Μια φορά και ένα καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο, ζούσε ένας ευτυχισμένος βασιλιάς με την βασίλισσα και τις δύο τους κόρες.
Ήταν ένα βασίλειο που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από καμιά άλλη χώρα. Ο λαός ζούσε ευτυχισμένος, και αγαπούσε το βασιλιά και τη βασίλισσα του, μια και ήταν ηγέτες που νοιάζονταν για την ευημερία του βασιλείου τους. Μα πιο πολύ ακόμα καμάρωνε τις δύο πριγκιποπούλες, που συναγωνίζονταν η μία την άλλη σε ομορφιά.
Η μεγάλη κόρη ήταν μελαχρινή με όμορφα μαύρα μακριά μαλλιά, μαύρα μάτια μεγάλα σαν αμύγδαλα, άσπρο αλαβάστρινο δέρμα, και ένα υπέροχο σώμα.Την έλεγαν ΄Αρτεμη, σαν τη θεά του κυνηγιού, και πραγματικά σε τίποτα δεν υστερούσε από μία θεά, ούτε όταν κάλπαζε με το άλογο της, ούτε όταν κυνηγούσε, ούτε όταν χειριζόταν το ξίφος, ούτε όταν τραβούσε κουπί και διέσχιζε τη λίμνη από τη μια άκρη στην άλλη. Ακόμα και για ψάρεμα πήγαινε, με τη συντροφιά πότε-πότε της αγαπημένης της αδελφής, που ήταν εξίσου όμορφη, μα με διαφορετικό χαρακτήρα.
Η Μυρτώ ήταν ξανθιά με γαλανά μάτια, αλαβάστρινο και αυτή δέρμα, μα με τρυφερά ροδαλά μάγουλα, μικροκαμωμένη, λεπτεπίλεπτη και συνεσταλμένη.
Της μεγάλης το άλογο το έλεγαν Κεραυνό, και ήταν το πιο κατάλληλο όνομα για ένα τέτοιο περήφανο και ατίθασο άτι, όμοιο με τη κυρά του. Της μικρής αντίθετα ήταν μια ήσυχη φοράδα, που επίσης ταίριαζε με την ηρεμία του τύπου της.
Άρεσαν όμως και στις δύο, οι βόλτες στο δάσος με τα αγαπημένα τους άλογα, τον Κεραυνό, και τη Δροσιά, καθώς και οι δύο απολάμβαναν τη φύση, τον ήλιο, και το τραγούδι των πουλιών. Όταν όμως χειμώνιαζε μόνο η Άρτεμη λάτρευε να βαδίζει στο χιόνι και να βλέπει τα ίχνη από τα διάφορα ζώα που πέρασαν πριν από το σημείο και να μαντεύει το ίχνος σε ποιο ζώο ανήκει.
Η Μυρτώ περιόριζε τις ασχολίες της, το χειμώνα, με το να πηγαίνει στο πάρκο του παλατιού να κάθεται παρέα με τα ζωάκια, ελαφάκια, σκιουράκια, πουλάκια και να τραγουδάει κοιτώντας τα χειμωνιάτικα λουλούδια, ή έχοντας παρέα ένα αγαπημένο βιβλίο.
Κάθε χρόνο, γινόταν ένας μεγάλος αγώνας αντοχής, με άλογα. Σε αυτόν μπορούσε να συμμετέχει όποιος ήθελε από το βασίλειο, από ευγενείς, και εύπορους, μέχρι τους πιο φτωχούς του λαού.
Για πρώτη φορά, η Άρτεμις δήλωσε στο πατέρα της:
-Θα πάρω κι εγώ μέρος στον αγώνα.
-Τι είναι αυτά που λες κόρη μου, της είπε ο βασιλιάς, εσύ, μια πριγκίπισσα και θα πάρεις μέρος σε αγώνα με τόσους άντρες;
-Γιατί πατέρα, άσε με, αφού μ' αρέσει και δεν νομίζω κανείς να πειραχτεί, θα τρέξω και εγώ με το άλογό μου σαν όλους τους άλλους.
