Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Οι τρεις επιθυμίες!!!

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας ξυλοκόπος, που ζούσε σ' ένα μεγάλο δάσος.
Έμενε σε μια καλύβα, από κορμούς δέντρων, δούλευε κάθε μέρα κι έβγαζε αρκετά για να θρέψει τον εαυτό του και τη γυναίκα του.
Η ζωή του ήταν καλή, αλλά με τη γυναίκα του διαφωνούσαν πάντα με το παραμικρό.
Οι καβγάδες τους ήταν μεγάλοι, και δεν άφηνε αναπάντητη κουβέντα ο ένας του άλλου.
Ένα πρωί πήγε όπως πάντα για δουλειά.
Είχε βάλει σκοπό να ρίξει μια μεγάλη βελανιδιά και λογάριαζε ευχαριστημένος, πόσες σανίδες και πόσα ξύλα θα έβγαζε.
Πήρε το τσεκούρι του, φόρεσε τη πατατούκα του, έριξε στον ώμο το δισάκι του με ένα κομμάτι ψωμί και νερό και ξεκίνησε.
Σαν έφτασε στη βελανιδιά, πέταξε το δισάκι κάτω, έβγαλε τη πατατούκα, έφτυσε στις χούφτες και σήκωσε το τσεκούρι με ορμή, λες και ήθελε να ρίξει τη βελανιδιά χάμω με τη πρώτη τσεκουριά.
Μα η τσεκουριά δεν έπεσε. 
Μέσα από τη βελανιδιά, ακούστηκε μια ψιλή φωνούλα να του μιλάει, και στη στιγμή μια πεντάμορφη νεράιδα παρουσιάστηκε μπροστά του.
-Καλέ μου άνθρωπε μη κόψεις το δέντρο μου. Αυτό το δέντρο είναι το σπίτι μου. Μη το κόψεις και θα σε ξεπληρώσω..
Ο ξυλοκόπος που είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα, τα έχασε και το τσεκούρι του έφυγε από τα χέρια.
Τη λυπήθηκε και της είπε:
-Μη φοβάσαι και δεν θα πειράξω το δέντρο σου.
Έβαλε πάλι το τσεκούρι του στη ζώνη, φόρεσε τη πατατούκα του και παίρνοντας το δισάκι του, γύρισε για να φύγει.
-Σε ευχαριστώ καλέ μου άνθρωπε, για να σε βραβεύσω για τη καλοσύνη σου, τρεις επιθυμίες σου θα πραγματοποιηθούν. Δεν έχεις παρά να τις πεις μέχρι το βράδυ και θα γίνουν πραγματικότητα.
Ο άνθρωπος ξεκίνησε για το σπίτι του, αποφασισμένος να μη κόψει ξύλα εκείνη τη μέρα.
Κόντευε να φτάσει στη πόρτα του σπιτιού του, όταν ένοιωσε μεγάλη πείνα.
Και φώναξε στη γυναίκα του, πριν μπει ακόμα μέσα.
-Γυναίκα βάλε μου να φάω. Πεθαίνω της πείνας. 
-Μωρέ τι μας λες; ....του απαντάει η γυναίκα του. Δε φτάνει που ήρθες νωρίς, άρχισες και τις εντολές. Θα περιμένεις τουλάχιστον, μια ώρα, για να φας.....
-Τι είπες βρε ανεπρόκοπη,..... εγώ θέλω να φάω πουτίγκα με ρύζι τώρα και μάλιστα μια χύτρα γεμάτη που να έχει μέγεθος σαν κι εκείνο το τραπέζι.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη κουβέντα του και μια αχνιστή χύτρα, γεμάτη με πουτίγκα από ρύζι φάνηκε μπροστά του.
Η γυναίκα του τα έχασε κι εκείνος όταν συνήλθε από το ξάφνιασμα, θυμήθηκε τη νεράιδα της βελανιδιάς, και φώναξε:
-Τι βλάκας που είμαι!!....
Τα εξιστόρησε όλα όπως ακριβώς έγιναν.
Η γυναίκα του τότε θύμωσε και του είπε:
-Δεν είσαι απλά βλάκας, είσαι παν ηλίθιος. Άκου ήθελε μια χύτρα με πουτίγκα με ρύζι. Που να σου κολλήσει η χύτρα στη μύτη και να μη βγαίνει.
-Να μου κολλήσει η χύτρα στη μύτη και να μη βγαίνει;;;....φώναξε έξαλλος ο ξυλοκόπος. 
Τώρα να δεις τι......αλλά....δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, γιατί η χύτρα βρέθηκε ξαφνικά κολλημένη στη μύτη του.
Όσο κι αν τράβαγαν, δεν έβγαινε με τίποτα.
Ο ξυλοκόπος ήταν σκυφτός, με τη χύτρα στη μύτη, και η γυναίκα του απελπισμένη φώναζε:
-Τι θα κάνουμε τώρα; Με τη χύτρα έτσι, ούτε να δουλέψεις δε θα μπορείς. Πώς θα ζήσουμε;
Πέρασε λίγη ώρα, και τι να κάνει ο ξυλοκόπος είπε:
-Η χύτρα να ξεκολλήσει από τη μύτη....και....μπαμ....η χύτρα έπεσε πάλι πάνω στο τραπέζι.
Το ζευγάρι αγκαλιάστηκε, κλαίγοντας και μοιρολογώντας.
-Αχ!!!... γιατί δεν κρατιόμουν ήρεμη και με κλειστό το στόμα;
-Αχ!!!... γιατί δεν σκεφτόμουν ψύχραιμα, ποιες θα ήταν οι τρεις ευχές μου;;
Τώρα τελείωσαν όλα, δεν έχουμε άλλες ευχές, και κλαίμε για την ανοησία μας.
-Δεν πειράζει άντρα μου, συγχώρεσε με κι ας μη ξαναμαλώσουμε ποτέ. Είμαστε τελικά ανόητοι και οι δύο. Δεν θα σε αποπάρω ξανά ποτέ. Ούτε θα σε υποτιμήσω. 
-Έχεις δίκιο. Έτσι κι αλλιώς έχουμε ο ένας τον άλλο. Εγώ θα στηρίζω εσένα κι εσύ εμένα.
Καλά που μας έμεινε η πουτίγκα. 
Έφαγαν, χόρτασαν και κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι.
Το πρωί που ξύπνησαν, η γυναίκα λέει:
-Κοίτα πήγαινε πάλι στη βελανιδιά, και κοίτα με διπλωματία να καταφέρεις να σου χαρίσει άλλες τρεις ευχές.
-Εσύ θα μου πεις τι θα κάνω;;....της απαντάει ο άντρας της, και βγήκε νευριασμένος από το σπίτι.
Σαν έφτασε όμως εκεί που ήταν η βελανιδιά, δεν είδε τίποτα.
Ούτε δέντρο υπήρχε πουθενά, ούτε νεράιδα.
Μόνο τα πουλιά τραγουδούσαν ένα ποιηματάκι, που ο αέρας το έφερνε πεντακάθαρα στα αυτιά του.
''Προσοχή θέλει η ζωή
η ευκαιρία είναι μια
άρπαξε την στη στιγμή
διώξε την κακομοιριά.
Σαν δε θες όμως ν'αλλάξεις
και την ευκαιρία χάσεις
κάποτε η χύτρα αδειάζει
κι η μιζέρια σε στενάζει''.

















Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Η αχυρένια κλωστή!

