Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας φτωχός ζευγάς. Ένα πρωί σαν ξύπνησε, σκέφτηκε αγανακτισμένος.
-''Κάτι πρέπει να κάνω να αποκτήσω χρήματα. Δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ στο χωράφι μου, και παρόλα αυτά, εξακολουθώ να πεινάω, και δεν μου περισσεύουν ούτε για να βάλω ένα ρούχο πάνω μου. Τελείωσε..... βαρέθηκα πια''.
Έτσι σκέφτηκε κι έτσι έκανε. Πήρε λοιπόν το δρόμο και το στρατί, και εκεί που προχωρούσε, βρίσκει κάτω στο χώμα, πέντε χρυσές λίρες.
Τι απρόσμενη τύχη ήταν αυτή;;
Γεμάτος χαρά, τις μάζεψε ευχαριστημένος για τη καλή αρχή.
-Μέχρι το βράδυ σκέφτηκε, πρέπει να έχω ένα σακί γεμάτο. Δε θέλω τίποτα άλλο.
Δε πέρασε πολλή ώρα, κι έφτασε σε μια πολιτεία.
Μπήκε σε ένα καφενέ, για να πιει καφέ. Ο καφετζής όμως, μόλις τον είδε κουρελή, τον κοίταξε καχύποπτα. Οπότε του λέει με θράσος:
-Και γιατί να σου φτιάξω καφέ;;.. Φαίνεται στη στιγμή, πως είσαι κουρελής και δε πρόκειται ούτε να με πληρώσεις. Άσε που οι κουρελήδες μου δυσφημούν το μαγαζί.
Ο ζευγάς χαμογέλασε..... στη συνέχεια έβγαλε μια λίρα, και την έδωσε στο καφετζή... Ο καφετζής τα έχασε και τον κοίταξε με δυσπιστία, ρωτώντας...
-Και πού θα βρω ρέστα από τόσο μεγάλο νόμισμα εγώ, να σου τα δώσω;;
-Και ποιος σου είπε ότι θέλω ρέστα;....Κράτησε τα για το κόπο σου!!!
Από εκείνη τη στιγμή, ο καφετζής ''τσακίστηκε'' να του κάνει τεμενάδες, και να τρέξει γρήγορα να του φέρει το καφέ του...
Συγχρόνως σκεφτόταν:
-''Να δεις, που είναι ο γιος του βασιλιά μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο, και παραλίγο να κάνω μεγάλη γκάφα, νομίζοντας ότι είναι φτωχός..''
Μα την ίδια σκέψη έκαναν και οι υπόλοιποι, που ήταν μέσα στο καφενέ, και παρακολούθησαν τη σκηνή από την αρχή.
Ο ζευγάς, ήπιε το καφέ του, και φώναξε το καφετζή
-Ποιος είναι ο πιο πλούσιος της πολιτείας;; τον ρώτησε
-Ο νοικοκύρης των λουτρών, αφέντη.... του απάντησε με δουλοπρέπεια..
-Καλά...είπε ο ζευγάς. Τώρα θα πάω στα λουτρά. Κι άκου, στείλε μου το μεσημέρι, ένα καφέ κι ένα τσιμπούκι. Πρόσταξε και το μπαρμπέρη, να έρθει να με ξυρίσει, και να με κουρέψει, και πες στο κάπελα να μου φέρει φαγητό.
Ο καφετζής του έταξε, ότι οι εντολές του θα εκτελεστούν, ...και ο ζευγάς πήγε στα λουτρά.
Μα στο κατώφλι, ήταν ο νοικοκύρης, και βλέποντας τον κουρελή, με κακία και απονιά, δεν τον άφησε να μπει.
-Οι φτωχοί έχουν το ποτάμι. Αυτά τα λουτρά, είναι μόνο για τους άρχοντες, του φώναξε με αηδία και του έκλεισε κατάμουτρα τη πόρτα.
Ο ζευγάς, χαμογέλασε και έκατσε στα σκαλοπάτια.
Σε λίγο βγήκε ο μπράβος του νοικοκύρη, και του φώναξε άγρια:
-Οι ζητιάνοι δεν μπορούν να κάθονται εδώ...Φύγε γρήγορα....δρόμο..
Εκείνη τη στιγμή, σήμανε μεσημέρι και να, που έφτασε τρεχάτος ο καφετζής, κρατώντας ένα δίσκο με το καφέ και το τσιμπούκι. Από πίσω ο μπαρμπέρης με τα σύνεργα του, και τον ακολουθούσε ο κάπελας, με αχνιστό φαγητό. Και όλοι, του έκαναν τεμενάδες. Ο μπράβος κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα.
Τότε ο καφετζής πρόλαβε και του ψιθύρισε, ότι ο ζητιάνος ήταν το βασιλόπουλο μασκαρεμένο.
Αμέσως ο μπράβος, με όση γλυκύτητα διέθετε, κάλεσε το ζευγά να μπει στα λουτρά, και έτρεξε στο αφεντικό του να του πει τα νέα.
