Θα σας πω μια ιστορία για ένα κορίτσι που το έλεγαν Ζωή. Για μια αδελφούλα που ζούσε σε ένα σπιτάκι με τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια της τον Γενναίο και τον Τυχερό.
Μη νομίζετε ότι ήταν τυχαία τα ονόματα τους. Όχι! Η Ζωή είχε μια αγάπη τεράστια μέσα της, και μία ζωντάνια απερίγραπτη. Ο Γενναίος πίστευε ότι το θάρρος σε έβγαζε νικητή στη ζωή. Ενώ ο Τυχερός, πίστευε ότι με διάφορους πλάγιους τρόπους μπορείς να πετύχεις τα πάντα χωρίς κόπο, αρκεί να είχες τη τύχη με το μέρος σου.
Ο καιρός τους κυλούσε ήρεμα, ήταν αγαπημένα μεταξύ τους τα αδέλφια και ζούσαν με τα καλούδια που έβγαζε το περιβολάκι τους στο πίσω μέρος του σπιτιού τους.
Δεν ήθελαν τίποτα άλλο. Δεν είχαν άλλη επιθυμία, παρά μόνο, να ζουν ήρεμα και αγαπημένα μαζί, στη φύση.
Ένα βράδυ χτύπησε η πόρτα τους. Η Ζωή πήγε να δει ποιος χτυπούσε.
Ήταν μία γριά, που ξέμεινε στο δάσος και ζητούσε κάπου να περάσει το βράδυ της.
Η Ζωή τη δέχτηκε ευχαρίστως και της ετοίμασε φαγητό για να φάει, κι έπειτα της έστρωσε κάπου για να κοιμηθεί.
Η γριά έκοβε βόλτες μέσα στο σπίτι και κοιτούσε την όμορφη φωτιά του τζακιού κάθε τόσο.
-Πώς σε λένε γιαγιά; ...ρώτησε η Ζωή
-Με λένε Δοκιμασία.
-Παράξενο όνομα έχεις, δεν το έχω ξανακούσει
-Το όνομα μου πιο πολύ το ζεις, παρά το ακούς.....απάντησε η γιαγιά.
Παρόλο που δεν κατάλαβαν τι εννοούσε, δεν έδωσαν συνέχεια.
Σαν ξημέρωσε, νωρίς το πρωί η γιαγιά Δοκιμασία, έκανε βόλτα στο περιβόλι. Το πήγε πάνω κάτω πέντε φορές και μετά γύρισε στο σπίτι, και είπε στα παιδιά.
-Ωραίο το περιβόλι σας. Αλλά του λείπει το πουλί που μιλάει, το δέντρο που τραγουδάει, και το μαλαματένιο νερό. Τότε θα ήταν το πιο όμορφο περιβόλι του κόσμου.
-Πού θα τα βρούμε;....ρώτησαν τα αδέλφια με μια φωνή.
-Αν πάτε ίσια μπροστά σας, θα συναντήσετε έναν άνθρωπο κι αυτός θα σας πει.
Έπειτα από λίγο τους χαιρέτησε, τους ευχαρίστησε για τη φιλοξενία τους κι έφυγε.
Ο μεγάλος αδελφός ο Γενναίος, έμεινε συλλογισμένος για αρκετή ώρα.
Και ξαφνικά είπε:
-Αδέλφια μου νομίζω ότι είμαι ο κατάλληλος για να φέρω αυτά τα τρία πράγματα που είπε η γιαγιά, και να κάνω το περιβόλι μας το πιο ωραίο στον κόσμο.
Αν δεν πάω θα σκάσω. Δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο παρά θάρρος. Κι αυτό το έχω. Κι εσύ Ζωή ράψε μου ένα πουκάμισο. Έχεις δεξιοτεχνία στο ράψιμο. Αν κάποια στιγμή τρυπηθείς από τη βελόνα, τότε θα πει ότι κάτι έπαθα. Και ξεκίνησε το ταξίδι του.
Πήγε ίσια μπροστά, και συνάντησε έναν άνθρωπο που του συστήθηκε με το όνομα Σοφός.
Ο Σοφός καθόταν στα ριζά ενός βουνού, γεμάτο πέτρες.
