξεκίνησαν ύστερα, και σκόρπισαν σε όλο τον κόσμο, φέρνοντας τη χαρά, και τη μόρφωση, σε χιλιάδες σπιτικά..
-Έτσι είναι καλύτερα!...έλεγε μέσα του το χειρόγραφο...Δεν το είχα σκεφθεί...Τώρα θα μείνω σπίτι, κι αντί για μένα, θα ταξιδέψουν οι αγγελιαφόροι μου, τα βιβλία, με τις σκέψεις μου και τις ιστορίες μου....με την γνώση μου...κι αυτή είναι η πραγματική ευτυχία..!
Όταν τα βιβλία τυπώθηκαν, ο τυπογράφος τύλιξε σε ρολό το χειρόγραφο, και το έβαλε σε ένα ράφι.
-Τώρα πια, θα ξεκουραστώ λιγάκι...σκέφτηκε το χειρόγραφο. Και θα μου δοθεί έτσι, καιρός, να εμβαθύνω σε όλα αυτά, που είναι γραμμένα πάνω μου...''Γνώθι σ'αυτόν''. Ναι!,,,αυτή είναι η μόνη πραγματική σοφία...
Μια μέρα ωστόσο, πήραν το χειρόγραφο και το έριξαν στη φωτιά. Όλα τα παιδιά του σπιτιού, στέκονταν μπροστά στο τζάκι, να το δουν που καιγόταν, και να απολαύσουν τις σπίθες που έλαμπαν στις στάχτες του...
Και ήταν θαυμάσιο το θέαμα, από τις φλόγες που πετάχτηκαν ψηλά.
-Ωχ,,,,,έκανε το χαρτί, καθώς σκέβρωνε μέσα στη φωτιά, ενώ οι φλόγες υψώνονταν τόσο ψηλά που το λινάρι δεν είχε φτάσει ποτέ του. Μα το Λινάρι - τώρα χαρτί που καιγόταν- ήταν ευτυχισμένο, γιατί μαζί με τις φλόγες, ψηλά, πετούσαν με τα βιβλία, από χώρα σε χώρα, οι σκέψεις του, οι ιστορίες του, η ομορφιά του, και η γνώση του..
-Τώρα πια θα φτάσω στον ήλιο, ενώ χιλιάδες στόματα, θα διαλαλούν στον κόσμο, τη σοφία μου, που αόρατη μαζί με τις σπίθες από το τζάκι, αναρίθμητη, όπως τα γαλάζια λουλούδια μέσα σε ένα Λιναροχώραφο, πετώντας σε όλους τους ανέμους, θα με κάνουν αθάνατο κι ας έχω καεί στη φωτιά.
Έτσι βγήκε αληθινό τα τραγούδι: ''Σνιπ-Σναπ-Σνουρ, Μπασελούρ, τέλος το τραγούδι....''
Μα τι λέω;...Βγήκε αληθινό;....Μα όχι!....όχι!....συνεχίζει....
''το τραγούδι του ανθρώπου, δεν τελειώνει ποτέ....
Κι αυτό είναι σίγουρα, το καλύτερο...!''
Gracias por las bellas letras!
ΑπάντησηΔιαγραφή