Μια φορά κι ένα καιρό, στη μακρινή Ιαπωνία, ζούσαν δύο γείτονες. Ο ένας ήταν πλούσιος και ο άλλος φτωχός.
Ο πλούσιος είχε μια κόρη πολύ όμορφη και ο φτωχός ένα γιο, επίσης όμορφο.
Τα δύο παιδιά μεγάλωσαν δίπλα-δίπλα, και τελικά αγαπήθηκαν πολύ.
Το παλικάρι μια μέρα, πήρε κουράγιο από την αγαπημένη του και πήγε στο πλούσιο πατέρα της, να τη ζητήσει για γυναίκα του.
Ο πλούσιος τον δέχτηκε και τον άκουσε με ένα κοροϊδευτικό ύφος. Όταν ο νέος του είπε αυτά που ήθελε, ο πλούσιος πατέρας έσκυψε κάτω, πήρε ένα άχυρο το έδωσε στο νεαρό και του είπε:
-Σύμφωνοι, θα σου δώσω τη κόρη μου για γυναίκα σου, αν μπορέσεις από αυτό το άχυρο να βγάλεις λεφτά.
Το παλικάρι μας πικράθηκε, αλλά καλότροπα πήρε το άχυρο και έφυγε.
Πήγε στον πατέρα του, του είπε τα πάντα και ξεκίνησε αποφασισμένος για να βρει τη τύχη του.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και έφτασε τελικά σε μια πολιτεία. Βρέθηκε μπροστά στο παλάτι, την ώρα που ένας γέρος κηπουρός, προσπαθούσε να φυτέψει ένα μικρό δεντράκι στο περιβόλι του παλατιού.
Ο νέος τον παρακολουθούσε, όταν ξαφνικά ξέσπασε μπόρα. Ο γεράκος δεν ήξερε τι να κάνει για να προστατέψει το δεντράκι του από τον αέρα.
Το παλικάρι δεν έχασε καιρό, πήρε ένα ραβδί από μπαμπού το φύτεψε στο χώμα δίπλα στο δεντράκι, και το έδεσε με το άχυρο του.
Ο γέρος τον ευχαρίστησε για τη βοήθεια του.
-Πάρε σαν ανταμοιβή για την αχυρένια σου κλωστή, αυτό το μεγάλο φύλλο μπανανιάς.
Ο νέος πήρε το φύλλο, τον ευχαρίστησε κι έφυγε για να συνεχίσει το δρόμο του.
Αρκετά πιο κάτω, συνάντησε έναν άντρα που κουβαλούσε στη ράχη του ένα καλάθι γεμάτο μπαχαρικά.
Η βροχή ήρθε κι εκεί, κι ο άνθρωπος έψαχνε τρόπο να προφυλάξει το καλάθι του.
Ο όμορφος και καλοσυνάτος νέος δεν έχασε καιρό και σκέπασε το καλάθι του άντρα με το φύλλο της μπανανιάς του. Έτσι η ακριβή του πραμάτεια δεν βράχηκε.
Ο άνθρωπος για να τον ευχαριστήσει, του έδωσε μια χούφτα από το κάθε μπαχαρικό του.
-Δεν έχω κάτι άλλο να σου δώσω, και σ' ευχαριστώ για την άμεση βοήθεια σου.
Το παλικάρι τον ευχαρίστησε με χαμόγελο, και συνέχισε το δρόμο του.
Σε λίγο άρχισε να σουρουπώνει και ο ερωτευμένος νέος μας, έφτασε μπροστά από ένα σπιτάκι, που έμενε μια γριούλα. Η γριούλα εδώ και καιρό, ήταν τυφλή. Μία σκληρή πέτσα είχε καλύψει τα μάτια της, και δεν έβλεπε τίποτα. 
Στο σπίτι αυτής της γριούλας ζήτησε φιλοξενία ο ήρωας μας.
-Γιαγιούλα θα ήθελα ένα πιατάκι φαγητό αν έχεις, και μια γωνίτσα να κοιμηθώ.
-Ευχαρίστως αγόρι μου πέρασε. Μόλις έφτιαξα λίγο ρύζι για το βράδυ.
Δεν έχω βέβαια τίποτα για να το κάνω πιο νόστιμο, αλλά θα βολευτούμε.
Το παλικάρι αμέσως έβγαλε τα μπαχαρικά του και τα έδωσε στη γριά.
Η γριά έριξε λίγα στο ρύζι και άρχισαν να τρώνε με πολλή όρεξη. Μα τα μπαχαρικά ήταν πολύ πικάντικα. Με τη πρώτη μπουκιά, η γριά πετάχτηκε πάνω και φώναξε:
-Καίει. Καίει πολύ.
Από τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν δάκρυα πολλά, και ξαφνικά η πέτσα που τα κάλυπτε έφυγε.
Η γριά ξανάρχισε να βλέπει ύστερα από πολλά χρόνια στο σκοτάδι.
Φίλησε τα χέρια του παιδιού και του είπε ένα σωρό ευχές και καλές κουβέντες.
Το πρωί, του είπε το μόνο που έχω σε αυτό το σπίτι, είναι αυτό το ωραίο ξυράφι. Πάρτο στο χαρίζω.
Το παλικάρι το πήρε, την ευχαρίστησε κι έφυγε.
Παρακάτω συναντήθηκε με έναν καβαλάρη, που ερχόταν από πολύ μακριά.
Είχε ένα σπαθί στη μέση του και άλλα δύο στη σέλα του. Τα γένια του είχαν μεγαλώσει, και προσπαθούσε να κατέβει με κόπο από το άλογο για να ξεκουραστεί λίγο.
Ο νέος τον καλημέρισε, και του ζήτησε την άδεια να τον περιποιηθεί, ξυρίζοντας τον, με αμοιβή ένα από τα ξίφη του.
Ο καβαλάρης δέχθηκε με χαρά. Ο νέος τον έπλυνε, τον ξύρισε και του έδωσε ανθρώπινη όψη ξανά.
Πήρε το ξίφος σαν ανταμοιβή για το ξυράφι του, τον ευχαρίστησε κι έφυγε.
Στη πορεία του πιο πέρα, συναντήθηκε με το πριγκιπόπουλο και την ακολουθία του που πήγαιναν για κυνήγι. Έκανε στην άκρη για να περάσουν. 
Τότε ένας από τους ακόλουθους, είδε το σπαθί του νέου. Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ από τη φτιαξιά του, που αμέσως πρότεινε στο παλικάρι να του το πουλήσει.
Ο νέος δέχθηκε πρόσφερε το σπαθί του, και ο ακόλουθος του έδωσε ένα βαρύ πουγγί γεμάτο χρήματα.
Χαρούμενος ο νέος έβαλε στο κόρφο του το πουγγί, και πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του.
Έφτασε, πλύθηκε και χτύπησε τη πόρτα του πλούσιου γείτονα. 
Μόλις τον είδε,του έδωσε το πουγγί και  του είπε:
-Αυτά τα χρήματα τα κέρδισα με την αχυρένια σου κλωστή.
Τίποτα δεν είναι αξιοκαταφρόνητο, από όσα έχει κανείς. Αν έχει μυαλό, καλοσύνη, και περιμένει τη κατάλληλη στιγμή, όλα γίνονται χρήσιμα στη ζωή του.
Αγαπάω τη κόρη σου, και με αγαπάει κι εκείνη. Έβγαλα χρήματα από το άχυρο σου, τώρα κράτησε κι εσύ το λόγο σου.
Έτσι το παλικάρι μας και η όμορφη αγαπημένη του, παντρεύτηκαν και προκομμένοι και αγαπημένοι έφτιαξαν το σπίτι τους με ζεστασιά και ευτυχία.


Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Η μαϊμού και η χελώνα....


Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια μαϊμού που ζούσε σε ένα μακρινό νησί. Το νησί που έμενε, ήταν γεμάτο συκιές, και η μαϊμού μας ήταν ο μοναδικός του κάτοικος. Έτρωγε τα ζουμερά σύκα της, και την περνούσε βασιλικά. Το μόνο της παράπονο ήταν η μοναξιά. Της έλειπε ένας φίλος για να κουβεντιάζει, και να κάνει λίγη παρέα.
Σύντομα όμως κάλυψε και αυτό της το κενό. Ένα πρωί είδε στη θάλασσα μια χελώνα, κοντά στην ακρογιαλιά, που ήρθε κολύμπι από το γειτονικό νησί.
Η μαϊμού έκοψε γρήγορα ένα γινωμένο σύκο, και της το πέταξε. Η χελώνα το έφαγε αμέσως και το ευχαριστήθηκε τόσο πολύ, που δεν σταμάτησε να ευχαριστεί τη μαϊμού.
-Μα δεν είναι τίποτα, αφού σου άρεσαν τόσο, μπορώ να σου δώσω κι άλλα, και να σου δίνω κάθε φορά που έρχεσαι.
Έτσι ξεκίνησε μια φιλία. Η χελώνα πήγαινε καθημερινά στο νησί της μαϊμούς, έτρωγε τα σύκα της, και στη συνέχεια κουβέντιαζαν αρκετή ώρα. Η μία ήταν ευχαριστημένη γιατί βρήκε επιτέλους ένα φίλο να κουβεντιάζει και η δεύτερη γιατί βρήκε ένα φίλο κουβαρντά, που της έδινε ωραία σύκα.
Εκείνο το καιρό, συνέβη το εξής περιστατικό. Αρρώστησε του θανατά ο βασιλιάς το λιοντάρι, και οι γιατροί του μήνυσαν ότι για να γίνει καλά, χρειάζεται ένα γιατρικό σπάνιο, που φτιαχνόταν από τη καρδιά μαϊμούς.


Βγήκε λοιπόν τελάλης, ότι όποιος έφερνε μια καρδιά μαϊμούς, θα ζούσε στο εξής πλουσιοπάροχα στο παλάτι, και θα απολάμβανε βασιλικές τιμές για ολόκληρη τη ζωή του.
Το μαντάτο φυσικά δεν άργησε να φτάσει και στα αυτιά της χελώνας.
Αμέσως το μυαλό της πήγε στη φίλη της με τα σύκα. Τα μάτια της γυάλισαν από την απληστία, και ξεκίνησε για το νησί με τις συκιές.
Όταν έφτασε είπε στη μαϊμού:
-Φίλη μου, τόσο καιρό έρχομαι εδώ και με υποδέχεσαι φιλόξενα, θα μου άρεσε όμως να έρθεις κι εσύ μια φορά σπίτι μου να σε περιποιηθώ κι εγώ.
-Μετά χαράς, ...απάντησε η μαϊμού, αλλά το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρω κολύμπι.
-Και γι'αυτό στενοχωριέσαι αγαπημένη μου φίλη; Θα ανέβεις στη πλάτη μου, θα σε περάσω εγώ τη θάλασσα, και το βράδυ θα σε ξαναγυρίσω.
Η μαϊμού, δεν υποψιάστηκε τίποτα. Ανέβηκε στη πλάτη της χελώνας και άρχισαν το θαλασσινό τους ταξίδι. Στη διαδρομή, η χελώνα περίεργη, ρώτησε τη μαϊμού.
-Είναι αλήθεια ότι η καρδιά σου γιατρεύει όλες τις αρρώστιες;
Αυτή η ερώτηση δεν άρεσε στη μαϊμού καθόλου, που άρχισαν να τη "ζώνουν τα φίδια". Έτσι όπως, όμως, υπήρχε τριγύρω νερό και εκείνη δεν ήξερε κολύμπι, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Είχε αρχίσει να μετανιώνει που έφυγε από το νησί της.