-Ξέρεις καλέ μου άνθρωπε να μου πεις πού θα βρω το πουλί που μιλάει, το δέντρο που τραγουδάει και το μαλαματένιο νερό;
-Παιδί μου πρέπει να ανέβεις στην κορφή αυτού του βουνού. Όμως πρόσεξε... στο δρόμο σου θα συναντήσεις πολλούς που θα σε βρίζουν, θα σε χτυπούν, θα σε κολακεύουν, αλλά δεν πρέπει να δώσεις σημασία σε κανέναν. Δεν πρέπει να γυρίσεις να τους κοιτάξεις γιατί θα γίνεις αμέσως πέτρα.
Τα άκουσε ο Γενναίος και βεβαίωσε τον Σοφό, ότι θα προσέχει.
Άρχισε λοιπόν να ανεβαίνει ένα ανηφορικό απότομο μονοπάτι. Είχε περάσει μια στροφή του μονοπατιού, όταν άκουσε κάποιες φωνές να τον βρίζουν.
Τον έλεγαν άχρηστο, ακαμάτη, ανόητο, του έλεγαν ότι δεν είχε καμία δουλειά ανάμεσα τους, τον έλεγαν δειλό, ψεύτη, κι ένα σωρό άλλες άσχημες κουβέντες.
Το παλικάρι νευρίασε, αλλά δεν αντέδρασε καθόλου και συνέχισε να προχωρά.
Μετά από λίγη ώρα, άκουσε πάλι άλλες φωνές που αυτή τη φορά τον επαινούσαν, του έταζαν πλούτη εύκολα, χωρίς κόπο και ένα σωρό καλά αν πήγαινε στην παρέα τους.
Εκείνος όμως παρότι γοητεύτηκε, δεν αντέδρασε ούτε γύρισε να ρίξει ματιά και συνέχισε να προχωρά. Μόλις είχε στρίψει μια στροφή, όταν ένα δυνατό χτύπημα στη πλάτη κόντεψε να τον ρίξει κάτω. Φούντωσε με αυτό το θράσος και γύρισε να ανταποδώσει το χτύπημα. Δεν πρόλαβε όμως γιατί αμέσως....έγινε πέτρα.
Η Ζωή στο σπίτι, ενόσω έραβε τρυπήθηκε ξαφνικά από το βελόνι και αίμα άρχισε να τρέχει από το δάχτυλο της.
-Ο αδελφός μας κάτι έπαθε.
Ο Τυχερός σηκώθηκε όρθιος και της είπε:
-Μην ανησυχείς εγώ θα πάω και θα τον φέρω πίσω.
Ξεκίνησε κι αυτός και σαν έφτασε στα ριζά του βουνού συνάντησε τον Σοφό.
Τον ρώτησε, κι εκείνος του είπε ό,τι ακριβώς είχε πει και στον αδελφό του.
Αυτός τον ευχαρίστησε και άρχισε να ανεβαίνει. Δύσκολο στρατί και απότομο. Κουράστηκε έπειτα από λίγο. Άρχισαν τότε κάποιες φωνές να τον βρίζουν και να τον προσβάλουν. Αλλά αυτός συνέχισε απτόητος. Παρακάτω δέχτηκε κάποια χτυπήματα δυνατά και σπρωξιές, αλλά ούτε αυτά τον κλόνισαν.
Μετά από την επόμενη στροφή όμως, κάποιοι άρχισαν να τον κολακεύουν και να του τάζουν διάφορα, άκοπα και γρήγορα. Ο Τυχερός μας δελεάστηκε.
-Αυτό έλεγα κι εγώ πάντα.....μονολόγησε.
Και γύρισε να διαπραγματευθεί. Δεν πρόλαβε όμως και αυτός γιατί έγινε αμέσως πέτρα.
Η Ζωή στο σπίτι που έραβε τώρα ένα πουκάμισο του Τυχερού, τρυπήθηκε πάλι από το βελόνι, και νοιώθοντας ότι αυτό ήταν δεύτερο σημάδι, σηκώθηκε όρθια και έτρεξε στη πόρτα.
Όταν συνάντησε τον Σοφό κι εκείνη, τον ρώτησε αν είχε δει δύο παλικάρια να περνάνε.
-Τους είδα αλίμονο, είπε εκείνος. Αλλά δεν με άκουσαν και τώρα έχουν γίνει και οι δύο πέτρες αυτού του βουνού.
