Υπάρχει ένα νησί στον Ειρηνικό Ωκεανό, που τρέχει ένα ποτάμι μεγάλο και ορμητικό. Ακριβώς στη μέση του, υπάρχει ένα νησάκι, που μοιάζει με πέτρινο καράβι, και γι' αυτό το λένε το νησί της κάσας. Γι' αυτό το νησάκι οι ντόπιοι στην Ινδονησία, λένε αυτό το παραμύθι.
Στην ακροποταμιά, μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε μια χήρα που είχε ένα γιο που λεγόταν Παλαμτσάρ.
Τον μεγάλωνε με πολλές δυσκολίες, και πολλές φορές εξασφάλιζε τόσο λίγο φαγητό, που καθόταν η ίδια νηστική, για να φάει το παιδί της.
Το μόνο που την ενδιέφερε, ήταν η ασφάλεια του παιδιού της, η χαρά του παιδιού της, και να είναι χορτάτο το παιδί της. Ο εαυτός της έμπαινε σε δεύτερη μοίρα.
Και τα χρόνια περνούσαν, και ο Παλαμτσάρ μεγάλωνε, με την αγάπη και τη στοργή της μάνας.
Σαν μεγάλωσε, αποφάσισε να φύγει για να βρει τη τύχη του. Κι η μάνα τι να κάνει, το δέχτηκε με δάκρυα στα μάτια. Κι ο Παλαμτσάρ έφυγε, και ξέχασε τι άφησε πίσω του.
Οι δουλειές του πήγαν καλά, έγινε έμπορας και απέκτησε δικά του καράβια, με τα οποία μετέφερε τα εμπορεύματα του και τα πουλούσε από χώρα σε χώρα.
Τα πλοία του έσκιζαν τα νερά της θάλασσας, τους ωκεανούς και τα ποτάμια, και το χρήμα που αποκτούσε ήταν πολύ.
Η μάνα του είχε χρόνια να πάρει νέα του γιου της, είχε βυθιστεί στην απόλυτη φτώχεια, και τρεφόταν με ρίζες. Τα ρούχα δε που φορούσε, ήταν πια κουρέλια εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Το' φερε η τύχη, και το πλοίο του γιου της, έπιασε λιμάνι στο απέναντι χωριό. Όλοι έμαθαν ότι ο πλούσιος έμπορος Παλαμτσάρ, έφερε με το πλοίο του, του κόσμου τις ωραίες πραμάτειες, για να τις πουλήσει.
Η είδηση έφτασε και στα αυτιά της μάνας. Μόλις το άκουσε, σπαρτάρισε από τη λαχτάρα να δει το μονάκριβο γιο της.
Είχε τόσα χρόνια να τον σφίξει στην αγκαλιά της, και με προσμονή ξεκίνησε να τον συναντήσει.
Μια αγωνία μόνο την έτρωγε:
''Λες να μην είναι ο γιος μου, και να είναι κάποιος που έχει το ίδιο όνομα;....'' αναρωτιόταν και προσπαθούσε να κάνει πιο γρήγορο το σερνάμενο βήμα της.
Κάποια στιγμή έφτασε στο καράβι, και χώθηκε ανάμεσα στο κόσμο, για να αντικρίσει με λαχτάρα τον έμπορο.
Μόλις τον είδε, τα γέρικα μάτια της έλαμψαν από τα μητρικά δάκρυα. Τον γνώρισε αμέσως, και φώναξε με τρεμάμενη φωνή:
-Παλαμτσάρ,......γιε μου......αγόρι μου!!!.....
Ο Παλαμτσάρ τη γνώρισε αμέσως, αλλά δε χάρηκε καθόλου. Μπροστά σε όλο το κόσμο, που παρακολουθούσε περιμένοντας τη συνέχεια, δεν ήθελε να παραδεχτεί, ότι αυτή η ρακένδυτη, κουρελιασμένη γριά, ήταν η μάνα του. Ντρεπόταν να έχει συγγένεια, με αυτή τη ζητιάνα. Και ξαφνικά είπε:
-Ποια είναι αυτή η γριά ζητιάνα, δε σε ξέρω κυρά μου, ....πάρτε την από μπροστά μου, με εμποδίζει να κάνω τη δουλειά μου!......
