Ένας Σβούρος, και μια Μπάλα, έμεναν κι οι δύο στο ίδιο κουτί με άλλα παιχνίδια.
Μια μέρα ο Σβούρος λέει στη Μπάλα:
-Αρραβωνιαζόμαστε; Έτσι κι αλλιώς μαζί θα ζήσουμε όλη μας τη ζωή.
Η Μπάλα όμως, που ήταν ντυμένη μες τα μεταξωτά και είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, δεν του έδωσε καμία απάντηση.
Το άλλο πρωί ήρθε το αγοράκι, που του ανήκαν τα παιχνίδια, κι αφού έβαψε τον Σβούρο κίτρινο και κόκκινο, του κάρφωσε κι ένα μπακιρένιο καρφί στην κορφή του.
Έτσι στολισμένος ο Σβούρος, είχε μεγαλόπρεπη όψη, καθώς τριγύριζε πάνω στη μύτη του.
-Για δες με!...έλεγε τώρα στη Μπάλα. Πώς με βρίσκεις λοιπόν; Σκέψου πόσο ταιριασμένο ζευγάρι θα ήμασταν.... Εσύ να πηδάς κι εγώ να χορεύω! Κανένας δεν θα ήταν πιο ευτυχισμένος από εμάς τους δυο.
-Νομίζετε;...ρώτησε η Μπάλα. Ξεχνάτε φαίνεται, από τι οικογένεια κατάγομαι εγώ. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν μεταξωτές παντούφλες, κι εγώ έχω μέσα μου μια τοοόση μεγάλη καρδιά από φελλό.
-Ναι ... μα κι εγώ δεν πάω πίσω, παρατήρησε τότε ο Σβούρος. Πρώτον είμαι από μαόνι... Κι έπειτα, με έχει τορνέψει ο ίδιος ο Δικαστής. Έχει δικό του τόρνο, να περνάει την ώρα του. Και να έβλεπες με πόση προσοχή και αγάπη με έφτιαχνε!
-Να σας πιστέψω;...ρώτησε η Μπάλα.
-Να μη με φροντίσουν ξανά, αν λέω ψέματα.
-Βλέπω πως είσαστε πολύ εύγλωττος, δυστυχώς όμως δεν είμαι ελεύθερη. Είμαι σχεδόν αρραβωνιασμένη, με ένα χελιδόνι. Κάθε φορά που πηδάω ως εκεί πάνω, το χελιδόνι βγάζει το κεφαλάκι του από τη φωλιά του και με ρωτάει αν το θέλω. Κι εγώ μέσα μου έχω πει το ναι.
Εξάλλου μου ταιριάζει ένα πλάσμα που πετάει στα ουράνια και πάει ψηλά σαν και μένα.
Από τότε ο Σβούρος δεν ξαναμίλησε της Μπάλας.
Την άλλη μέρα το αγόρι, πήρε τη Μπάλα και άρχισε να παίζει μαζί της. Ο Σβούρος την έβλεπε που πηδούσε ψηλά σαν πουλί, και ύστερα γύριζε πάλι κάτω με φόρα. Μια φορά όμως δεν ξαναγύρισε.
Ο μικρός έψαξε αλλά η Μπάλα ήταν άφαντη.
-Εγώ ξέρω που πήγε και κρύφτηκε, αναστέναξε ο Σβούρος. Είναι στη χελιδονοφωλιά. Παντρεύτηκε το χελιδόνι.
Κι όσο πιο πολύ τη σκεφτόταν με τα μεταξωτά της, τόσο πιο πολύ την αγαπούσε. Η αγάπη του μεγάλωνε πιο πολύ, σαν σκεφτόταν ότι δεν έβλεπε ξανά την ομορφιά της, και ότι την είχε πάρει κάποιος άλλος κι εκείνον δεν τον καταδέχτηκε.
Στριφογύριζε και χόρευε πάνω στη μύτη του, αλλά το λούσο και η ομορφιά της Μπάλας δεν έφευγε από το μυαλό του. Στη φαντασία του την έβλεπε ακόμα πιο όμορφη από ότι ήταν.
Πέρασαν χρόνια και η αγάπη του έγινε μια παλιά, και αθάνατη αγάπη.