-Δεν μπορώ να κάνω κάτι να τους σώσω;
-Μπορείς να ανέβεις χωρίς να κοιτάξεις πίσω σου ότι κι αν γίνει. Μόλις φτάσεις στην κορυφή θα βρεις τα τρία μαγεμένα πολύτιμα πράγματα που σας είπε η γριά. Θα τα πάρεις, θα βρεις μόνη σου τον τρόπο, και θα γυρίσεις πίσω. Κατεβαίνοντας όποια πέτρα συναντάς θα την κατρακυλάς στην πλαγιά.
Αυτές θα γίνουν άνθρωποι και ανάμεσα τους θα είναι και τα αδέλφια σου.
Η Ζωή τον ευχαρίστησε και άρχισε να ανεβαίνει με πίστη στην ζεστή καρδιά της.
Ούτε οι προσβολές την ενόχλησαν, ούτε τα χτυπήματα τη σταμάτησαν, ούτε οι κολακείες και τα ταξίματα, την δελέασαν. Εκείνη έπεφτε και χωρίς να κοιτάξει πίσω της σηκωνόταν και συνέχιζε το δρόμο της.
Στην κορυφή ένα πουλί πέταξε και κάθισε στον ώμο της χαιρετώντας την με το όνομα της.
Σε μια μαρμάρινη βρύση ένα νερό κυλούσε, και από πάνω από τη βρύση βρισκόταν ένα δέντρο που σκόρπιζε ένα γλυκό τραγούδι ολόγυρα.
Άπλωσε το χέρι της να αγγίξει το νερό κι εκείνο έγινε μια στέρεη λαμπερή μπάλα. Η Ζωή την πήρε και την έβαλε στην τσέπη της. Έπειτα πήγε να αγγίξει τα κλαδιά του δέντρου, κι εκείνα άρχισαν να γίνονται ένα με τον κορμό, κι αυτός με τη σειρά του να μικραίνει, μέχρι που το δέντρο δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα σπίρτο. Όλη αυτή την ώρα το πουλί ήταν ακόμα στον ώμο της και της έλεγε.
-Όπου πάνε τα αδέλφια μου θα πάω κι εγώ. Θα έρθω μαζί σου Ζωή.
Πήρε το μικρό πλέον δεντράκι και το έβαλε κι αυτό στην τσέπη της.
Γύρισε να φύγει και μη ξεχνώντας τα όσα της είχαν πει, άρχισε κάθε πέτρα να την κατρακυλά στην πλαγιά. Αυτές μόλις έφταναν κάτω, γίνονταν άνδρες και γυναίκες που έτρεχαν χαρούμενοι για τα σπίτια τους.
Όταν έφτασε κάτω πλέον, και αφού είχε κατρακυλήσει όλες τις πέτρες, βρήκε και τα δύο αδέλφια της που είχαν πάρει την κανονική μορφή τους.
Αγκαλιάστηκαν, και ξεκίνησαν για το σπίτι τους. Σταμάτησαν να ευχαριστήσουν τον Σοφό και τον βρήκαν παρέα με την γριά Δοκιμασία.
-Τώρα πια θα καταλάβατε τι σημαίνει το όνομα μου, και ότι μόνο το θάρρος χωρίς ώριμη σκέψη δεν φτάνει. Μόνο η τύχη χωρίς καθόλου κόπο δεν αρκεί. Τα αποτελέσματα είναι καλύτερα όταν μοχθούμε, χωρίς να δηλώνουμε παραίτηση, όταν έχουμε πίστη και αγάπη στην καρδιά.
Τα παιδιά γύρισαν σπίτι τους. Και είδαν, ότι στο μέσον του περιβολιού τους, υπήρχε μια βρύση, δώρο της Δοκιμασίας. Εκεί ακούμπησε η Ζωή την στέρεη μπάλα της, που αμέσως έγινε ξανά υδάτινη και άρχισε να κυλάει. Εκεί κοντά, ακούμπησε το σπιρτόξυλο της, που αμέσως φούντωσε, μεγάλωσε και άπλωσε πάλι τα κλαδιά του, βυθίζοντας τις ρίζες του στο χώμα, τραγουδώντας.
Σε αυτά τα κλαδιά πήγε και κάθισε το πουλί, χαιρετίζοντας το ωραιότερο περιβόλι του κόσμου.
