Ένα χωριό μέσα στα δέντρα κάπου σε μια μικρή καταπράσινη
πλαγιά, είναι το χωριό της ιστορίας μας. Ένα ποτάμι που η αρχή του μόνο
υποθετικά ήταν γνωστή, που διέσχιζε τα έγκατα του βουνού και κατέληγε σε μια
καταπράσινη κοιλάδα στις παρυφές της πλαγιάς, συμπλήρωνε το ειδυλλιακό τοπίο.
Όλη η κοιλάδα ήταν χωρισμένη σε εύφορα κτήματα, ευλογία για
τους αγρότες και για τα ζωντανά τους.
Θα έλεγε κανείς πως αυτός ο τόπος θα είχε και ευτυχισμένους
κατοίκους, μα αυτό απείχε πολύ από την πραγματικότητα.
Ανταγωνισμοί, σύνορα γης που διεκδικούσαν κάποιοι από
άλλους, ζώα που πέθαναν σε έναν και μίσησε όλους τους
άλλους που τα είχαν ακόμη ζωντανά, τους
έκαναν εχθρούς μεταξύ τους και τον παππά του χωριού να κάνει λειτουργία σε δύο
ξωκλήσια. Η κάθε πλευρά το ξωκλήσι της μεν, αλλά η εκκλησία για το μέγεθος του
χωριού δικαιολογούσε μόνο έναν παππά.
Χρόνια προσπαθούσε ο δόλιος ο εκπρόσωπος του Θεού να
συνετίσει το οργισμένο ποίμνιό του, αλλά μάταια. Πόσες φορές δεν προσευχήθηκε
για ένα θαύμα που θα μόνοιαζε τους κατοίκους.
Βρισκόμασταν στα μέσα του Φλεβάρη και ο χειμώνας φέτος ήταν
βαρύς και έδειχνε πως αρνιόταν να φύγει. Ταλαιπωρήθηκαν οι κάτοικοι φέτος και
οι σοδιές τους δεν πήγαν καλά, και τα ζωντανά τους βασανίστηκαν από το κρύο, το
χιόνι κι από ατέλειωτες βροχές.
Οι δρόμοι έκλεισαν και μαζί με αυτούς κλείστηκαν κι οι
κάτοικοι στα σπίτια τους.
Κάποιοι είχαν κάνει καλό κουμάντο και είχαν αποθηκεύσει
τρόφιμα, φάρμακα και ξύλα.
Μα υπήρχαν και κάποιοι, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που δεν
μπόρεσαν να φανούν αντάξιοι των προβλημάτων
αυτού του χειμώνα. Ο παππάς και ο γιατρός του χωριού πήγαιναν με
δυσκολία σε κάποιους ηλικιωμένους που το κρύο τους έριξε στο κρεβάτι. Και εκτός
από αυτό είχαν και μία ετοιμόγεννη.
Παρόλο που τον περισσότερο καιρό ο καθένας έμενε μέσα στο
σπίτι του, ωστόσο κάποιοι θαρραλέοι κυκλοφορούσαν όπως μπορούσαν και τα νέα
διαδίδονταν.
Πολλοί κινδύνευαν να χάσουν ακόμα και τη ζωή τους κάτω από
αυτές τις συνθήκες. Και όλοι προσπαθούσαν να γλυτώσουν τα ζώα τους ώστε να μην
υποκύψουν χωρίς τροφή και ζεστασιά. Η δυσκολία να βρεθεί τροφή κατέβασε και τα
αγρίμια απ’ τα βουνά που είδαν τα κοπάδια σαν μέσο για την επιβίωση τους.
Το Πάσχα πλησίαζε μα κανείς δεν είχε γιορτινή διάθεση. Στις
εκκλήσεις του παππά του Δημάρχου και του γιατρού, λίγες ελπίδες υπήρχαν για
άμεση κρατική ανταπόκριση.
Ο Θωμάς που είχε τα περισσότερα χτήματα στο χωριό και τις
περισσότερες έχθρες ήταν από τους καλούς κουμανταδόρους. Ωστόσο πίστευε πως
πρέπει με νύχια και με δόντια όπως λένε να διατηρείς το βιος σου από τους
άρπαγες. Αυτό και μάθαινε στα παιδιά του. Και τα είχε τέσσερα ζωή να έχουν.
Τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Πάντα υπάκουα τα παιδιά του, ποτέ δεν τολμούσαν να
του φέρουν αντίρρηση σε τίποτα. Δεν είχε κακή καρδιά ο Θωμάς, αλλά η γη τον
είχε σκληρύνει και είχε ξεχάσει από καιρό να κάνει μια αυτοκριτική.