Τι να κάνει ο πατέρας της, έδωσε την συγκατάθεση του. ΄Ολα οργανώθηκαν στην εντέλεια και ήρθε η πολυπόθητη μέρα.
΄Ολο το βασίλειο είχε ξεσηκωθεί, και παντού επικρατούσε μια χαρμόσυνη αναστάτωση, που ήρθε να την μεγαλώσει και η προσμονή, της συμμετοχής της πριγκιποπούλας. Η φήμη ότι η μεγάλη κόρη του βασιλιά, θα έπαιρνε μέρος, είχε περάσει τα σύνορα του βασιλείου.
Έτσι είχαν έρθει και ξένοι, που ήθελαν να την δουν από κοντά και να την καμαρώσουν.
Το νέο όμως είχε φτάσει και στα αυτιά κάποιας που δεν έπρεπε. Υπήρχε ένα βουνό, έξω από το βασίλειο, που κανείς δεν το πλησίαζε, και απέφευγαν όλοι να περάσουν ακόμα και από τη γύρω περιοχή του. Ο λόγος ήταν μια μάγισσα, που έλεγαν ότι ζούσε εκεί, σε ένα σκοτεινό, αφιλόξενο πύργο, κτισμένο στη κορφή του. Αυτή δεν ήταν καλή μάγισσα, αλλά πανούργα και φθονερή.
Έλεγαν ότι δεν ερχόταν ποτέ σε επαφή με τους ανθρώπους, και το πίστευαν τόσο, που πολλές φορές ξεχνούσαν την ύπαρξη της.
Όμως αυτή υπήρχε, και συχνά της άρεσε να κυκλοφορεί μεταμφιεσμένη ανάμεσα στους ανθρώπους, να τους παρακολουθεί και να ακούει τι λένε. Σε κάποια από αυτές τις βόλτες, άκουσε για πρώτη φορά να μιλούν για τη πριγκίπισσα Άρτεμη, που ήταν τόσο όμορφη και άξια. Κι από τότε ένοιωσε ζήλια και μίσος. Μισούσε την ΄Αρτεμι τόσο πολύ, που σκεφτόταν ότι η ύπαρξη της ήταν φοβερή ενόχληση για την ίδια. Μισούσε και το ότι ο λαός ήταν ευτυχισμένος, κι ότι ο βασιλιάς ήταν καλός, και τυχερός να έχει τέτοιες κόρες, και ειδικά μία τόσο δυνατή και ατρόμητη.
Κάποιες φορές προσπάθησε να τη πετύχει μόνη, αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Μπορεί να έβγαινε βόλτα συχνά το κορίτσι, αλλά πάντα είχε συνοδεία.
Αυτός ο αγώνας, ήταν η ευκαιρία που περίμενε, σκέφτηκε. ΄Επρεπε να οργανωθεί καλά.
Έτσι και θα γλίτωνε από αυτή που ζήλευε και την επαινούσαν όλοι, και το βασίλειο θα βυθιζόταν στη δυστυχία, και θα έπαυε να είναι χαρούμενο και ηλιόλουστο, πράγμα που αντιπαθούσε.
Η διαδρομή της κούρσας ήταν δύσκολη, περνούσε από πυκνά σημεία του δάσους, και περνούσε και από βουνό με στενό στριφογυριστό μονοπάτι και γκρεμούς.
Σε κάποια από αυτές τις στροφές θα την άρπαζε και δεν θα το καταλάβαινε κανείς.
Πολλά, αμέτρητα παλληκάρια πήραν τη θέση τους για τον αγώνα. Η ΄Αρτεμις φορώντας μια άσπρη στολή με κόκκινα συρίττια, πήρε τη θέση της με το άλογο της. ΄Ολοι την ζητωκραύγαζαν για το θάρρος της.