Μη νομίζετε ότι ήταν τυχαία τα ονόματα τους. Όχι! Η Ζωή είχε μια αγάπη τεράστια μέσα της, και μία ζωντάνια απερίγραπτη. Ο Γενναίος πίστευε ότι το θάρρος σε έβγαζε νικητή στη ζωή. Ενώ ο Τυχερός, πίστευε ότι με διάφορους πλάγιους τρόπους μπορείς να πετύχεις τα πάντα χωρίς κόπο, αρκεί να είχες τη τύχη με το μέρος σου.
Ο καιρός τους κυλούσε ήρεμα, ήταν αγαπημένα μεταξύ τους τα αδέλφια και ζούσαν με τα καλούδια που έβγαζε το περιβολάκι τους στο πίσω μέρος του σπιτιού τους.
Δεν ήθελαν τίποτα άλλο. Δεν είχαν άλλη επιθυμία, παρά μόνο, να ζουν ήρεμα και αγαπημένα μαζί, στη φύση.
Ένα βράδυ χτύπησε η πόρτα τους. Η Ζωή πήγε να δει ποιος χτυπούσε.
Ήταν μία γριά, που ξέμεινε στο δάσος και ζητούσε κάπου να περάσει το βράδυ της.
Η Ζωή τη δέχτηκε ευχαρίστως και της ετοίμασε φαγητό για να φάει, κι έπειτα της έστρωσε κάπου για να κοιμηθεί.
Η γριά έκοβε βόλτες μέσα στο σπίτι και κοιτούσε την όμορφη φωτιά του τζακιού κάθε τόσο.
-Πώς σε λένε γιαγιά; ...ρώτησε η Ζωή
-Με λένε Δοκιμασία.
-Παράξενο όνομα έχεις, δεν το έχω ξανακούσει
-Το όνομα μου πιο πολύ το ζεις, παρά το ακούς.....απάντησε η γιαγιά.
Παρόλο που δεν κατάλαβαν τι εννοούσε, δεν έδωσαν συνέχεια.
Σαν ξημέρωσε, νωρίς το πρωί η γιαγιά Δοκιμασία, έκανε βόλτα στο περιβόλι. Το πήγε πάνω κάτω πέντε φορές και μετά γύρισε στο σπίτι, και είπε στα παιδιά.
-Ωραίο το περιβόλι σας. Αλλά του λείπει το πουλί που μιλάει, το δέντρο που τραγουδάει, και το μαλαματένιο νερό. Τότε θα ήταν το πιο όμορφο περιβόλι του κόσμου.
-Πού θα τα βρούμε;....ρώτησαν τα αδέλφια με μια φωνή.
-Αν πάτε ίσια μπροστά σας, θα συναντήσετε έναν άνθρωπο κι αυτός θα σας πει.
Έπειτα από λίγο τους χαιρέτησε, τους ευχαρίστησε για τη φιλοξενία τους κι έφυγε.
Ο μεγάλος αδελφός ο Γενναίος, έμεινε συλλογισμένος για αρκετή ώρα.
Και ξαφνικά είπε:
-Αδέλφια μου νομίζω ότι είμαι ο κατάλληλος για να φέρω αυτά τα τρία πράγματα που είπε η γιαγιά, και να κάνω το περιβόλι μας το πιο ωραίο στον κόσμο.
Αν δεν πάω θα σκάσω. Δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο παρά θάρρος. Κι αυτό το έχω. Κι εσύ Ζωή ράψε μου ένα πουκάμισο. Έχεις δεξιοτεχνία στο ράψιμο. Αν κάποια στιγμή τρυπηθείς από τη βελόνα, τότε θα πει ότι κάτι έπαθα. Και ξεκίνησε το ταξίδι του.
Πήγε ίσια μπροστά, και συνάντησε έναν άνθρωπο που του συστήθηκε με το όνομα Σοφός.
Ο Σοφός καθόταν στα ριζά ενός βουνού, γεμάτο πέτρες.
-Ξέρεις καλέ μου άνθρωπε να μου πεις πού θα βρω το πουλί που μιλάει, το δέντρο που τραγουδάει και το μαλαματένιο νερό;
-Παιδί μου πρέπει να ανέβεις στην κορφή αυτού του βουνού. Όμως πρόσεξε... στο δρόμο σου θα συναντήσεις πολλούς που θα σε βρίζουν, θα σε χτυπούν, θα σε κολακεύουν, αλλά δεν πρέπει να δώσεις σημασία σε κανέναν. Δεν πρέπει να γυρίσεις να τους κοιτάξεις γιατί θα γίνεις αμέσως πέτρα.