Ο Σβούρος δεν ήταν πια νέος, δεν ήταν δηλαδή πια καινούργιος, όπως λένε για τα παιχνίδια.
Ωστόσο, γνώρισε τιμές και δόξες και μια μέρα τον έβαψαν χρυσό.
Ποτέ του δεν ήταν πιο όμορφος! Τώρα πηδούσε ακόμα πιο ψηλά, και χόρευε ακόμα πιο γρήγορα.
Τόσο καμάρι! Μια μέρα όμως πήδηξε τόσο ψηλά, που ο ιδιοκτήτης του, τον έχασε από τα μάτια του.
Τον έψαξε παντού, αλλά ο Σβούρος δεν φαινόταν πουθενά.
Τι είχε συμβεί;
Χωρίς να το θέλει, είχε πέσει σε ένα τενεκέ σκουπιδιών, γεμάτο κοτσάνια από λάχανα, μπανανόφλουδες, σοβάδες από τον τοίχο, και κάθε είδος σκουπιδιού ξεχασμένο από καιρό.
-Ωραία τα κατάφερα!...είπε μέσα του ο Σβούρος. Εδώ θα ξεθωριάσει και το χρυσάφι μου! Αχ!... τι σιχαμένα που είναι όλα τριγύρω μου!
Ήταν στριμωγμένος ανάμεσα σε ένα κοτσάνι από λάχανο, και σε ένα χαλασμένο μήλο.
Ωστόσο δεν ήταν μήλο. Ήταν μια παλιά ξεθωριασμένη Μπάλα! Είχε μείνει πολλά χρόνια στο λούκι, είχε κυλήσει εκεί από τα κεραμίδια, και τώρα είχε πέσει σε αυτόν τον τενεκέ. Οι βροχές τη μούσκευαν χρόνια και χρόνια, και τώρα αυτή με κουρελιασμένο το ντύσιμο της, και με ξεθωριασμένα τα χρώματα της, έμοιαζε με ζαρωμένο μήλο.
-Δόξα το Θεό!...σκέφτηκε η Μπάλα, καθώς κοιτούσε τον χρυσωμένο Σβούρο. Βρήκα μια παρέα να κουβεντιάσω λιγάκι.
Είμαι ξέρετε, από μετάξι, κι έχω και φελλό μέσα μου, άρχισε να λέει στον Σβούρο. Αλλά τι τα θέλετε; Αυτά δεν είναι για εδώ.... Δεν υπάρχει κανένας να τα εκτιμήσει εδώ. Παρά λίγο θα παντρευόμουν ένα χελιδόνι, αλλά έπεσα, βλέπετε, στο λούκι κι έμεινα εκεί, πέντε ολόκληρα χρόνια.
Πέντε ολόκληρα χρόνια είναι πολλά για ένα κορίτσι!
Ο Σβούρος όμως δεν της απάντησε. Σκεφτόταν, την παλιά του αγάπη κι όσο του μιλούσε η Μπάλα, τόσο και πιο πολύ καταλάβαινε πως ήταν αυτή!
Σε λίγο ήρθε η υπηρέτρια, και κοίταξε τον τενεκέ. Φώναξε:
-Εδώ είναι ο Σβούρος!
Έτσι ο Σβούρος, γύρισε στο σπίτι του, στο κουτί, και γνώρισε πάλι πολλές τιμές και δόξες.
Για τη Μπάλα ωστόσο, δεν ενδιαφέρθηκε κανείς. Ούτε για τη καταγωγή της, ούτε για τα μεταξωτά της, ούτε καν για την τύχη της.
Κι από τότε ο Σβούρος δεν ξαναμίλησε πια για την παλιά του αγάπη....
Γιατί η αγάπη ξεχνιέται, σαν σέρνεσαι πέντε χρόνια μέσα στα..λούκια, κι όταν σε ξανασυναντήσουν σε πετύχουν μέσα σε ένα τενεκέ με σκουπίδια.
Μια μέρα ο Σβούρος λέει στη Μπάλα:
-Αρραβωνιαζόμαστε; Έτσι κι αλλιώς μαζί θα ζήσουμε όλη μας τη ζωή.