Το αφεντικό του, τρόμαξε πολύ σαν άκουσε τα μαντάτα που του έφερε ο δούλος του.
-Ω συμφορά μου! Τι θα γίνω τώρα;... Ο γιος του βασιλιά θα με πετάξει, σίγουρα, στη φυλακή και μπορεί να μου πάρει και το κεφάλι...
Ανάμεσα στα κλαψουρίσματα...του ήρθε η ιδέα....
Έτρεξε στη στιγμή, και γέμισε ένα μεγάλο σακί, με χρυσές λίρες. Έπειτα παρουσιάστηκε στο ζευγά, και άρχισε να του ζητάει συγγνώμη για τη συμπεριφορά του. Προσπάθησε να μη του δείξει ότι γνώριζε ποιος ήταν, για να μη κατηγορηθεί για ψεύτικη μεταμέλεια.
Ο ζευγάς, ξυρισμένος και χορτάτος, καθαρός και πίνοντας το καφέ του και καπνίζοντας το τσιμπούκι του, δέχθηκε τη συγγνώμη του αφεντικού των λουτρών, καθώς και το δώρο που του έκανε. Στη συνέχεια με το σακί του στα χέρια, έφυγε από τη πολιτεία, παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού.
Όταν πλησίαζε στο σπίτι του, σταμάτησε στο σημείο που είχε βρει τις λίρες το πρωί. Έβγαλε από το σακί του πέντε λίρες και τις άφησε χάμω.
Γύρισε στο σπίτι του, αύξησε τη γη του, και συνέχισε να δουλεύει, άνετος και πλούσιος πια.
Σε όποιον τον ρωτούσε πώς έγινε τόσο γρήγορα πλούσιος, απαντούσε:
-Εύκολα....βρίσκεις το πρωί πέντε λίρες στο δρόμο, και το βράδυ γυρίζεις με ένα σακί!!
Λίγο η τύχη, λίγο η ευκολοπιστία, χωρίς να πεις κανένα ψέμα εσύ, απλά με χαμόγελο και υπομονή, γυρίζει η ζωή και σου χαμογελά κι αυτή! Αλλά πάντα πρέπει να πληρώνεις το χρέος σου στη ζωή, και στη τύχη που σε ευνόησε!!!
-''Κάτι πρέπει να κάνω να αποκτήσω χρήματα. Δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ στο χωράφι μου, και παρόλα αυτά, εξακολουθώ να πεινάω, και δεν μου περισσεύουν ούτε για να βάλω ένα ρούχο πάνω μου. Τελείωσε..... βαρέθηκα πια''.
Έτσι σκέφτηκε κι έτσι έκανε. Πήρε λοιπόν το δρόμο και το στρατί, και εκεί που προχωρούσε, βρίσκει κάτω στο χώμα, πέντε χρυσές λίρες.
Τι απρόσμενη τύχη ήταν αυτή;;
Γεμάτος χαρά, τις μάζεψε ευχαριστημένος για τη καλή αρχή.
-Μέχρι το βράδυ σκέφτηκε, πρέπει να έχω ένα σακί γεμάτο. Δε θέλω τίποτα άλλο.
Δε πέρασε πολλή ώρα, κι έφτασε σε μια πολιτεία.
Μπήκε σε ένα καφενέ, για να πιει καφέ. Ο καφετζής όμως, μόλις τον είδε κουρελή, τον κοίταξε καχύποπτα. Οπότε του λέει με θράσος:
-Και γιατί να σου φτιάξω καφέ;;.. Φαίνεται στη στιγμή, πως είσαι κουρελής και δε πρόκειται ούτε να με πληρώσεις. Άσε που οι κουρελήδες μου δυσφημούν το μαγαζί.
Ο ζευγάς χαμογέλασε..... στη συνέχεια έβγαλε μια λίρα, και την έδωσε στο καφετζή... Ο καφετζής τα έχασε και τον κοίταξε με δυσπιστία, ρωτώντας...
-Και πού θα βρω ρέστα από τόσο μεγάλο νόμισμα εγώ, να σου τα δώσω;;
-Και ποιος σου είπε ότι θέλω ρέστα;....Κράτησε τα για το κόπο σου!!!
Από εκείνη τη στιγμή, ο καφετζής ''τσακίστηκε'' να του κάνει τεμενάδες, και να τρέξει γρήγορα να του φέρει το καφέ του...
Συγχρόνως σκεφτόταν:
-''Να δεις, που είναι ο γιος του βασιλιά μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο, και παραλίγο να κάνω μεγάλη γκάφα, νομίζοντας ότι είναι φτωχός..''
Μα την ίδια σκέψη έκαναν και οι υπόλοιποι, που ήταν μέσα στο καφενέ, και παρακολούθησαν τη σκηνή από την αρχή.
Ο ζευγάς, ήπιε το καφέ του, και φώναξε το καφετζή
-Ποιος είναι ο πιο πλούσιος της πολιτείας;; τον ρώτησε
-Ο νοικοκύρης των λουτρών, αφέντη.... του απάντησε με δουλοπρέπεια..