Τα άκουσε ο Γενναίος και βεβαίωσε τον Σοφό, ότι θα προσέχει.
Άρχισε λοιπόν να ανεβαίνει ένα ανηφορικό απότομο μονοπάτι. Είχε περάσει μια στροφή του μονοπατιού, όταν άκουσε κάποιες φωνές να τον βρίζουν.
Τον έλεγαν άχρηστο, ακαμάτη, ανόητο, του έλεγαν ότι δεν είχε καμία δουλειά ανάμεσα τους, τον έλεγαν δειλό, ψεύτη, κι ένα σωρό άλλες άσχημες κουβέντες.
Το παλικάρι νευρίασε, αλλά δεν αντέδρασε καθόλου και συνέχισε να προχωρά.
Μετά από λίγη ώρα, άκουσε πάλι άλλες φωνές που αυτή τη φορά τον επαινούσαν, του έταζαν πλούτη εύκολα, χωρίς κόπο και ένα σωρό καλά αν πήγαινε στην παρέα τους.
Εκείνος όμως παρότι γοητεύτηκε, δεν αντέδρασε ούτε γύρισε να ρίξει ματιά και συνέχισε να προχωρά. Μόλις είχε στρίψει μια στροφή, όταν ένα δυνατό χτύπημα στη πλάτη κόντεψε να τον ρίξει κάτω. Φούντωσε με αυτό το θράσος και γύρισε να ανταποδώσει το χτύπημα. Δεν πρόλαβε όμως γιατί αμέσως....έγινε πέτρα.
Η Ζωή στο σπίτι, ενόσω έραβε τρυπήθηκε ξαφνικά από το βελόνι και αίμα άρχισε να τρέχει από το δάχτυλο της.
-Ο αδελφός μας κάτι έπαθε.
Ο Τυχερός σηκώθηκε όρθιος και της είπε:
-Μην ανησυχείς εγώ θα πάω και θα τον φέρω πίσω.
Ξεκίνησε κι αυτός και σαν έφτασε στα ριζά του βουνού συνάντησε τον Σοφό.
Τον ρώτησε, κι εκείνος του είπε ό,τι ακριβώς είχε πει και στον αδελφό του.
Αυτός τον ευχαρίστησε και άρχισε να ανεβαίνει. Δύσκολο στρατί και απότομο. Κουράστηκε έπειτα από λίγο. Άρχισαν τότε κάποιες φωνές να τον βρίζουν και να τον προσβάλουν. Αλλά αυτός συνέχισε απτόητος. Παρακάτω δέχτηκε κάποια χτυπήματα δυνατά και σπρωξιές, αλλά ούτε αυτά τον κλόνισαν.
Μετά από την επόμενη στροφή όμως, κάποιοι άρχισαν να τον κολακεύουν και να του τάζουν διάφορα, άκοπα και γρήγορα. Ο Τυχερός μας δελεάστηκε.
-Αυτό έλεγα κι εγώ πάντα.....μονολόγησε.
Και γύρισε να διαπραγματευθεί. Δεν πρόλαβε όμως και αυτός γιατί έγινε αμέσως πέτρα.
Η Ζωή στο σπίτι που έραβε τώρα ένα πουκάμισο του Τυχερού, τρυπήθηκε πάλι από το βελόνι, και νοιώθοντας ότι αυτό ήταν δεύτερο σημάδι, σηκώθηκε όρθια και έτρεξε στη πόρτα.
Όταν συνάντησε τον Σοφό κι εκείνη, τον ρώτησε αν είχε δει δύο παλικάρια να περνάνε.
-Τους είδα αλίμονο, είπε εκείνος. Αλλά δεν με άκουσαν και τώρα έχουν γίνει και οι δύο πέτρες αυτού του βουνού.
-Δεν μπορώ να κάνω κάτι να τους σώσω;
-Μπορείς να ανέβεις χωρίς να κοιτάξεις πίσω σου ότι κι αν γίνει. Μόλις φτάσεις στην κορυφή θα βρεις τα τρία μαγεμένα πολύτιμα πράγματα που σας είπε η γριά. Θα τα πάρεις, θα βρεις μόνη σου τον τρόπο, και θα γυρίσεις πίσω. Κατεβαίνοντας όποια πέτρα συναντάς θα την κατρακυλάς στην πλαγιά.