Σκέφτηκε για λίγο, και ύστερα απάντησε αδιάφορα.
-Φυσικά και είναι αλήθεια. Η καρδιά της μαϊμούς είναι το καλύτερο γιατρικό.  Γιατί ποιος είναι άρρωστος;
-Ο βασιλιάς μας το λιοντάρι.
-Γιατί δεν το έλεγες πιο πριν. Αν το ήξερα θα έπαιρνα μαζί μου τη καρδιά μου, και θα πηγαίναμε να τον κάνουμε καλά.
-Δηλαδή;... Δεν έχεις μαζί σου τη καρδιά σου;...ρώτησε η χελώνα πιστεύοντας το ψέμα.
-Εμείς οι μαϊμούδες, όταν ξεκινάμε ταξίδι, αφήνουμε τη καρδιά μας στο σπίτι μας. Όλα όμως διορθώνονται. Μην ανησυχείς καθόλου. Πήγαινε με πίσω να τη πάρω και ξαναφεύγουμε.
Η κουτοπόνηρη χελώνα γύρισε πίσω τη μαϊμού στο νησί να πάρει τη καρδιά της.
Μόλις έφτασαν, η μαιμού ανέβηκε σε ένα δέντρο και ούτε ξανακατέβηκε. Μα ούτε και ξεμάκρυνε ποτέ ξανά από τα σύκα της. Πήρε και ένα πολύτιμο μάθημα.
Αυτός που έχει κάποιο κέρδος από κάποιον, δεν είναι πραγματικός φίλος. Μόλις πάψει να έχει κέρδος, ή βρει μεγαλύτερο κέρδος, ακόμα και εις βάρος του φίλου του, γίνεται εχθρός του πολύ εύκολα. Ο πραγματικός φίλος δεν χρειάζεται αμοιβή για τη φιλία του. Είναι φίλος γιατί το νοιώθει.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Η τιμωρία του τσιγκούνη!

Τρεις κεφάτοι φίλοι, γυρνούσαν μαζί το κόσμο και, μια φορά τους βρήκε η νύχτα κοντά σε ένα ερημικό σπίτι. Χτύπησαν τη πόρτα, για να γυρέψουν κατάλυμα για τη νύχτα, και για ένα πιάτο ζεστό φαγητό.
Ο αφέντης του σπιτιού όμως, ήταν ένας γέρος γνωστός σε όλους για τη τσιγκουνιά του.
Μόλις άκουσε ότι ζητούσαν φιλοξενία, άρπαξε το ραβδί του φωνάζοντας, ότι δεν επρόκειτο να δώσει ούτε στρώμα για να κοιμηθούν, ούτε φαγητό χωρίς να πληρωθεί το αντίτιμο.
Δεν πρόλαβαν καλά-καλά να πουν παραπάνω κουβέντα και οι τρεις φίλοι, βρέθηκαν στην ερημιά, πεινασμένοι, και ξαπλωμένοι πάνω στο υγρό χώμα.
Το πρωί σαν ξημέρωσε, κίνησαν καταπονημένοι, για τη κοντινή πολιτεία που είχε παζάρι, έχοντας ακόμα στο μυαλό τους, τη κακία του τσιγκούνη και τις ραβδιές του.
Όπως προχωρούσαν, άκουσαν πίσω τους κάποιο κουδούνισμα. Γύρισαν και είδαν το χθεσινοβραδινό τσιγκούνη, καβάλα σε ένα γάιδαρο, να έρχεται από μακριά. Πίσω του είχε δεμένη μια κατσίκα, που στο λαιμό της κρεμόταν ένα κουδούνι.
Σαν τον είδαν από μακριά, κρύφτηκαν γρήγορα σε κάτι χαμόκλαδα.
-Πρέπει να τιμωρήσουμε αυτό το τσιγκούναρο, για τη κακία του. Χθες μέσα στο σκοτάδι και με τη ταχύτητα που μας έδιωξε, δε μας είδε, οπότε και δε θα μας γνωρίσει.
-Εγώ....λέει ο πρώτος φίλος, ...θα του κλέψω τη κατσίκα.
-Εγώ ...λέει ο δεύτερος ....θα του κλέψω το γάιδαρο.
-Κι εγώ ....λέει ο τρίτος.....θα του κλέψω τα ρούχα.
Μόλις ο γέρο-τσιγκούνης πέρασε από μπροστά τους, ο πρώτος βγήκε στα κρυφά, έκοψε το σχοινί της κατσίκας, της έβγαλε το κουδούνι, και το έδεσε στην ουρά του γαϊδάρου.
Το αφεντικό της κατσίκας, δεν πήρε είδηση τίποτα. Όσο άκουγε το κουδούνι, δεν ανησυχούσε.
Γρήγορα η κατσίκα εξαφανίστηκε, με τον κλέφτη της.
Ο δεύτερος φίλος, βγήκε έπειτα από λίγο από τη κρυψώνα του, κι έτρεξε πίσω από τον τσιγκούνη.
-Ε...εσύ..τρελάθηκες και κρέμασες το κουδούνι στην ουρά του γαϊδάρου, κι όχι στο λαιμό του;....φώναξε!
Ο γέρος γύρισε, κατάλαβε τι είχε γίνει, και άρχισε να κλαψουρίζει:
-Το κουδούνι το είχα στο λαιμό της κατσίκας μου...πάει μου την έκλεψαν του άμοιρου. Μήπως είδες εσύ κανέναν με μια κατσίκα;
-Κάποιον είδα που έτρεχε προς αυτά τα δέντρα.
Ο γέρος πήδηξε από το γάιδαρο, έδωσε τα χαλινάρια στον δεύτερο φίλο, και τον παρακάλεσε να του φυλάξει για λίγο το ζωντανό. Στη συνέχεια χώθηκε μέσα στα δέντρα, μήπως και προφτάσει αυτόν που του πήρε τη κατσίκα.
Ο δεύτερος κλέφτης πήρε το γάιδαρο, κι εξαφανίστηκε κι αυτός,  στη στιγμή.
Όταν ο τσιγκούνης γέρος, επέστρεψε χωρίς να έχει βρει τη κατσίκα και το κλέφτη της, είδε ότι είχαν πάρει και το γάιδαρο του, και τα κλάματα του έγιναν δυνατότερα.
Πήρε το δρόμο πεζός, και συνεχίζοντας να κλαίει.
Εν τω μεταξύ ο τρίτος φίλος, είχε σταθεί σε ένα πηγάδι που βρισκόταν παρακάτω, και έκανε ότι θρηνούσε. Μόλις ο τσιγκούνης έφτασε κοντά του, τον ρώτησε τι έπαθε.
-Άσε,  κρατούσα ένα κουτί με ανεκτίμητα πετράδια και χρυσά φλουριά, κι όπως το ακούμπησα για να πιω λίγο νερό, μου έπεσε μέσα. Και μόνος μου δεν μπορώ να το βγάλω, και φοβάμαι και το νερό κιόλας.
Τα μάτια του γερο-τσιγκούνη άστραφταν στη σκέψη των πετραδιών και του χρυσού.
-Θα σε αμείψω καλά, αν με βοηθήσεις,...συνέχισε ο τρίτος εκδικητής.
Δε χρειάστηκε παρακάλια ο σπαγκοραμμένος,  έβγαλε στο λεπτό τα ρούχα του να μη τα βρέξει, και κατέβηκε στο πηγάδι.
Ο τρίτος φίλος, άρπαξε τα ρούχα, και στη θέση τους άφησε μόνο ένα χαρτί.
Μόλις ο τσιγκούνης ανέβηκε από το πηγάδι χωρίς να έχει βρει ίχνος από πετράδια ή χρυσό, βρήκε όχι τα ρούχα του, αλλά ένα χαρτί που έγραφε:
''Τίποτα δε θα είχε συμβεί, αν ήσουν φιλόξενος, και έδινες ένα στρώμα, και ένα πιατάκι φαγητό, σε τρεις άμοιρους ταξιδιώτες.''
Άρχισε να τρέχει γυμνός πίσω στο σπίτι του, φοβισμένος μήπως στο τέλος κλέψουν και τον ίδιο, και πάθει χειρότερα.


Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Στο νησί της κάσας!!!