Ο αγώνας ξεκίνησε, διάνυσαν και το δάσος και η Άρτεμις σαν δεινή αμαζόνα, προπορευόταν πολύ. Άρχισε να ανεβαίνει το μονοπάτι του βουνού, πολύ πιο μπροστά από τους άλλους, και στην δεύτερη στροφή, μια λάμψη άστραψε μπροστά της και έπειτα τη τύλιξε το μαύρο σκοτάδι. Η κακιά μάγισσα, μεταμορφωμένη σε τεράστιο αρπακτικό τη βούτηξε τη στιγμή που έστριβε την μεγάλη στροφή και κανείς δεν την έβλεπε. Έπειτα από κάμποση ώρα στο τέρμα έφτασε μόνος ο Κεραυνός τρομαγμένος και όλοι έντρομοι είδαν άδεια τη σέλα.
Ο αγώνας ξεχάστηκε στη στιγμή, και ο βασιλιάς διέταξε ομάδες να ξεχυθούν να βρουν τη κόρη του.
΄Επεσε πανικός και όλοι τρέχανε πανικόβλητοι πίσω να βρουν το κορίτσι, γιατί υπέθεταν ότι κάπου έπεσε και χτύπησε.
΄Ολη μέρα έψαχναν, αλλά οι προσπάθειες μέχρι εκείνη την ώρα ήταν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Εξακολουθούσαν να ψάχνουν ακόμα και όταν άρχισε να πέφτει το σκοτάδι, και όσο νύχτωνε εφοδιαζόντουσαν με δαδιά αναμμένα για να βλέπουν. Η νύχτα προχωρούσε και δεν έβρισκαν ούτε ίχνος της κοπέλας πουθενά.
Στο παλάτι, είχε πέσει μια θλιβερή σιωπή που την διέκοπταν τα κλάματα, και κάποιες φωνές αγωνίας. Η καημένη η Μυρτώ σαν χαμένη, με δάκρυα στα μάτια, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάτι κακό έπαθε η αδελφούλα της και δεν θα την ξαναδεί. Παρηγορούσε τη μητέρα της και της έδινε κουράγιο, ότι από στιγμή σε στιγμή θα φανεί κάποιος που θα φέρνει νέα για την ΄Αρτεμη.
Ξημέρωσε μετά από ώρες ατέλειωτης αγωνίας, αλλά κανείς δεν είχε κάτι αισιόδοξο να αναγγείλει. Τότε ο βασιλιάς φώναξε τον Πρωθυπουργό του και του είπε να βγάλει ανακοίνωση σε όλο το βασίλειο και να διαδώσουν παντού ότι μεγάλη αμοιβή θα δοθεί, σε όποιον φέρει την θυγατέρα του πίσω σώα. Θα δώσει τεράστιο ποσόν, πετράδια και αξιώματα σε όποιον το καταφέρει.
Πολλά παλικάρια από τις καλύτερες οικογένειες του βασιλείου έτρεξαν, και πολλά κι από άλλα βασίλεια επίσης. Άξιοι πολεμιστές, γεροδεμένα πριγκιπόπουλα, δυνατά παλληκάρια του λαού, γύρευαν την τύχη τους. Βγήκαν όλοι να ψάξουν για τη βασιλοπούλα. Αλλά μετά από μέρες κανείς τους δεν γύρισε με ένα μαντάτο. Όλοι εξαφανίστηκαν.
Απελπισία απλώθηκε παντού. Δεν μπορούσαν να σκεφτούν τι άλλο να κάνουν.Υπήρχε και ένα γεροδεμένο παλικάρι, γιος του μυλωνά, που όλο έλεγε, ότι ξέρει πού να ψάξει για την βασιλοπούλα. Μα όλοι τον κορόιδευαν. Εκείνος εξακολουθούσε να υποστηρίζει ότι η μάγισσα φταίει, κι ότι εκείνος ήξερε το τρόπο να τη πολεμήσει. Και οι άλλοι του απαντούσαν ότι τόσοι νέοι με ευγενικοί καταγωγή δεν τα κατάφεραν, και θα τα καταφέρει αυτός, ένας φτωχός, ένα τίποτα;
Αλλά ο νέος είχε πείσμα, και πίστη στον εαυτό του. Και δεν τον ένοιαζε που οι άλλοι πίστευαν ότι δεν άξιζε. Ήξερε ο ίδιος την αξία του, και ήθελε να την αποδείξει.