Αυτές θα γίνουν άνθρωποι και ανάμεσα τους θα είναι και τα αδέλφια σου.
Η Ζωή τον ευχαρίστησε και άρχισε να ανεβαίνει με πίστη στην ζεστή καρδιά της.
Ούτε οι προσβολές την ενόχλησαν, ούτε τα χτυπήματα τη σταμάτησαν, ούτε οι κολακείες και τα ταξίματα, την δελέασαν. Εκείνη έπεφτε και χωρίς να κοιτάξει πίσω της σηκωνόταν και συνέχιζε το δρόμο της.
Στην κορυφή ένα πουλί πέταξε και κάθισε στον ώμο της χαιρετώντας την με το όνομα της.
Σε μια μαρμάρινη βρύση ένα νερό κυλούσε, και από πάνω από τη βρύση βρισκόταν ένα δέντρο που σκόρπιζε ένα γλυκό τραγούδι ολόγυρα.
Άπλωσε το χέρι της να αγγίξει το νερό κι εκείνο έγινε μια στέρεη λαμπερή μπάλα. Η Ζωή την πήρε και την έβαλε στην τσέπη της. Έπειτα πήγε να αγγίξει τα κλαδιά του δέντρου, κι εκείνα άρχισαν να γίνονται ένα με τον κορμό, κι αυτός με τη σειρά του να μικραίνει, μέχρι που το δέντρο δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα σπίρτο. Όλη αυτή την ώρα το πουλί ήταν ακόμα στον ώμο της και της έλεγε.
-Όπου πάνε τα αδέλφια μου θα πάω κι εγώ. Θα έρθω μαζί σου Ζωή.
Πήρε το μικρό πλέον δεντράκι και το έβαλε κι αυτό στην τσέπη της.
Γύρισε να φύγει και μη ξεχνώντας τα όσα της είχαν πει, άρχισε κάθε πέτρα να την κατρακυλά στην πλαγιά. Αυτές μόλις έφταναν κάτω, γίνονταν άνδρες και γυναίκες που έτρεχαν χαρούμενοι για τα σπίτια τους.
Όταν έφτασε κάτω πλέον, και αφού είχε κατρακυλήσει όλες τις πέτρες, βρήκε και τα δύο αδέλφια της που είχαν πάρει την κανονική μορφή τους.
Αγκαλιάστηκαν, και ξεκίνησαν για το σπίτι τους. Σταμάτησαν να ευχαριστήσουν τον Σοφό και τον βρήκαν παρέα με την γριά Δοκιμασία.
-Τώρα πια θα καταλάβατε τι σημαίνει το όνομα μου, και ότι μόνο το θάρρος χωρίς ώριμη σκέψη δεν φτάνει. Μόνο η τύχη χωρίς καθόλου κόπο δεν αρκεί. Τα αποτελέσματα είναι καλύτερα όταν μοχθούμε, χωρίς να δηλώνουμε παραίτηση, όταν έχουμε πίστη και αγάπη στην καρδιά.
Τα παιδιά γύρισαν σπίτι τους. Και είδαν, ότι στο μέσον του περιβολιού τους, υπήρχε μια βρύση, δώρο της Δοκιμασίας. Εκεί ακούμπησε η Ζωή την στέρεη μπάλα της, που αμέσως έγινε ξανά υδάτινη και άρχισε να κυλάει. Εκεί κοντά, ακούμπησε το σπιρτόξυλο της, που αμέσως φούντωσε, μεγάλωσε και άπλωσε πάλι τα κλαδιά του, βυθίζοντας τις ρίζες του στο χώμα, τραγουδώντας.
Σε αυτά τα κλαδιά πήγε και κάθισε το πουλί, χαιρετίζοντας το ωραιότερο περιβόλι του κόσμου.
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ....ΜΑ ΚΑΘΟΛΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙ.....ΜΙΑ ΩΡΑΙΟΤΑΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΖΩΗΣ.....ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥΣ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ζωή δίνει τα καλύτερα μαθήματα!
ΔιαγραφήΚαταπληκτική ιστορία!!! Πραγματικά ένα μάθημα ζωής όπως είπε και η vicky.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι πολύ που σας άρεσε!
Διαγραφή