Υπάρχει ένα νησί στον Ειρηνικό Ωκεανό, που τρέχει ένα ποτάμι μεγάλο και ορμητικό. Ακριβώς στη μέση του, υπάρχει ένα νησάκι, που μοιάζει με πέτρινο καράβι, και γι' αυτό το λένε το νησί της κάσας. Γι' αυτό το νησάκι οι ντόπιοι στην Ινδονησία, λένε αυτό το παραμύθι.
Στην ακροποταμιά, μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε μια χήρα που είχε ένα γιο που λεγόταν Παλαμτσάρ.
Τον μεγάλωνε με πολλές δυσκολίες, και πολλές φορές εξασφάλιζε τόσο λίγο φαγητό, που καθόταν η ίδια νηστική, για να φάει το παιδί της.
Το μόνο που την ενδιέφερε, ήταν η ασφάλεια του παιδιού της, η χαρά του παιδιού της, και να είναι χορτάτο το παιδί της. Ο εαυτός της έμπαινε σε δεύτερη μοίρα.
Και τα χρόνια περνούσαν, και ο Παλαμτσάρ μεγάλωνε, με την αγάπη και τη στοργή της μάνας.
Σαν μεγάλωσε, αποφάσισε να φύγει για να βρει τη τύχη του. Κι η μάνα τι να κάνει, το δέχτηκε με δάκρυα στα μάτια. Κι ο Παλαμτσάρ έφυγε, και ξέχασε τι άφησε πίσω του.
Οι δουλειές του πήγαν καλά, έγινε έμπορας και απέκτησε δικά του καράβια, με τα οποία μετέφερε τα εμπορεύματα του και τα πουλούσε από χώρα σε χώρα.
Τα πλοία του έσκιζαν τα νερά της θάλασσας,  τους ωκεανούς και τα ποτάμια, και το χρήμα που αποκτούσε ήταν πολύ.
Η μάνα του είχε χρόνια να πάρει νέα του γιου της, είχε βυθιστεί στην απόλυτη φτώχεια, και τρεφόταν με ρίζες. Τα ρούχα δε που φορούσε, ήταν πια κουρέλια εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Το' φερε η τύχη, και το πλοίο του γιου της, έπιασε λιμάνι στο απέναντι χωριό. Όλοι έμαθαν ότι ο πλούσιος έμπορος Παλαμτσάρ, έφερε με το πλοίο του, του κόσμου τις ωραίες πραμάτειες, για να τις πουλήσει.
Η είδηση έφτασε και στα αυτιά της μάνας.  Μόλις το άκουσε, σπαρτάρισε από τη λαχτάρα να δει το μονάκριβο γιο της.
Είχε τόσα χρόνια να τον σφίξει στην αγκαλιά της, και με προσμονή ξεκίνησε να τον συναντήσει.
Μια αγωνία μόνο την έτρωγε:
''Λες να μην είναι ο γιος μου, και να είναι κάποιος που έχει το ίδιο όνομα;....'' αναρωτιόταν και προσπαθούσε να κάνει πιο γρήγορο το σερνάμενο βήμα της.
Κάποια στιγμή έφτασε στο καράβι, και χώθηκε ανάμεσα στο κόσμο, για να αντικρίσει με λαχτάρα τον έμπορο.
Μόλις τον είδε, τα γέρικα μάτια της έλαμψαν από τα μητρικά δάκρυα. Τον γνώρισε αμέσως, και φώναξε με τρεμάμενη φωνή:
-Παλαμτσάρ,......γιε μου......αγόρι μου!!!.....
Ο Παλαμτσάρ τη γνώρισε αμέσως, αλλά δε χάρηκε καθόλου. Μπροστά σε όλο το κόσμο, που παρακολουθούσε περιμένοντας τη συνέχεια, δεν ήθελε να παραδεχτεί, ότι αυτή η ρακένδυτη, κουρελιασμένη γριά, ήταν η μάνα του. Ντρεπόταν να έχει συγγένεια, με αυτή τη ζητιάνα. Και ξαφνικά είπε:
-Ποια είναι αυτή η γριά ζητιάνα, δε σε ξέρω κυρά μου, ....πάρτε την από μπροστά μου, με εμποδίζει να κάνω τη δουλειά μου!......
-Γιε μου, ...Παλαμτσάρ...δε γνωρίζεις τη μάνα σου;.....
-Μα τι ιδέες σου μπαίνουν στο μυαλό, κουρελιάρα, δε σε ξέρω κι ούτε σε έχω δει ποτέ μου!!!...
Σαν άκουσε η δύστυχη γριούλα αυτά τα σκληρά λόγια, τα τόσο αχάριστα και άπονα, έπεσε χάμω, και η καρδιά της σταμάτησε από το πόνο. Άφησε τη τελευταία της πνοή, με τα δακρυσμένα της μάτια ανοιχτά, στραμμένα προς τον αχάριστο γιο της.
Εκείνη τη στιγμή, ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα. Οι ουρανοί άνοιξαν, ο κόσμος άρχισε να τρέχει για να προφυλαχθεί. Τα νερά του ποταμού φούσκωσαν, και έγιναν πιο ορμητικά. Άρχισαν να παρασύρουν τα πάντα στο διάβα τους. Το καράβι του Παλαμτσάρ, έγινε θύμα στο έλεος του νερού. Αφού στροβιλίστηκε αρκετές φορές, βρόντηξε σε ένα βράχο και βούλιαξε, στερώντας και τη ζωή όλων, όσων βρίσκονταν πάνω σε αυτό. Έτσι έχασε τη ζωή του και ο αχάριστος Παλαμτσάρ.
Όταν πέρασε η καταιγίδα, σε κάποιο σημείο βγήκε ένας βράχος που έμοιαζε με πέτρινο καράβι. Ένα μικρό νησάκι, που ο κόσμος για να μη ξεχάσει ποτέ το μέγεθος της αχαριστίας ενός γιου προς τη μάνα που τον γέννησε, το ονόμασε το νησί της κάσας!!!

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Τα τρία τσεκούρια!!!!

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας φτωχός ξυλοκόπος, που πήγαινε στο δάσος κάθε μέρα, κι έκοβε ξύλα. Η γυναίκα του τα πουλούσε στη πολιτεία, κι έτσι τα κατάφερναν να μη πεθαίνουν της πείνας.
Μια μέρα που ο ξυλοκόπος γυρνούσε από τη δουλειά του, όπως στάθηκε στην άκρη του ποταμού για να δροσιστεί, το τσεκούρι του του ξέφυγε από τα χέρια, κι έπεσε στο νερό. Ο φουκαράς έκατσε στην ακροποταμιά κλαίγοντας, στη σκέψη πού θα έβρισκε χρήματα να πάρει άλλο τσεκούρι, που ήταν το εργαλείο που του εξασφάλιζε το ψωμί του.
Ξαφνικά από το ποτάμι, βγαίνει ένας γέρος με άσπρη γενειάδα, και τον ρωτά:
-Άνθρωπε μου, γιατί κλαις;
-Μου έπεσε το τσεκούρι μου στο ποτάμι, και δίχως αυτό είμαι χαμένος.
-Εγώ θα σε βοηθήσω. Είμαι το στοιχειό αυτού του ποταμού, και θα σου βρω το τσεκούρι σου.
Ο γέρος βούτηξε, και ξαναβγήκε σε λίγο επάνω, με ένα τσεκούρι στο χέρι. Μα δεν ήταν ένα τσεκούρι, όποιο κι όποιο. Ήταν ένα τσεκούρι ολόχρυσο.
-Αυτό είναι το τσεκούρι σου;
-Όχι, λέει ο ξυλοκόπος. Το δικό μου ήταν σιδερένιο και είχε ξύλινο στειλιάρι. Κάποιος άλλος θα έχει χάσει αυτό το τσεκούρι.
Ο γέρος ξαναβούτηξε και βγήκε πάλι σε λιγάκι, με ένα ασημένιο τσεκούρι στο χέρι.
-Αυτό είναι το τσεκούρι σου;
-Όχι, αποκρίθηκε πάλι ο ξυλοκόπος, το δικό μου ήταν σιδερένιο με ξύλινο στειλιάρι. Αυτό κάποιος άλλος θα το έχει χάσει.
Ο γέρος τρίτωσε τη βουτιά, και σαν βγήκε κρατούσε ένα σιδερένιο τσεκούρι με ξύλινο στειλιάρι.
-Αυτό είναι το τσεκούρι σου;
-Ναι,..ναι, λέει χαρούμενος ο ανθρωπάκος, δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω. Μου έσωσες τη ζωή.
Σε ευχαριστώ με όλη μου τη καρδιά.
Ο γέρος του είπε:
-Είσαι τίμιος άνθρωπος και ειλικρινής. Και για να σε επιβραβεύσω, σου δίνω και το ολόχρυσο και το ασημένιο τσεκούρι, εκτός από το δικό σου. Να είσαι πάντα έτσι καλέ μου άνθρωπε.
Ο ξυλοκόπος συγκινημένος τον ευχαρίστησε, πήρε και τα τρία τσεκούρια, και έφυγε με δάκρυα χαράς στα μάτια.
Πούλησε το χρυσό και το ασημένιο τσεκούρι, και έκτοτε ζούσε μια άνετη ζωή.
Αυτός που αγόρασε τα τσεκούρια, θέλησε να μάθει την ιστορία τους. Κι ο ξυλοκόπος του είπε ότι του τα έδωσε το στοιχειό του ποταμού, όταν το δικό του είχε πέσει στα νερά του.
Έπειτα από λίγο καιρό, ο αγοραστής των τσεκουριών, πήρε ένα τσεκούρι, και ξεκίνησε για το ποτάμι.
Έφτασε στην ακροποταμιά, και πέταξε το τσεκούρι του στο νερό. Μετά έκατσε κάτω και άρχισε να θρηνεί, για το τσεκούρι. Στα κλεφτά έριχνε και ματιές, για να δει τι γινόταν.
Όντως έπειτα από λίγη ώρα, παρουσιάστηκε το στοιχειό του ποταμού, και τον ρώτησε γιατί κλαίει.
Κι εκείνος του απάντησε:
-Έπεσε το τσεκούρι μου στο νερό. Και αναρωτιέμαι τι θα κάνω χωρίς αυτό.
-Μην ανησυχείς, θα στο φέρω εγώ...του είπε το στοιχειό.
Μετά από λίγη ώρα ανέβηκε ξανά στην επιφάνεια, με ένα ολόχρυσο τσεκούρι, γεμάτο πολύτιμα πετράδια.
-Αυτό είναι το τσεκούρι σου;
-Ναι...ναι... αυτό είναι, λέει ο ψεύτης, βιαστικά και κάνει να πάρει το τσεκούρι στα χέρια του.
Το γέρικο στοιχειό τότε, θυμωμένο, του είπε:
-Ψεύτη!!... Η απληστία σου και το ψέμα σου, καθώς και η ατιμία σου, ξέρω τι ανταμοιβή θέλουν.
Και με μία κίνηση, βουτάει τον κατεργάρη, και τον εξαφανίζει στο πάτο του ποταμού.
Κανένας δεν τον ξανάδε, και κανένας δεν άκουσε ποτέ του τίποτα γι' αυτόν!!!!

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Ο καρβουνιάρης που έκανε τη τύχη του!!!