Και μια και δεν την έκανε αυτός, την έκανε ο Θεός για
λογαριασμό του. Ο γιος του άκουσε από τον στάβλο την ανησυχία των ζωντανών και
χωρίς να ρωτήσει κανέναν πήγε να δει. Αυτό ήταν λάθος μια τέτοια χειμωνιάτικη
μέρα, που είχε αρχίσει κιόλας να σουρουπώνει και το κρύο θέριζε. Η παρουσία
κάποιων λύκων είχαν θορυβήσει τα κατσίκια και τα γελάδια. Αλλά και οι κότες δεν
πήγαιναν πίσω. Ο μικρός κινδύνευε
σοβαρά. Με την τσουγκράνα στο χέρι προσπαθούσε θαρραλέα να απωθήσει ένα με δύο
από αυτούς που ήταν έτοιμοι να επιτεθούν. Μα ο Θεός που δεν εγκαταλείπει τους
αθώους, έστειλε τον άσπονδο εχθρό του Θωμά να περνάει το στρατί έξω από την
έκταση που βρισκόταν ο στάβλος. Κατάλαβε πως κάτι έτρεχε και χωρίς να διστάσει
πηδάει τη μάντρα και κάνοντας φασαρία και με το δίκαννο στο χέρι ορμάει στο
στάβλο. Πυροβολεί στον αέρα και οι λύκοι τρέπονται σε φυγή. Από τον πυροβολισμό
και τον χαμό τρέχει και ο Θωμάς.
Το θαύμα για το
οποίο προσευχόταν ο παππάς τόσο καιρό έγινε. Οι δύο άντρες έδωσαν για πρώτη
φορά τα χέρια. Στη συνέχεια αποφάσισαν από κοινού να βοηθήσουν όσους στο χωριό
είχαν ανάγκη, με προμήθειες τροφής και ξύλων και να ελευθερώσουν αποκλεισμένα
σπίτια. Φρόντισαν ηλικιωμένους καθώς και τα ζώα αυτών που είχαν αδυναμία να τα
φροντίσουν μόνοι. Έστησαν ενέδρες και έδιωξαν τα αγρίμια που παραμόνευαν τα
ζωντανά.
Η ομαδική προσπάθεια και η υπομονή έφεραν ανακούφιση στο
χωριό, και με τον ερχομό της Μεγάλης Εβδομάδας του Πάσχα , ο καιρός άρχισε να υποχωρεί.
Οι γιορτινές μέρες βρήκαν όλους τους κατοίκους να δίνουν τα χέρια, και
να γιορτάζουν μαζί σε μία εκκλησία. Να που ακόμα μπορούμε να πιστεύουμε σε
θαύματα!
Αυτό το Πάσχα δεν θα το ξεχνούσε κανείς! Όπως δεν θα
ξεχνούσε τον καινούργιο κάτοικο που γεννήθηκε το βράδυ της Ανάστασης!
Καλημερά σου!! Σε χάσαμε!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο θέμα επίκαιρο. Και ναι στα χωριά πολλοί είναι διαχωρισμένοι και ''τρώγονται'' για διάφορα θέματα ανούσια και χωρίς σοβαρότητα. Ήξερα χωριό που ήταν μια χούφτα κάτοικοι και είχε όμως τρια καφενεία ένα για κάθε κόμμα της Βουλής με τους οπαδούς-πολίτες θαμώνες. Τι ασεία θέματα μας χωρίζουν σαν ανθρώπους!
Ευτυχώς στην ιστορία σου τέλος καλό και υπήρχε η σπίθα μέσα στους κατοίκους για να γίνουν καινούργιοι άνθρωποι. Καλό Πάσχα Μαίρη μου
Ευλογημένη και ανθρώπινη ιστορία, ειδικά για ετούτες τις μέρες Μαίρη μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα πρόβλημα, μια κατάρα που δυστυχώς ταλανίζει την Ελληνική Γη, το χειρίστηκες τόσο όμορφα και με τέτοιο ελπιδοφόρο τέλος.
Γιατί πάντα ο κίνδυνος μονιάζει. Πάντα η ανθρωπιά έχει τη δύναμη να κάνει την υπέρβαση και να ενώσει.
Πραγματικά το καλύτερο Πάσχα για όλους.
Καλό Πάσχα κορίτσι μου.