Έτσι ένα πρωί, που ο ήλιος κόντευε να βγει, πήγε στη πηγή, που την τριγύριζαν τα λουλούδια, και μάζεψε τη πρωινή δροσιά τους. Με αυτή έπλυνε τα βέλη του, το σπαθί και το μαχαίρι του και όταν ο ήλιος βγήκε, τα άφησε να στεγνώσουν στη ζωογόνα ακτίδα του.
Πήρε το άλογό του και πήγε όχι προς τη στροφή που εξαφανίστηκε η κοπέλα, αλλά προς τη περιοχή που έλεγαν ότι ανήκε στην εξουσία της μάγισσας. Πριν φτάσει στο σημείο, κατέβηκε και σκέπασε το σώμα του και το κεφάλι του με μια κάπα καφέ και σύρθηκε στην πλαγιά.
Σύρθηκε σιγά σιγά ανάμεσα στις πέτρες και ανεβαίνοντας το απότομο βουνό ξαφνικά κάτι του φάνηκε παράξενο. Ανάμεσα στις πέτρες, φύτρωναν κάποια δένδρα παράξενα, με άγρια κλαδιά, και με παράξενες θεόρατες ρίζες, σε περίεργα σχήματα. Από αυτά κρατιόταν για να ανέβει, κι από κάποιους βράχους που προεξείχαν. Ξαφνικά ρίχνοντας μια πιο προσεκτική ματιά, διαπίστωσε ότι αυτές που νόμιζε για παράξενες ρίζες, ήταν κουλουριασμένα σώματα ανθρώπινα. Παρατήρησε πιο κοντά και τότε είδε νέους ακίνητους και παγιδευμένους, σαν να είχαν πετρώσει. Εδώ λοιπόν, είχαν εξαφανιστεί όλοι αυτοί που έψαχναν. Αυτό τον φόβισε λίγο, αλλά δεν τον απογοήτευσε.
Συνέχισε και ανέβηκε. Είδε και άλλα πέτρινα κορμιά εδώ και εκεί. Ξαφνικά άκουσε το κράξιμο ενός όρνεου από ψηλά να έρχεται προς το μέρος του. Σκεπάστηκε καλά με την κάπα του και έμεινε ακίνητος. ΄Εμεινε εκεί μέχρι που βράδιασε και τότε μόνο, άρχισε να περπατάει με προσοχή προς τα πάνω.
'Όταν ξημέρωσε κάθισε κάτω από την κάπα, αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα να βλέπει και μόλις είδε το φοβερό αυτό πουλί να εμφανίζεται ξανά, σημάδεψε με το τόξο του και του έριξε. Το βέλος πέτυχε το πουλί κοντά στην καρδιά, αλλά δεν το έριξε κάτω. Αυτό άρχισε να πετάει δώθε- κείθε, στάζοντας αίμα παντού απ' όπου περνούσε.
Ο νέος βρήκε την ευκαιρία, να φτάσει στη κορφή. Παρουσιάστηκε μπροστά του ένα πλάτωμα, και στο βάθος η είσοδος μιας σπηλιάς. Μέσα στη σπηλιά υπήρχε ένα γυάλινο κλουβί και μέσα κλεισμένη η βασιλοπούλα. Πιο πέρα πεσμένη στο έδαφος, βλέπει μια κακάσχημη γριά, ματωμένη. Κατάλαβε ότι μπροστά του δεν είχε άλλη, από τη μάγισσα . Την πλησιάζει και της λέει:
-Γιατί τόσες ψυχές; Γιατί τόσο μίσος; Τι σου έκαναν όλοι αυτοί και τους έκανες κακό;
Η μάγισσα τότε του είπε με κακία:
- Δεν πρόκειται ποτέ να την βγάλετε από εκεί μέσα. Θα πεθάνω και θα μείνει εκεί να αργοπεθαίνει και σεις θα την κοιτάτε. Παρότι τραυματισμένη ένα απαίσιο γέλιο βγήκε από το λαρύγγι της.