-Γιε μου, ...Παλαμτσάρ...δε γνωρίζεις τη μάνα σου;.....
-Μα τι ιδέες σου μπαίνουν στο μυαλό, κουρελιάρα, δε σε ξέρω κι ούτε σε έχω δει ποτέ μου!!!...
Σαν άκουσε η δύστυχη γριούλα αυτά τα σκληρά λόγια, τα τόσο αχάριστα και άπονα, έπεσε χάμω, και η καρδιά της σταμάτησε από το πόνο. Άφησε τη τελευταία της πνοή, με τα δακρυσμένα της μάτια ανοιχτά, στραμμένα προς τον αχάριστο γιο της.
Εκείνη τη στιγμή, ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα. Οι ουρανοί άνοιξαν, ο κόσμος άρχισε να τρέχει για να προφυλαχθεί. Τα νερά του ποταμού φούσκωσαν, και έγιναν πιο ορμητικά. Άρχισαν να παρασύρουν τα πάντα στο διάβα τους. Το καράβι του Παλαμτσάρ, έγινε θύμα στο έλεος του νερού. Αφού στροβιλίστηκε αρκετές φορές, βρόντηξε σε ένα βράχο και βούλιαξε, στερώντας και τη ζωή όλων, όσων βρίσκονταν πάνω σε αυτό. Έτσι έχασε τη ζωή του και ο αχάριστος Παλαμτσάρ.
Όταν πέρασε η καταιγίδα, σε κάποιο σημείο βγήκε ένας βράχος που έμοιαζε με πέτρινο καράβι. Ένα μικρό νησάκι, που ο κόσμος για να μη ξεχάσει ποτέ το μέγεθος της αχαριστίας ενός γιου προς τη μάνα που τον γέννησε, το ονόμασε το νησί της κάσας!!!
Στην ακροποταμιά, μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε μια χήρα που είχε ένα γιο που λεγόταν Παλαμτσάρ.
Τον μεγάλωνε με πολλές δυσκολίες, και πολλές φορές εξασφάλιζε τόσο λίγο φαγητό, που καθόταν η ίδια νηστική, για να φάει το παιδί της.
Το μόνο που την ενδιέφερε, ήταν η ασφάλεια του παιδιού της, η χαρά του παιδιού της, και να είναι χορτάτο το παιδί της. Ο εαυτός της έμπαινε σε δεύτερη μοίρα.
Και τα χρόνια περνούσαν, και ο Παλαμτσάρ μεγάλωνε, με την αγάπη και τη στοργή της μάνας.
Σαν μεγάλωσε, αποφάσισε να φύγει για να βρει τη τύχη του. Κι η μάνα τι να κάνει, το δέχτηκε με δάκρυα στα μάτια. Κι ο Παλαμτσάρ έφυγε, και ξέχασε τι άφησε πίσω του.
Οι δουλειές του πήγαν καλά, έγινε έμπορας και απέκτησε δικά του καράβια, με τα οποία μετέφερε τα εμπορεύματα του και τα πουλούσε από χώρα σε χώρα.
Τα πλοία του έσκιζαν τα νερά της θάλασσας, τους ωκεανούς και τα ποτάμια, και το χρήμα που αποκτούσε ήταν πολύ.
Η μάνα του είχε χρόνια να πάρει νέα του γιου της, είχε βυθιστεί στην απόλυτη φτώχεια, και τρεφόταν με ρίζες. Τα ρούχα δε που φορούσε, ήταν πια κουρέλια εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Το' φερε η τύχη, και το πλοίο του γιου της, έπιασε λιμάνι στο απέναντι χωριό. Όλοι έμαθαν ότι ο πλούσιος έμπορος Παλαμτσάρ, έφερε με το πλοίο του, του κόσμου τις ωραίες πραμάτειες, για να τις πουλήσει.
Η είδηση έφτασε και στα αυτιά της μάνας. Μόλις το άκουσε, σπαρτάρισε από τη λαχτάρα να δει το μονάκριβο γιο της.