Μια φορά κι ένα καιρό, στη μακρινή Ιαπωνία, ήταν ένα φτωχό παλικάρι, που κληρονόμησε μια καλύβα από τους γονιούς του, και έκανε τον καρβουνιάρη, για να βγάλει το ψωμί του.
Το όνομα του ήταν Κογκόρο. Ζούσε ολομόναχος στη καλύβα του και κανένας δεν έδινε τη κόρη του γυναίκα, σε έναν φουκαρά σαν κι αυτόν. Το παλικάρι στενοχωριόταν μόνος, και πολλές φορές προσευχήθηκε στη θεά Κουανόν να του στείλει μια καλή γυναίκα για συντροφιά. Και η θεά τον άκουσε!
Μια μέρα φάνηκε στη καλύβα του, μια πολύ όμορφη κοπέλα, που τον ρώτησε:
-Εσύ είσαι ο Κογκόρο ο καρβουνιάρης;
-Εγώ είμαι όμορφη κοπελιά, τι θέλεις;
-Θέλω να γίνω γυναίκα σου. Χθες τη νύχτα, είδα στον ύπνο μου τη θεά Κουανόν, και μου είπε πως κοντά σου, με περιμένει η τύχη.
Ο δόλιος ο καρβουνιάρης, αποκρίθηκε πικραμένα:
-Ποια τύχη κορίτσι μου θέλεις να βρεις εδώ με μένα σε αυτή τη παλιοκαλύβα; Ίσα-ίσα που κατορθώνω να θρέψω τον εαυτό μου.
Μα η όμορφη κοπέλα δεν έχασε το κουράγιο της. Άνοιξε ένα χρυσοκέντητο πουγγί, και έβγαλε από μέσα δύο χρυσά σβολαράκια. 
-Πάρε και πήγαινε στη πολιτεία να βρεις ότι φαγώσιμο θες.
Ο Κογκόρο πήρε τους σβόλους κοιτάζοντας τους παράξενα, και ξεκίνησε για τη πολιτεία.
Πριν φτάσει στη πολιτεία, είδε σε μια λίμνη δύο πάπιες, και σκέφτηκε.
''Αυτές οι πάπιες είναι ότι πρέπει για φαγητό''. Και χωρίς να χάσει καιρό, σημάδεψε και πέταξε τους δύο σβόλους στις πάπιες. Δεν πέτυχε το στόχο του, οι πάπιες πέταξαν, και οι σβόλοι βυθίστηκαν στο νερό.
Έτσι γύρισε άπραγος, πίσω στη καλύβα. Διηγήθηκε στη κοπέλα ότι έγινε, κι εκείνη του είπε:
-Μα δεν ήταν πέτρες αυτοί οι σβόλοι. Ήταν τα μοναδικά κομμάτια που είχα χρυσό. Και έχει αξία. Με αυτά μπορούσες να πάρεις ρύζι, πάπιες, κρέας και ότι άλλο ήθελες.
-Δεν ήξερα ότι είχαν τόση αξία. Εδώ πίσω από τη καλύβα μου, υπάρχει μια μικρή σπηλιά, που είναι γεμάτη από τέτοια. Πήρε τη κοπέλα και της έδειξε μια μικρή σπηλιά, που τη φώτιζε μόνο το κερί που κρατούσε. Και οι τοίχοι της σπηλιάς λαμπύριζαν λες και είχαν μπει σε κάμαρη γεμάτη μαλάματα.
Από εκείνη τη μέρα ο καρβουνιάρης και η γυναίκα του, έγιναν οι πιο πλούσιοι στο τόπο. Έχτισαν ένα μικρό παλάτι, πήραν όλες τις τριγύρω εκτάσεις, πήραν ζώα και βοσκούς, έφτιαξαν περιβόλια που καλλιεργούσαν τα πάντα, και γενικά είχαν όλα τα καλά.
Μόνο μια στενοχώρια είχαν. Δεν απέκτησαν παιδί.
Ωστόσο προσευχήθηκαν στη θεά να τους χαρίσει ένα παιδί. Και μια και ήταν καλοί άνθρωποι, γρήγορα απέκτησαν ένα πανέμορφο κοριτσάκι, που το ονόμασαν Ταμάγιο.
Σαν η Ταμάγιο έγινε δεκαέξι χρονών, ανέβηκε στο θρόνο ο αυτοκράτορας Γιομέκι. Ήταν νέος σε ηλικία, και έψαχνε για νύφη. Μάζεψε τους ανθρώπους του παλατιού, και τους μοίρασε εξήντα δύο βεντάλιες, για να αναζητήσουν στις εξήντα δύο επαρχίες του βασιλείου του, μια κοπέλα όμορφη σαν τη ζωγραφιά της βεντάλιας.
Δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο παρά μόνο η ομορφιά της.
Όλοι γύρισαν άπρακτοι, εκτός από τον τελευταίο, που του ανέφερε ότι η κόρη του Κογκόρο του καρβουνιάρη πρίγκιπα, όπως τον φώναζαν πια, ήταν πιο όμορφη από τη κοπέλα της βεντάλιας.
Κι ο αυτοκράτορας αμέσως πρόσταξε να στείλει ο Κογκόρο τη κόρη του να τη δει με τα ίδια του τα μάτια. 
Ο Κογκόρο όμως, μπροστά στην αυτοκρατορική αλαζονεία, αποκρίθηκε:
-Η προσταγή του αυτοκράτορα μας τιμά. Αλλά μια και την έχουμε μοναχοκόρη, δεν μπορούμε να την αποχωριστούμε.
Γεμάτος εγωισμό ο Γιομέκι, θύμωσε πολύ.
Και έστειλε στο Κογκόρο την εξής προσταγή:
-Αν δεν θέλεις να μου στείλεις τη κόρη σου, είσαι υποχρεωμένος να μου στείλεις σε επτά μέρες, εκατό χιλιάδες μόδια από ανθό παπαρούνας, αλλιώς θα χάσεις τη ζωή σου κι εσύ και η γυναίκα σου και η κόρη σου.
-Μη στενοχωριέσαι, ...είπε η γυναίκα του Κογκόρο στον άντρα της. Στα χιλιάδες περιβόλια μας, έχω φυτέψει όλα τα φυτά. Και μέσα στις αποθήκες έχω περισσότερα από εκατό χιλιάδες μόδια παπαρούνας. 
Όταν ο αυτοκράτορας είδε ότι του έστειλαν αμέσως αυτό που ζήτησε, σκέφτηκε ότι αυτός πρέπει να ήταν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος. Και έστειλε δεύτερη προσταγή.
Ζήτησε επτά τόπια από φίνο χρυσοκέντητο μετάξι. Το κάθε τόπι, να είναι είκοσι πήχες και σε όλο το μετάξι να είναι ζωγραφισμένος ο παράδεισος.
Αυτή τη φορά η γυναίκα του βλέποντας την απελπισία του Κογκόρο, του είπε να ζητήσουν τη βοήθεια της θεάς Κουανόν, που τόσο τους είχε βοηθήσει μέχρι τώρα.
Και η θεά μάζεψε τους ημίθεους και ύφαναν τα επτά τόπια το μετάξι.
Τα έχασε πια ο αυτοκράτορας σαν είδε ότι και αυτό το πρόσταγμα του, εκτελέστηκε και πριν λήξει η προθεσμία.
Κατάλαβε ότι οι θεοί προστάτευαν αυτούς τους ανθρώπους και ήθελε να μάθει το γιατί από μόνος του. Ένα βράδυ λοιπόν ντύθηκε με φτωχικά ρούχα, και πήγε στην επαρχία που ζούσε ο Κογκόρο. Έφτασε στο σπίτι του, θέλοντας να δει τη Ταμάγιο, που δεν έφευγε από το μυαλό του. Όταν ζήτησε δουλειά, ο Κογκόρο τον ρώτησε πώς τον λένε.
Κι εκείνος απάντησε:
-Με λένε Σαν-Ρο. 
Ο Κογκάρο του είπε ότι το όνομα του σήμαινε ''η στράτα των βουνών'' , και ότι πρώτη φορά άκουγε τέτοιο όνομα. Τον συμπάθησε τον νέο αμέσως, και τον έκανε βοσκό. Του είπε δε ότι τα ζώα του δεν είναι καλά, γιατί οι άλλοι βοσκοί του χαζεύουν και δεν τα φροντίζουν όπως πρέπει.
Ο δύστυχος Σαν-Ρο μεγαλωμένος στο παλάτι, δεν ήξερε καν τι έπρεπε να κάνει. Οι άλλοι βοσκοί τον περιγέλασαν, και τότε εκείνος έκατσε κάτω, έβγαλε ένα φλάουτο και άρχισε να παίζει, τόσο μελωδικά, τόσο όμορφα, που κατέκτησε και τους ανθρώπους και τα ζώα.
Όλοι πρόθυμα τον βοήθησαν και του έδειξαν τη δουλειά, κι αυτό το έκαναν κάθε μέρα. Κι εκείνος το βράδυ έπαιζε για όλους. Οι μελωδίες του γίνονταν όλο και πιο γλυκιές, όλο και πιο ζεστές. Όμως την Ταμάγιο δεν είχε κατορθώσει να τη δει ακόμα. Ωστόσο στη σκέψη του ρίζωνε όλο και περισσότερο και από τα λόγια που άκουγε από όλους, μεγάλωνε και φούντωνε αγάπη στη καρδιά του. Και επιπλέον   η ζεστή συμπεριφορά όλων τον γέμιζε με πρωτόγνωρη και εκείνον γλύκα. 
Έμεινε μαζί τους αρκετό καιρό. Στο παλάτι άρχισε να δημιουργείται αναστάτωση που ο αυτοκράτορας δεν είχε επιστρέψει, και αποφάσισαν να συμβουλευθούν ένα μάντη σοφό.
Εκείνος τους αποκρίθηκε ότι ο αυτοκράτορας θα επιστρέψει τη δέκατη πέμπτη μέρα, του όγδοου μήνα για τη γιορτή του θεού Χασκιμάνα. Μα για να γίνει αυτό, πρέπει ο άρχοντας Κογκόρο να αναλάβει τις ετοιμασίες.
Την ίδια μέρα έφυγε μια προσταγή από το παλάτι του αυτοκράτορα. Ο άρχοντας Κογκόρο τη δέχτηκε και είπε πως θα αναλάβει τη γιορτή. Φώναξε τους ιερείς από το ναό του Χασκιμάνα και ετοίμασε ότι χρειαζόταν. Μάζεψε τραγουδιστές, μουσικούς και χορευτές και οργάνωσε αγώνες δρόμου και το χορό των λιονταριών. Του έλειπε μόνο ένας καλός τοξότης για το τελευταίο αγώνισμα, που καβάλα σε άλογο θα έπρεπε να πετύχει με μια σαΐτα τρεις φορές, το ιερό σημάδι. Όπου κι αν ρώτησε όλοι του έδωσαν την ίδια απάντηση. Ο Σαν-Ρο μόνο θα μπορούσε. Είναι καλός και ικανός.
Ο Κογκόρο φώναξε τον Σαν-Ρο και του είπε:
-Όλοι σε έχουμε στη καρδιά μας παλικάρι μου, αν πετύχεις στο αγώνισμα και με βγάλεις ασπροπρόσωπο, θα σου δώσω για γυναίκα σου τη κόρη μου.
-Δε πρόκειται να σε ντροπιάσω άρχοντα μου. Θα το δεις.
Ήρθε η μέρα της γιορτής, και η στιγμή για το τελευταίο αγώνισμα. Όλα τα μάτια στράφηκαν στη πόρτα, απ'όπου βγήκε ένας αντρειωμένος καβαλάρης, πάνω σε άτι που ήταν σαν τη φωτιά. Είχε βασιλική φορεσιά, και στο χέρι κρατούσε το δοξάρι. Καβάλησε γρήγορα, σημάδεψε και πέτυχε το σημάδι στη μέση, με μια σαϊτιά. Το ίδιο έκανε και άλλες δύο φορές με επιτυχία. Όταν συνήλθε ο κόσμος όλος από το ξάφνιασμα, ζητωκραύγαζε αναγνωρίζοντας τον αυτοκράτορα. Έπειτα όλοι προσκύνησαν.
Τότε ο Κογκόρο κατάλαβε ποιον είχε τόσο καιρό στη δούλεψη του.
Κατάλαβε ότι ο αλαζονικός αυτοκράτορας, από την αγάπη για τη κόρη του, δούλεψε τόσο καιρό βοσκός κάτω από τις προσταγές του. 
Αυτό πραγματικά τον συγκίνησε, και έδωσε τη κόρη του με μεγάλη χαρά. Και ο Γιομέκι, ο αυτοκράτορας, τους κράτησε για πάντα κοντά του. Με ταπεινό τρόπο κέρδισε την αγάπη του και το σεβασμό των άλλων. Και έγινε ευτυχισμένος, κάνοντας και τους άλλους ευτυχισμένους. 



Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

Οι τρεις χρυσές τρίχες του παππού Παντογνώστη!!!


Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που του άρεσε να πηγαίνει κυνήγι στα δάση. Μια μέρα, καθώς κυνηγούσε ένα ελάφι, χάθηκε. Ήταν μονάχος του, ψυχή καμιά ζωντανή γύρω του, ήρθε η νύχτα κι ο βασιλιάς χάρηκε πολύ σαν είδε μια καλύβα σ' ένα ξέφωτο. Εκεί έμενε ένας καρβουνιάρης. Ο βασιλιάς τον παρακάλεσε να τον βγάλει από το δάσος και του έταξε πως θα τον ξεπληρώσει καλά. -Μετά χαράς να έρθω μαζί σου,..αποκρίθηκε ο καρβουνιάρης.... μα πρέπει να πω στην αφεντιά σου, πως η γυναίκα μου γεννάει απόψε και δεν μπορώ να την αφήσω μονάχη της. Κι ύστερα, νύχτα, πού θα πάμε; Καλύτερα απόψε να ξαπλώσεις στη σοφίτα πάνω στο άχυρο, κι αύριο το πρωί θα σου δείξω το δρόμο.

Σε μια ώρα γεννήθηκε ο γιος του καρβουνιάρη. Ο βασιλιάς ξαπλωμένος στη σοφίτα, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τα μεσάνυχτα, είδε φως στη κάμαρη κάτω. Κοίταξε από μια χαραμάδα, και τι να δει; Τον καρβουνιάρη που κοιμόταν, τη γυναίκα του πού έμοιαζε πεθαμένη, και τρεις ασπροντυμένες γριές, που ήταν ολόγυρα από το μωρό, και κρατούσε η κάθε μία, από ένα αναμμένο κερί. Η πρώτη γριά είπε:
-Σ' αυτό το παιδί, αφήνω ευχή και του λέω ότι θα περάσει μεγάλες ταλαιπωρίες και βάσανα.
Η δεύτερη είπε:
-Κι εγώ του αφήνω ευχή, και του λέω πως θα γλυτώσει από όλα τα βάσανα και τα χρόνια του θα είναι πολλά.
Η τρίτη γριά είπε:
-Του αφήνω κι εγώ ευχή, και του λέω πως θα πάρει γυναίκα του, τη κόρη που γεννήθηκε τα χαράματα, εκείνου του βασιλιά που κοιμάται από πάνω, μέσα στο άχυρο.
Ο βασιλιάς ένοιωσε λες και του είχαν τρυπήσει με ξίφος το στήθος. Έμεινε ξύπνιος και έψαχνε να βρει τρόπο να αποφύγει αυτό το γάμο που είχε πει η τρίτη γριά. Σαν ξημέρωσε, το μωρό άρχισε να κλαίει, ο καρβουνιάρης ξύπνησε και είδε ότι η γυναίκα του είχε πεθάνει.
-Ω!!... το δόλιο το ορφανό.....είπε κλαίγοντας.... τι θα απογίνει τώρα;;...
Ο βασιλιάς που είχε κατέβει και τον άκουσε, είπε:
-Δώσε μου εμένα το μωρό, και θα το φροντίσω σαν δικό μου. Θα σου δώσω χρήματα για να είσαι άνετος, την υπόλοιπη ζωή σου.
Ο καρβουνιάρης συμφώνησε, κι ο βασιλιάς του είπε ότι θα έστελνε να πάρουν το μωρό.
Σαν γύρισε στο παλάτι, έμαθε πως η γυναίκα του είχε γεννήσει μια πολύ όμορφη κόρη. Αυτό έγινε τα χαράματα, όπως είχε πει η τρίτη από τις Μοίρες. Ο βασιλιάς σκοτείνιασε και κάλεσε αμέσως ένα δούλο. Και οι προσταγές του ήταν:
-Πήγαινε στο δάσος, και θα βρεις μια καλύβα που μένει ένας καρβουνιάρης. Δώσε του αυτό το πουγγί με τα χρήματα κι εκείνος θα σου δώσει ένα μωρό. Πάρε το μωρό και πνίξε το στο δρόμο. Αν δεν το κάνεις θα βρεθείς εσύ πνιγμένος.
Ο δούλος πήγε και πήρε το μωρό, και στο δρόμο πήρε ένα καλάθι έβαλε το μωρό μέσα και το πέταξε από ψηλά, από μια γέφυρα στο ποτάμι. Το ποτάμι γινόταν παρακάτω ορμητικό, οπότε και το μωρό θα πνιγόταν.
-Καληνύχτα ανεπιθύμητε γαμπρέ,...είπε με ικανοποίηση ο βασιλιάς, όταν έμαθε τα όσα έγιναν.
Ο βασιλιάς πίστευε πως το μωρό πνίγηκε, μα έκανε λάθος. Το καλάθι μπλέχτηκε σε κάτι φυτά και έμεινε εκεί. Το κλάμα του μωρού άκουσε ένας ψαράς, και οδήγησε τη βάρκα του προς εκείνο το σημείο. Βρήκε το καλάθι με το φορτίο του, και το έβαλε στη βάρκα του.
Άρχισε να τραβάει με βιάση κουπί, έφτασε στην ακροποταμιά, πήρε το καλάθι κι έτρεξε στη γυναίκα του. 
-Χρόνια θέλαμε ένα παιδί, και δεν μπορούσαμε να αποκτήσουμε. Κοίτα τι μας έφερε το ποτάμι.
Η γυναίκα του ψαρά μεγάλωσε το παιδί σαν δικό της, και το ονόμασε Πετράκης Κολυμβητής, μια και ήταν σαν να είχε έρθει κολυμπώντας στο σπίτι του.
Τα χρόνια πέρασαν και το παιδί έγινε ένα πανέμορφο παλικάρι. 
Μια μέρα του καλοκαιριού, έτυχε να περάσει καβάλα από εκεί ο βασιλιάς. Σταμάτησε και ζήτησε νερό να πιει και να ποτίσει το άλογο του. Ο Πετράκης ο Κολυμβητής του έφερε το νερό. Ο βασιλιάς τον κοίταξε καλά και είπε στο ψαρά:
-Ωραίο παλικάρι, είναι ο γιος σου ψαρά μου. Γιος σου δεν είναι;
-Και είναι και δεν είναι...απάντησε ο ψαράς. Και του είπε την ιστορία του μωρού. Του είπε για το καλάθι, του είπε πώς το βρήκε και όλη τη συνέχεια.
Ο βασιλιάς έμεινε ακίνητος λες και είχε παγώσει. Κατάλαβε ότι ο νέος δεν ήταν άλλος από το μωρό του καρβουνιάρη, που πρόσταξε να πνίξουν. Ξεπέζεψε από το άλογο λέγοντας:
-Χρειάζομαι να στείλω ένα μαντατοφόρο στο παλάτι, αλλά δεν έχω κανέναν. Μπορώ να στείλω αυτό το καλό παλικάρι;
-Βασιλιά μου δεν έχεις παρά να το προστάξεις....είπε ο ψαράς.
Ο βασιλιάς έγραψε στη βασίλισσα:
''Να προστάξεις να τρυπήσουν με το σπαθί αυτόν που σου φέρνει αυτό το μαντάτο. Είναι εχθρός μου. Όταν γυρίσω πρέπει όλα να είναι τελειωμένα. Αυτό είναι το θέλημα μου''.
Δίπλωσε το μήνυμα, έβαλε και τη βούλα του.
Ο Πετράκης πήρε το μαντάτο και ξεκίνησε. Ήταν να περάσει ένα μεγάλο δάσος, μα γρήγορα κατάλαβε ότι όντως οι δρόμοι ήταν πολύ μπερδεμένοι και είχε χαθεί.
Περπάτησε από σύδεντρο σε σύδεντρο, ώσπου νύχτωσε. Και τότε αντάμωσε μια γριούλα.
-Πού πας Πετράκη Κολυμβητή;;....ρώτησε
-Έχω ένα γράμμα για τη βασίλισσα, αλλά έχασα το δρόμο. Μπορείς να μου δείξεις γιαγιά το δρόμο;
-Σήμερα δε θα προ φτάσεις, σκοτείνιασε πια. Θα κοιμηθείς σπίτι μου και το πρωί θα στον δείξω. Στο κάτω-κάτω δεν το ξέρεις αλλά είμαι η κουμπάρα σου.
Ένα σπιτάκι όμορφο και ζεστό, εμφανίστηκε λες από το πουθενά. Και το παλικάρι, έφαγε, ήπιε, και κοιμήθηκε. Σαν κοιμήθηκε, η γριά του πήρε το γράμμα, και έβαλε στη θέση του ένα άλλο που έγραφε:
''Να προστάξεις να γίνουν αμέσως οι γάμοι της κόρης μας, με το παλικάρι που σου φέρνει αυτό το μήνυμα. Όταν επιστρέψω πρέπει να είναι όλα τελειωμένα. Αυτό είναι το θέλημα μου''.
Η βασίλισσα ξεκίνησε σβέλτα τις ετοιμασίες, πολύ ευχαριστημένη κι αυτή και η κόρη της, από την ομορφιά και την ευγένεια του παλικαριού. Κι εκείνος όμως είχε θαμπωθεί από την ομορφιά και τη καλοσύνη της βασιλοπούλας.
Έπειτα από λίγες μέρες, ο βασιλιάς επέστρεψε και κόντεψε να πέσει άρρωστος, όταν έμαθε για τους γάμους. Η βασίλισσα τον βεβαίωσε ότι έπραξε όπως της ζητούσε με το γράμμα του. Ο βασιλιάς ζήτησε να το δει, και διαπίστωσε ότι ήταν και τα γράμματα του και η βούλα του. Τότε φώναξε το γαμπρό του και του έκανε ένα σωρό ερωτήσεις. Όταν έμαθε τι συνέβη από την ώρα που έφυγε το παλικάρι με το γράμμα, αμέσως κατάλαβε ότι η γριά ήταν η τρίτη μοίρα.
-Καλά ότι έγινε, έγινε. Αλλά μη νομίζεις πως είναι εύκολο να είσαι γαμπρός του βασιλιά.
Πρέπει να αποδείξεις ότι αξίζεις και να φέρεις για προίκα, τρεις χρυσές τρίχες του Παππού Παντογνώστη.
''Επιτέλους θα ξεφορτωθώ τον ανεπιθύμητο γαμπρό''.....σκέφτηκε.
Ο Πετράκης χαιρέτησε τη γυναίκα του κι έφυγε. Αρχικά έμεινε σκεπτικός, και λίγο μπερδεμένος για το δρόμο, μα μέσα σε λίγα λεπτά, αισθάνθηκε ότι ήξερε προς ποια κατεύθυνση πρέπει να πάει. Πέρασε βουνά και κάμπους, ποτάμια και λίμνες, κι έφτασε στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί είδε μια βάρκα έτοιμη και μέσα ένα βαρκάρη.
-Γεια σου γέρο βαρκάρη.
-Γεια σου και σένα καλό μου παλικάρι. Πού πας;