-Καλά...είπε ο ζευγάς. Τώρα θα πάω στα λουτρά. Κι άκου, στείλε μου το μεσημέρι, ένα καφέ κι ένα τσιμπούκι. Πρόσταξε και το μπαρμπέρη, να έρθει να με ξυρίσει, και να με κουρέψει, και πες στο κάπελα να μου φέρει φαγητό.
Ο καφετζής του έταξε, ότι οι εντολές του θα εκτελεστούν, ...και ο ζευγάς πήγε στα λουτρά.
Μα στο κατώφλι, ήταν ο νοικοκύρης, και βλέποντας τον κουρελή, με κακία και απονιά, δεν τον άφησε να μπει.
-Οι φτωχοί έχουν το ποτάμι. Αυτά τα λουτρά, είναι μόνο για τους άρχοντες, του φώναξε με αηδία και του έκλεισε κατάμουτρα τη πόρτα.
Ο ζευγάς, χαμογέλασε και έκατσε στα σκαλοπάτια.
Σε λίγο βγήκε ο μπράβος του νοικοκύρη, και του φώναξε άγρια:
-Οι ζητιάνοι δεν μπορούν να κάθονται εδώ...Φύγε γρήγορα....δρόμο..
Εκείνη τη στιγμή, σήμανε μεσημέρι και να, που έφτασε τρεχάτος ο καφετζής, κρατώντας ένα δίσκο με το καφέ και το τσιμπούκι. Από πίσω ο μπαρμπέρης με τα σύνεργα του, και τον ακολουθούσε ο κάπελας, με αχνιστό φαγητό. Και όλοι, του έκαναν τεμενάδες. Ο μπράβος κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα.
Τότε ο καφετζής πρόλαβε και του ψιθύρισε, ότι ο ζητιάνος ήταν το βασιλόπουλο μασκαρεμένο.
Αμέσως ο μπράβος, με όση γλυκύτητα διέθετε, κάλεσε το ζευγά να μπει στα λουτρά, και έτρεξε στο αφεντικό του να του πει τα νέα.
Το αφεντικό του, τρόμαξε πολύ σαν άκουσε τα μαντάτα που του έφερε ο δούλος του.
-Ω συμφορά μου! Τι θα γίνω τώρα;... Ο γιος του βασιλιά θα με πετάξει, σίγουρα, στη φυλακή και μπορεί να μου πάρει και το κεφάλι...
Ανάμεσα στα κλαψουρίσματα...του ήρθε η ιδέα....
Έτρεξε στη στιγμή, και γέμισε ένα μεγάλο σακί, με χρυσές λίρες. Έπειτα παρουσιάστηκε στο ζευγά, και άρχισε να του ζητάει συγγνώμη για τη συμπεριφορά του. Προσπάθησε να μη του δείξει ότι γνώριζε ποιος ήταν, για να μη κατηγορηθεί για ψεύτικη μεταμέλεια.
Ο ζευγάς, ξυρισμένος και χορτάτος, καθαρός και πίνοντας το καφέ του και καπνίζοντας το τσιμπούκι του, δέχθηκε τη συγγνώμη του αφεντικού των λουτρών, καθώς και το δώρο που του έκανε. Στη συνέχεια με το σακί του στα χέρια, έφυγε από τη πολιτεία, παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού.
Όταν πλησίαζε στο σπίτι του, σταμάτησε στο σημείο που είχε βρει τις λίρες το πρωί. Έβγαλε από το σακί του πέντε λίρες και τις άφησε χάμω.
Γύρισε στο σπίτι του, αύξησε τη γη του, και συνέχισε να δουλεύει, άνετος και πλούσιος πια.
Σε όποιον τον ρωτούσε πώς έγινε τόσο γρήγορα πλούσιος, απαντούσε:
-Εύκολα....βρίσκεις το πρωί πέντε λίρες στο δρόμο, και το βράδυ γυρίζεις με ένα σακί!!
Λίγο η τύχη, λίγο η ευκολοπιστία, χωρίς να πεις κανένα ψέμα εσύ, απλά με χαμόγελο και υπομονή, γυρίζει η ζωή και σου χαμογελά κι αυτή! Αλλά πάντα πρέπει να πληρώνεις το χρέος σου στη ζωή, και στη τύχη που σε ευνόησε!!!
Tι ωραία τα ''χαπι εντ'' στα παραμύθια...............
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό σου βράδυ
Πάρα πολύ καλό παραμύθι. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν που στην επιστροφή άφησε τις 5 λίρες στο ίδιο σημείο που τις είχε βρει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεια σου Άννα τα περισσότερα παραμύθια έχουν ευχάριστο τέλος!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι αυτά που δεν έχουν, έχουν δίδαγμα!
Καλό σου βράδυ
Είναι το σημαντικότερο ίσως σημείο της ιστορίας!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτός Σάββα μου ήταν ένας μικρός σοφός!
Και σώφρων και δίκαιος και όχι άπληστος!!
Και ήξερε να ευχαριστεί και να ξεπληρώνει τα χρέη του!
Καλό σου βράδυ!!