Η Μπάλα όμως, που ήταν ντυμένη μες τα μεταξωτά και είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, δεν του έδωσε καμία απάντηση.
Το άλλο πρωί ήρθε το αγοράκι, που του ανήκαν τα παιχνίδια, κι αφού έβαψε τον Σβούρο κίτρινο και κόκκινο, του κάρφωσε κι ένα μπακιρένιο καρφί στην κορφή του.
Έτσι στολισμένος ο Σβούρος, είχε μεγαλόπρεπη όψη, καθώς τριγύριζε πάνω στη μύτη του.
-Για δες με!...έλεγε τώρα στη Μπάλα. Πώς με βρίσκεις λοιπόν; Σκέψου πόσο ταιριασμένο ζευγάρι θα ήμασταν.... Εσύ να πηδάς κι εγώ να χορεύω! Κανένας δεν θα ήταν πιο ευτυχισμένος από εμάς τους δυο.
-Νομίζετε;...ρώτησε η Μπάλα. Ξεχνάτε φαίνεται, από τι οικογένεια κατάγομαι εγώ. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν μεταξωτές παντούφλες, κι εγώ έχω μέσα μου μια τοοόση μεγάλη καρδιά από φελλό.
-Ναι ... μα κι εγώ δεν πάω πίσω, παρατήρησε τότε ο Σβούρος. Πρώτον είμαι από μαόνι... Κι έπειτα, με έχει τορνέψει ο ίδιος ο Δικαστής. Έχει δικό του τόρνο, να περνάει την ώρα του. Και να έβλεπες με πόση προσοχή και αγάπη με έφτιαχνε!
-Να σας πιστέψω;...ρώτησε η Μπάλα.
-Να μη με φροντίσουν ξανά, αν λέω ψέματα.
-Βλέπω πως είσαστε πολύ εύγλωττος, δυστυχώς όμως δεν είμαι ελεύθερη. Είμαι σχεδόν αρραβωνιασμένη, με ένα χελιδόνι. Κάθε φορά που πηδάω ως εκεί πάνω, το χελιδόνι βγάζει το κεφαλάκι του από τη φωλιά του και με ρωτάει αν το θέλω. Κι εγώ μέσα μου έχω πει το ναι.
Εξάλλου μου ταιριάζει ένα πλάσμα που πετάει στα ουράνια και πάει ψηλά σαν και μένα.
Από τότε ο Σβούρος δεν ξαναμίλησε της Μπάλας.
Την άλλη μέρα το αγόρι, πήρε τη Μπάλα και άρχισε να παίζει μαζί της. Ο Σβούρος την έβλεπε που πηδούσε ψηλά σαν πουλί, και ύστερα γύριζε πάλι κάτω με φόρα. Μια φορά όμως δεν ξαναγύρισε.
Ο μικρός έψαξε αλλά η Μπάλα ήταν άφαντη.
-Εγώ ξέρω που πήγε και κρύφτηκε, αναστέναξε ο Σβούρος. Είναι στη χελιδονοφωλιά. Παντρεύτηκε το χελιδόνι.
Κι όσο πιο πολύ τη σκεφτόταν με τα μεταξωτά της, τόσο πιο πολύ την αγαπούσε. Η αγάπη του μεγάλωνε πιο πολύ, σαν σκεφτόταν ότι δεν έβλεπε ξανά την ομορφιά της, και ότι την είχε πάρει κάποιος άλλος κι εκείνον δεν τον καταδέχτηκε.
Στριφογύριζε και χόρευε πάνω στη μύτη του, αλλά το λούσο και η ομορφιά της Μπάλας δεν έφευγε από το μυαλό του. Στη φαντασία του την έβλεπε ακόμα πιο όμορφη από ότι ήταν.
Πέρασαν χρόνια και η αγάπη του έγινε μια παλιά, και αθάνατη αγάπη.
Ο Σβούρος δεν ήταν πια νέος, δεν ήταν δηλαδή πια καινούργιος, όπως λένε για τα παιχνίδια.
Ωστόσο, γνώρισε τιμές και δόξες και μια μέρα τον έβαψαν χρυσό.