-Στο Παππού Παντογνώστη να πάρω τρεις χρυσές τρίχες.
-Επιτέλους ο μαντατοφόρος που περίμενα. Είκοσι χρόνια τώρα περνάω κόσμο απέναντι και  δεν ήρθε κανείς να με ελευθερώσει. Θα περάσω και σένα, μα πρέπει να μου τάξεις, πώς θα ρωτήσεις και για μένα, πότε θα τελειώσει η τιμωρία μου.
Κι ο Πετράκης το υποσχέθηκε. Ο νέος βρέθηκε σε μια μεγάλη πολιτεία, που είχε θλιμμένη όψη. Στις πόρτες της συνάντησε ένα γέρο, που σαν έμαθε πού πηγαίνει, του είπε:
-Επιτέλους ο μαντατοφόρος που περιμέναμε. Θα σε οδηγήσω στο βασιλιά μας.
Κι ο βασιλιάς του είπε:
-Είχαμε εδώ μια φορά μια μηλιά, που έκανε το μήλο της νιότης. Έφτανε να φας ένα και ξαναγεννιόσουν, ακόμα κι αν ήσουν με το ''ένα πόδι στο τάφο''. Είκοσι χρόνια τώρα και το δέντρο δε βγάζει πια καρπό. Τάξε μας ότι θα μάθεις τι πρέπει να κάνουμε για να ξαναβγάλει καρπό η μηλιά, και θα σου δείξουμε το δρόμο, και θα σε ανταμείψουμε.
Κι ο Πετράκης το υποσχέθηκε.
Πιο κάτω βρέθηκε στην είσοδο άλλης μιας πολιτείας. Στις πόρτες της ένας άνθρωπος, έθαβε το πατέρα του. Μα σαν τον πλησίασε ο Πετράκης και του είπε πού πηγαίνει, εκείνος αμέσως τελείωσε με τη ταφή, και τον οδήγησε στο βασιλιά τους, μια και όπως είπε και αυτός ήταν ο μαντατοφόρος που και αυτοί περίμεναν τόσα χρόνια.
Ο βασιλιάς, του είπε κι αυτός:
-Μια φορά είχαμε μια βρύση, με το νερό της ζωής. Με μια γουλιά γιατρευόσουν και σηκωνόσουν και περπατούσες χωρίς να έχεις τίποτα πια από ότι σε αρρώσταινε. Είκοσι χρόνια τώρα δεν έχει τρέξει νερό από τη βρύση, και ο κόσμος πεθαίνει. Αν ρωτήσεις και για το δικό μας πρόβλημα, θα σου δείξουμε το δρόμο και θα σε ανταμείψουμε βασιλικά.
Ο Πετράκης το υποσχέθηκε και εδώ και αφού έμαθε ότι ήθελε, ξεκίνησε ξανά το δρόμο του. Προχωρώντας έφτασε σε ένα σκοτεινό δάσος, που ακριβώς στη μέση του, είδε ένα απέραντο πράσινο λιβάδι, που στο μέσο ακριβώς υπήρχε ένα ολόχρυσο καστέλι.
Ήταν το καστέλι του Παππού του Παντογνώστη, που έλαμπε σαν να καιγόταν. Μπήκε στο καστέλι, μα είδε μόνο μια γριούλα που έκλωθε σε μια γωνιά. 
-Καλωσόρισες αγόρι μου, χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.
Φυσικά καταλάβατε ποια ήταν. Η γριά κουμπάρα του, η Μοίρα.
-Καλημέρα γιαγιά, χαίρομαι κι εγώ που σε βλέπω. Ο βασιλιάς δεν μπορεί να υποφέρει που είμαι γαμπρός του και με έστειλε εδώ για να αποδείξω ότι αξίζω. Θέλει να του πάω τρεις χρυσές τρίχες του Παππού του Παντογνώστη.
Η γιαγιά χαμογέλασε, και είπε:
-Ο Παππούς Παντογνώστης είναι γιος μου. Και δεν είναι άλλος από τον Ήλιο. Το πρωί νωρίς, είναι μωρό, το μεσημέρι άντρας, και το σούρουπο ένας γεράκος παππούς. Θα σου πάρω εγώ τις τρίχες που θες. Όμως παιδί μου, δε μπορείς να μείνεις έτσι εδώ. Ο γιος μου δεν είναι κακός, μα σαν γυρίσει πεινασμένος το βράδυ, μπορεί να σε ψήσει και να σε φάει για δείπνο. Εδώ είναι ένα άδειο βαρέλι, κρύψου μέσα. 
-Θέλω να μάθω όμως και τρία πράγματα. Και πρέπει να τον ρωτήσω γι' αυτά....και ανέφερε στη γιαγιά τις τρεις υποσχέσεις του.
-Θα ρωτήσω εγώ για σένα αγόρι μου. Έχεις φιλότιμο και νοιάζεσαι και για τους άλλους. Είσαι πραγματικά άξιο παιδί. Εσύ κρύψου στο βαρέλι, μη κοιτάς καθόλου, αλλά έχε τα αυτιά σου ανοιχτά να ακούς. Γρήγορα γιατί ήδη βράδιασε.
Ξαφνικά ακούστηκε σαματάς πολύς, και ίσα που πρόλαβε να κρυφτεί ο Πετράκης, και ένας γεράκος με χρυσό κεφάλι, μπήκε στη κάμαρα από το δυτικό παράθυρο.
-Τσ...τσ ..τσ..! μυρωδιά ανθρώπου μου έρχεται! Είναι κανένας εδώ;;
-Αγόρι μου αγαπημένο, πώς μπορεί να είναι κάποιος εδώ και να μη το ξέρεις εσύ;; Απλά γυρνάς όλη τη μέρα, σε όλο το κόσμο και γι' αυτό νομίζεις ότι μυρίζεις ανθρώπινη σάρκα. Σου μένει η μυρωδιά μέχρι τώρα.
Ο Ήλιος έκατσε και έφαγε. Έπειτα ακούμπησε το χρυσό του κεφάλι στη ποδιά της μάνας του και αποκοιμήθηκε. Σαν είδε η γριά ότι κοιμήθηκε του τράβηξε μια τρίχα γρήγορα και τη πέταξε στο πάτωμα. Σαν έπεσε κάτω, έκανε ένα θόρυβο σαν χτύπημα από χορδή άρπας.
-Τι μου έκανες μάνα, πετάχτηκε ξύπνιος ο Ήλιος.
-Τίποτα αγόρι μου, απλά λαγοκοιμόμουν και είδα ένα όνειρο.
-Τι όνειρο είδες;
-Είδα μια πολιτεία, που ήταν μια βρύση με το νερό της ζωής. Γιάτρευε όλους τους αρρώστους στη στιγμή. Είκοσι χρόνια δεν έβγαζε νερό, και προσπαθώντας να λύσω το πρόβλημα, με έπιασε αγωνία γιατί δεν ήξερα το τρόπο.
-Μην αγωνιάς μάνα και κοιμίσου ήσυχα. Αν ξαναδείς το όνειρο, μέσα στο πηγάδι είναι ένας βάτραχος. Σκότωσε το βάτραχο που εμποδίζει το νερό, καθάρισε το πηγάδι, και η βρύση θα αρχίσει να τρέχει ξανά.
Και ο Ήλιος αποκοιμήθηκε πάλι.
Σε λίγο η μάνα του, του τράβηξε πάλι μια τρίχα και τη πέταξε κι αυτή στο πάτωμα. 
Ο Ήλιος πετάχτηκε πάλι από τον ήχο, και ρώτησε τη μάνα του τι συμβαίνει. 
-Τίποτα παιδί μου κοιμήθηκα και είδα ένα όνειρο. Ήταν μια πολιτεία πάλι, που είχε μια μηλιά, που έβγαζε τα μήλα της νιότης. Όποιος έτρωγε έμενε νέος πάντα. Κι αν κάποιος έφτανε στα γηρατειά, και έτρωγε μήλο ξανάνιωνε. Είκοσι χρόνια δεν είχε κάνει μήλα, και προσπαθούσα να βρω τη λύση. Η αγωνία με έπνιξε, προσπαθώντας να λύσω το πρόβλημα.
