Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια μαϊμού που ζούσε σε ένα μακρινό νησί. Το νησί που έμενε, ήταν γεμάτο συκιές, και η μαϊμού μας ήταν ο μοναδικός του κάτοικος. Έτρωγε τα ζουμερά σύκα της, και την περνούσε βασιλικά. Το μόνο της παράπονο ήταν η μοναξιά. Της έλειπε ένας φίλος για να κουβεντιάζει, και να κάνει λίγη παρέα.
Σύντομα όμως κάλυψε και αυτό της το κενό. Ένα πρωί είδε στη θάλασσα μια χελώνα, κοντά στην ακρογιαλιά, που ήρθε κολύμπι από το γειτονικό νησί.
Η μαϊμού έκοψε γρήγορα ένα γινωμένο σύκο, και της το πέταξε. Η χελώνα το έφαγε αμέσως και το ευχαριστήθηκε τόσο πολύ, που δεν σταμάτησε να ευχαριστεί τη μαϊμού.
-Μα δεν είναι τίποτα, αφού σου άρεσαν τόσο, μπορώ να σου δώσω κι άλλα, και να σου δίνω κάθε φορά που έρχεσαι.
Έτσι ξεκίνησε μια φιλία. Η χελώνα πήγαινε καθημερινά στο νησί της μαϊμούς, έτρωγε τα σύκα της, και στη συνέχεια κουβέντιαζαν αρκετή ώρα. Η μία ήταν ευχαριστημένη γιατί βρήκε επιτέλους ένα φίλο να κουβεντιάζει και η δεύτερη γιατί βρήκε ένα φίλο κουβαρντά, που της έδινε ωραία σύκα.
Βγήκε λοιπόν τελάλης, ότι όποιος έφερνε μια καρδιά μαϊμούς, θα ζούσε στο εξής πλουσιοπάροχα στο παλάτι, και θα απολάμβανε βασιλικές τιμές για ολόκληρη τη ζωή του.
Το μαντάτο φυσικά δεν άργησε να φτάσει και στα αυτιά της χελώνας.
Αμέσως το μυαλό της πήγε στη φίλη της με τα σύκα. Τα μάτια της γυάλισαν από την απληστία, και ξεκίνησε για το νησί με τις συκιές.
Όταν έφτασε είπε στη μαϊμού:
-Φίλη μου, τόσο καιρό έρχομαι εδώ και με υποδέχεσαι φιλόξενα, θα μου άρεσε όμως να έρθεις κι εσύ μια φορά σπίτι μου να σε περιποιηθώ κι εγώ.
-Μετά χαράς, ...απάντησε η μαϊμού, αλλά το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρω κολύμπι.
-Και γι'αυτό στενοχωριέσαι αγαπημένη μου φίλη; Θα ανέβεις στη πλάτη μου, θα σε περάσω εγώ τη θάλασσα, και το βράδυ θα σε ξαναγυρίσω.
Η μαϊμού, δεν υποψιάστηκε τίποτα. Ανέβηκε στη πλάτη της χελώνας και άρχισαν το θαλασσινό τους ταξίδι. Στη διαδρομή, η χελώνα περίεργη, ρώτησε τη μαϊμού.
-Είναι αλήθεια ότι η καρδιά σου γιατρεύει όλες τις αρρώστιες;
Αυτή η ερώτηση δεν άρεσε στη μαϊμού καθόλου, που άρχισαν να τη "ζώνουν τα φίδια". Έτσι όπως, όμως, υπήρχε τριγύρω νερό και εκείνη δεν ήξερε κολύμπι, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Είχε αρχίσει να μετανιώνει που έφυγε από το νησί της.
Σκέφτηκε για λίγο, και ύστερα απάντησε αδιάφορα.
-Φυσικά και είναι αλήθεια. Η καρδιά της μαϊμούς είναι το καλύτερο γιατρικό. Γιατί ποιος είναι άρρωστος;
-Ο βασιλιάς μας το λιοντάρι.
-Γιατί δεν το έλεγες πιο πριν. Αν το ήξερα θα έπαιρνα μαζί μου τη καρδιά μου, και θα πηγαίναμε να τον κάνουμε καλά.
-Δηλαδή;... Δεν έχεις μαζί σου τη καρδιά σου;...ρώτησε η χελώνα πιστεύοντας το ψέμα.
-Εμείς οι μαϊμούδες, όταν ξεκινάμε ταξίδι, αφήνουμε τη καρδιά μας στο σπίτι μας. Όλα όμως διορθώνονται. Μην ανησυχείς καθόλου. Πήγαινε με πίσω να τη πάρω και ξαναφεύγουμε.
Η κουτοπόνηρη χελώνα γύρισε πίσω τη μαϊμού στο νησί να πάρει τη καρδιά της.
Μόλις έφτασαν, η μαιμού ανέβηκε σε ένα δέντρο και ούτε ξανακατέβηκε. Μα ούτε και ξεμάκρυνε ποτέ ξανά από τα σύκα της. Πήρε και ένα πολύτιμο μάθημα.
Αυτός που έχει κάποιο κέρδος από κάποιον, δεν είναι πραγματικός φίλος. Μόλις πάψει να έχει κέρδος, ή βρει μεγαλύτερο κέρδος, ακόμα και εις βάρος του φίλου του, γίνεται εχθρός του πολύ εύκολα. Ο πραγματικός φίλος δεν χρειάζεται αμοιβή για τη φιλία του. Είναι φίλος γιατί το νοιώθει.
Πολύ πολύ ωραίο! Και διδακτικό!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα
Σ'ευχαριστώ να είσαι καλά!
Διαγραφήπροσοχή όχι στους φίλους μαϊμούδες αλλά στους φίλους... χελώνες...
ΑπάντησηΔιαγραφήωραία ιστορία...
Μόνο που κοντεύουν να γίνουν δυσεύρετοι!
ΔιαγραφήΚαταπληκτική ιστορία. Θα τη χρησιμοποιησουμε στην τάξη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ, χαίρομαι πολύ γι' αυτό!
Διαγραφή