Είχε τόσα χρόνια να τον σφίξει στην αγκαλιά της, και με προσμονή ξεκίνησε να τον συναντήσει.
Μια αγωνία μόνο την έτρωγε:
''Λες να μην είναι ο γιος μου, και να είναι κάποιος που έχει το ίδιο όνομα;....'' αναρωτιόταν και προσπαθούσε να κάνει πιο γρήγορο το σερνάμενο βήμα της.
Κάποια στιγμή έφτασε στο καράβι, και χώθηκε ανάμεσα στο κόσμο, για να αντικρίσει με λαχτάρα τον έμπορο.
Μόλις τον είδε, τα γέρικα μάτια της έλαμψαν από τα μητρικά δάκρυα. Τον γνώρισε αμέσως, και φώναξε με τρεμάμενη φωνή:
-Παλαμτσάρ,......γιε μου......αγόρι μου!!!.....
Ο Παλαμτσάρ τη γνώρισε αμέσως, αλλά δε χάρηκε καθόλου. Μπροστά σε όλο το κόσμο, που παρακολουθούσε περιμένοντας τη συνέχεια, δεν ήθελε να παραδεχτεί, ότι αυτή η ρακένδυτη, κουρελιασμένη γριά, ήταν η μάνα του. Ντρεπόταν να έχει συγγένεια, με αυτή τη ζητιάνα. Και ξαφνικά είπε:
-Ποια είναι αυτή η γριά ζητιάνα, δε σε ξέρω κυρά μου, ....πάρτε την από μπροστά μου, με εμποδίζει να κάνω τη δουλειά μου!......
-Γιε μου, ...Παλαμτσάρ...δε γνωρίζεις τη μάνα σου;.....
-Μα τι ιδέες σου μπαίνουν στο μυαλό, κουρελιάρα, δε σε ξέρω κι ούτε σε έχω δει ποτέ μου!!!...
Σαν άκουσε η δύστυχη γριούλα αυτά τα σκληρά λόγια, τα τόσο αχάριστα και άπονα, έπεσε χάμω, και η καρδιά της σταμάτησε από το πόνο. Άφησε τη τελευταία της πνοή, με τα δακρυσμένα της μάτια ανοιχτά, στραμμένα προς τον αχάριστο γιο της.
Εκείνη τη στιγμή, ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα. Οι ουρανοί άνοιξαν, ο κόσμος άρχισε να τρέχει για να προφυλαχθεί. Τα νερά του ποταμού φούσκωσαν, και έγιναν πιο ορμητικά. Άρχισαν να παρασύρουν τα πάντα στο διάβα τους. Το καράβι του Παλαμτσάρ, έγινε θύμα στο έλεος του νερού. Αφού στροβιλίστηκε αρκετές φορές, βρόντηξε σε ένα βράχο και βούλιαξε, στερώντας και τη ζωή όλων, όσων βρίσκονταν πάνω σε αυτό. Έτσι έχασε τη ζωή του και ο αχάριστος Παλαμτσάρ.
Όταν πέρασε η καταιγίδα, σε κάποιο σημείο βγήκε ένας βράχος που έμοιαζε με πέτρινο καράβι. Ένα μικρό νησάκι, που ο κόσμος για να μη ξεχάσει ποτέ το μέγεθος της αχαριστίας ενός γιου προς τη μάνα που τον γέννησε, το ονόμασε το νησί της κάσας!!!
όμορφη ιστορία ευχαριστώ
ΑπάντησηΔιαγραφήΦοβερό!!!!!!!!!Πολύ διδακτική ιστορία να σαι καλά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό βράδυ
ME EKANEΣ ΚΑΙ ΔΑΚΡΥΣΑ. ΥΠΕΡΟΧΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΣΟ ΑΛΗΘΙΝΗ, ΚΑΘΟΛΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙ.ΝΑΣΑΙ ΚΑΛΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά Λάμπρο μου σ' ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ'ευχαριστώ Άννα μου να είσαι καλά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι πράγματι μια πολύ συγκινητική ιστορία!
ΑπάντησηΔιαγραφή