-Ησύχασε μάνα, και στη ρίζα του δέντρου είναι ένα φίδι, που του κλέβει όλη του τη δύναμη. Πρέπει να ξεριζώσεις το δέντρο, να σκοτώσεις το φίδι, και μόλις το ξαναφυτέψεις 
αυτό θα ανθίσει και θα βγάλει μήλα ξανά.
Αυτά είπε ο Ήλιος και ξανακοιμήθηκε.
Η γριά του τράβηξε σε λίγο και μια τρίτη τρίχα και τη πέταξε στο πάτωμα. Και ο Ήλιος σαν ξύπνησε θυμωμένος της φώναξε:
-Μάνα δε θα αφήσεις να κοιμηθώ;....και έκανε να σηκωθεί...
-Μη στενοχωριέσαι παιδί μου, και με συγχωρείς. Σε ξύπνησα δίχως να το θέλω. Με πήρε πάλι ο ύπνος, κι αυτή τη φορά είδα παράξενο όνειρο. Είδα ένα βαρκάρη στη Μαύρη Θάλασσα που είκοσι χρόνια περνάει κόσμο απέναντι. Με έπνιξε η αγωνία του γιατί δεν ήξερα το τρόπο να ελευθερωθεί. Μα πόσο θα κρατήσει η τιμωρία του ακόμα;;
-Είναι χαζός. Η τιμωρία του έχει λήξει ήδη. Δεν έχει παρά να δοκιμάσει. Μόλις του ζητήσει κάποιος να τον περάσει απέναντι, πρέπει να αφήσει το κουπί στον άλλον. Αν μπορέσει και πηδήξει και φύγει, σημαίνει ότι ο άλλος παίρνει τώρα το φορτίο. Άφησε με όμως να κοιμηθώ, γιατί πρέπει να πάω να στεγνώσω τα δάκρυα  που χύνει κάθε μέρα μια βασιλοπούλα για το γιο ενός καρβουνιάρη που είναι άντρας της, και αυτό κάνει το πατέρα της και ξεχειλίζει από μίσος.
Το πρωί ακούστηκε μια μεγάλη βροντή και ο γέρος Ήλιος έγινε ένα μωρό με χρυσό κεφάλι.
Χαιρέτησε τη μάνα του ο καινούργιος Ήλιος και βγήκε από το παράθυρο της Ανατολής.
Ο Πετράκης ο Κολυμβητής, βγήκε τότε από το βαρέλι, και η γριά του έδωσε τις τρεις τρίχες. Πάρε του είπε, και τα υπόλοιπα τα άκουσες. Δε θα με δεις άλλη φορά αγόρι μου, γιατί δε θα χρειαστεί. Να πας στο καλό και να φροντίζεις πάντα τους άλλους όπως έκανες μέχρι τώρα.
Ο Πετράκης έτρεξε στη κοντινή πολιτεία και πήγε κατευθείαν στο βασιλιά.
-Βασιλιά μου σου φέρνω ένα νέο το πιο καλό. Σκότωσε το βάτραχο που είναι μέσα στο πηγάδι, καθάρισε το, και η βρύση θα ξαναρχίσει να βγάζει νερό.
Αμέσως πήγαν και έκαναν ότι τους είπε ο Πετράκης. Και πράγματι μόλις σκοτώθηκε ο βάτραχος και καθαρίστηκε το πηγάδι, το νερό της ζωής άρχισε να τρέχει ξανά από τη βρύση. Όλοι χάρηκαν και για να τον τιμήσει ο βασιλιάς, έδωσε στον νέο δώδεκα άσπρα άλογα φορτωμένα με χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια. Του έδωσαν και την ευχή τους και το παλικάρι συνέχισε τη πορεία του.
Ο Πετράκης έφτασε στην άλλη πολιτεία και είπε αμέσως στο βασιλιά τι να κάνει, για να ξαναβγάλει τα μήλα της νιότης η μηλιά. Αμέσως τα λόγια του έγιναν πράξη, σκότωσαν το φίδι, ξαναφύτεψαν το δέντρο, το οποίο αμέσως γέμισε από ανθούς, που έγιναν πανέμορφα μήλα. Ενθουσιάστηκαν όλοι και ευγνώμονες, έδωσαν δώδεκα κατάμαυρα άλογα στο Πετράκη με χρυσά νομίσματα και πολύτιμους λίθους και κοσμήματα. Κι εκείνος συνέχισε το δρόμο του, μέχρι που έφτασε στο βαρκάρη. 
-Έχεις απάντηση για μένα;...τον ρώτησε ο βαρκάρης.
-Έχω αλλά θα στη πω, αφού με περάσεις πρώτα απέναντι.
Ο βαρκάρης τον πέρασε απέναντι μαζί με τα είκοσι τέσσερα του άλογα, μια και χωρούσαν τα πάντα μέσα στη μαγική βάρκα,  και αφού πάτησε το πόδι του κι αυτός και τα άλογα του στη γη, τότε μόνο του είπε, να αφήσει το κουπί στον πρώτο που θα του ζητήσει να περάσει απέναντι. Κι εκείνος θα είναι ελεύθερος του είπε. Ο βαρκάρης τον ευχαρίστησε και το παλικάρι πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Κάποια στιγμή έφτασε και στο παλάτι. Ο βασιλιάς σαν τον είδε και είδε το φορτίο του και τις χρυσές τρίχες σκύλιασε. Μα όταν ρωτήθηκε ο Πετράκης πού βρήκε τόσα πλούτη, του απάντησε ότι είναι η ανταμοιβή του, γιατί βοήθησε δύο βασιλιάδες σε δύο πολιτείες μετά τη Μαύρη θάλασσα. Η μια πολιτεία  έχει μια μηλιά, που βγάζει τα μήλα της νιότης, και μετά υπάρχει μια πολιτεία που έχει μια βρύση, που τρέχει από εκεί το νερό της ζωής.
Ο βασιλιάς του είπε τότε:
-Θα είσαι πολύ κουρασμένος, πήγαινε να ξεκουραστείς και να δεις και τη γυναίκα σου.
''Μήλα της νιότης και νερό της ζωής;'' έλεγε και ξανάλεγε μέσα του ο βασιλιάς.
''Αν καταφέρω να φάω ένα, θα μείνω πάντα νέος, μα κι αν κινδυνεύσω να πεθάνω, αυτό το νερό θα με κάνει να ξαναγεννηθώ''. Και δίχως να το σκεφτεί δεύτερη φορά, ή να πει τίποτα σε κανένα, ανέβηκε στο άλογο του και κίνησε για τη Μαύρη θάλασσα. Μα δεν έφτασε ποτέ στις πολιτείες. Γιατί μόλις συνάντησε το βαρκάρη και του ζήτησε να τον περάσει απέναντι, εκείνος του έβαλε σβέλτα το κουπί στο χέρι, και το έβαλε στα πόδια. Έτσι τον ανάγκασε να πάρει τη θέση του, για πάντα.
Όταν πέρασε καιρός και ο βασιλιάς ήταν άφαντος, στο θρόνο ανέβηκε ο γιος του καρβουνιάρη, έγινε βασιλιάς κάνοντας πάντα το καλό σε όλους, και φτιάχνοντας μια όμορφη κι ευτυχισμένη οικογένεια. Τότε έστειλε και έφεραν και το ψαρά με τη γυναίκα του στο παλάτι, και έκτοτε έζησαν όλοι πολύ ευτυχισμένοι.




Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...