Ποτέ του δεν ήταν πιο όμορφος! Τώρα πηδούσε ακόμα πιο ψηλά, και χόρευε ακόμα πιο γρήγορα.
Τόσο καμάρι! Μια μέρα όμως πήδηξε τόσο ψηλά, που ο ιδιοκτήτης του, τον έχασε από τα μάτια του.
Τον έψαξε παντού, αλλά ο Σβούρος δεν φαινόταν πουθενά.
Τι είχε συμβεί;
Χωρίς να το θέλει, είχε πέσει σε ένα τενεκέ σκουπιδιών, γεμάτο κοτσάνια από λάχανα, μπανανόφλουδες, σοβάδες από τον τοίχο, και κάθε είδος σκουπιδιού ξεχασμένο από καιρό.
-Ωραία τα κατάφερα!...είπε μέσα του ο Σβούρος. Εδώ θα ξεθωριάσει και το χρυσάφι μου! Αχ!... τι σιχαμένα που είναι όλα τριγύρω μου!
Ήταν στριμωγμένος ανάμεσα σε ένα κοτσάνι από λάχανο, και σε ένα χαλασμένο μήλο.
Ωστόσο δεν ήταν μήλο. Ήταν μια παλιά ξεθωριασμένη Μπάλα! Είχε μείνει πολλά χρόνια στο λούκι, είχε κυλήσει εκεί από τα κεραμίδια, και τώρα είχε πέσει σε αυτόν τον τενεκέ. Οι βροχές τη μούσκευαν χρόνια και χρόνια, και τώρα αυτή με κουρελιασμένο το ντύσιμο της, και με ξεθωριασμένα τα χρώματα της, έμοιαζε με ζαρωμένο μήλο.
-Δόξα το Θεό!...σκέφτηκε η Μπάλα, καθώς κοιτούσε τον χρυσωμένο Σβούρο. Βρήκα μια παρέα να κουβεντιάσω λιγάκι.
Είμαι ξέρετε, από μετάξι, κι έχω και φελλό μέσα μου, άρχισε να λέει στον Σβούρο. Αλλά τι τα θέλετε; Αυτά δεν είναι για εδώ.... Δεν υπάρχει κανένας να τα εκτιμήσει εδώ. Παρά λίγο θα παντρευόμουν ένα χελιδόνι, αλλά έπεσα, βλέπετε, στο λούκι κι έμεινα εκεί, πέντε ολόκληρα χρόνια.
Πέντε ολόκληρα χρόνια είναι πολλά για ένα κορίτσι!
Ο Σβούρος όμως δεν της απάντησε. Σκεφτόταν, την παλιά του αγάπη κι όσο του μιλούσε η Μπάλα, τόσο και πιο πολύ καταλάβαινε πως ήταν αυτή!
Σε λίγο ήρθε η υπηρέτρια, και κοίταξε τον τενεκέ. Φώναξε:
-Εδώ είναι ο Σβούρος!
Έτσι ο Σβούρος, γύρισε στο σπίτι του, στο κουτί, και γνώρισε πάλι πολλές τιμές και δόξες.
Για τη Μπάλα ωστόσο, δεν ενδιαφέρθηκε κανείς. Ούτε για τη καταγωγή της, ούτε για τα μεταξωτά της, ούτε καν για την τύχη της.
Κι από τότε ο Σβούρος δεν ξαναμίλησε πια για την παλιά του αγάπη....
Γιατί η αγάπη ξεχνιέται, σαν σέρνεσαι πέντε χρόνια μέσα στα..λούκια, κι όταν σε ξανασυναντήσουν σε πετύχουν μέσα σε ένα τενεκέ με σκουπίδια.
Ώστε ξεχνιέται η αγάπη μέσα στα λούκια και στα σκουπίδια;;Νομίζω ότι αυτή δεν είναι αγάπη.........είναι η θαμπάδα από τη λάμψη των μεταξωτών και των στολιδιών.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι λες;;;
Καλησπέρα Μαίρη
Συμφωνώ μαζί σου, άρα το δίδαγμα είναι ότι δεν πρέπει να μας θαμπώνει η εμφάνιση, αλλά ούτε και τα μυαλά μας να παίρνουν αέρα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό σου βράδυ!!