-Πες μου, του λέει, τι είναι αυτό που με χτύπησε και με κάνει να νοιώθω ότι δεν μπορώ να κουνηθώ; ΄Ο,τι ξόρκι και να δοκίμασα δεν έπιασε. Τίποτα από όσα ξέρω δεν πιάνουν. Τι δηλητήριο είναι αυτό που δεν μπορώ να το εξαφανίσω;
Και ο νέος της λέει:
-Είναι υγρό από την δροσιά των λουλουδιών το πρωινό μόλις βγαίνει ο ήλιος, είναι ζωή κι αγάπη, που δίνει χαρά στους καλόκαρδους ανθρώπους και νερό από το νερό της πηγής της ξακουστής σε όλο το βασίλειο.
Σαν τα άκουσε αυτά η μάγισσα, του έριξε ένα βλέμμα όλο μίσος.
Ο νέος στο μεταξύ που προσπαθούσε απεγνωσμένα να σπάσει το γυαλί της φυλακής της βασιλοπούλας, και δεν είχε καταφέρει τίποτα, είχε αρχίσει να απελπίζεται.
Κοιτούσε με τόση λύπη την κοπέλα, που του άπλωνε τα χέρια και ζητούσε τη βοήθεια του.
Η καρδιά του πόνεσε στη θωριά της, και μέσα στην απελπισία του, δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του.
Άκουσε φασαρία, έτρεξε στην είσοδο της σπηλιάς, και είδε κόσμο να ανεβαίνει. Ήταν τα μαρμαρωμένα παλληκάρια που οι σταγόνες από το αίμα της μάγισσας, έπεσαν πάνω τους, κι αυτό έλυσε τα μάγια και γίνανε κανονικοί. Κοιτάζονταν μεταξύ τους σαν χαμένοι, προσπαθώντας να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Τότε ο νέος κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Πήγε κοντά στη μάγισσα, βγάζοντας το ξίφος του και τη τρύπησε στη καρδιά. Με ένα βογκητό εκείνη, άφησε τη τελευταία καταραμένη πνοή της, και το κορμί της έγινε στάχτη στη στιγμή. Και ξαφνικά ακούστηκε ένα κρακ και μετά άλλο και άλλο. ΄Ολο το γυάλινο κλουβί ράγισε και τελικά έγινε θρύψαλα. Τα πάντα άρχισαν να καταρρέουν κι ο νέος άρπαξε τη πριγκιποπούλα και έτρεξε γρήγορα να κατέβει από το βουνό, παρακινώντας και τους άλλους.
΄Οταν κατέβηκαν κάτω, στα ριζά του βουνού, απομακρύνθηκαν όσο πιο μακριά μπορούσαν.
Σταμάτησαν και κοίταξαν πίσω τους. Τίποτα δεν μπορούσαν να δουν από τη σκόνη. Ξαφνικά είδαν κόσμο που ερχόταν από μακριά και όλο πλησίαζε. Πέρασε κάμποση ώρα, και όταν έφθασαν οι πρώτοι, μια φωνή έβγαλε η πριγκιποπούλα.
-Πατέρα....
Πράγματι οι νεοφερμένοι, με το βασιλιά πρώτο-πρώτο, είχαν πλησιάσει κοντά τους.
Ο βασιλιάς με δάκρυα στα μάτια, αγκάλιασε τη κόρη του, που είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ποτέ δε θα έβλεπε ξανά.
Περιττό να σας πω το τι έγινε. Γέλια, αγκαλιές, φιλιά. ΄Ολοι έκλαιγαν από ευτυχία και γνωστοί και άγνωστοι αγκαλιάζονταν με αγάπη.
Όταν καταλάγιασε η σκόνη, ο ήλιος έριξε το φως του, σε μια υπέροχη κοιλάδα, με όλων των ειδών τα λουλούδια και τα δέντρα, και τα πουλιά άρχισαν σιγά-σιγά να επιστρέφουν σε αυτήν, για να την ομορφύνουν ακόμα πιο πολύ με το τραγούδι τους.
Μια βδομάδα γινόταν γλέντι στο βασίλειο, τέτοιο που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ. Ο γιος του μυλωνά, έγινε ήρωας, και πήρε γυναίκα του την ΄Αρτεμι και το μισό βασίλειο. Η άλλη κόρη , η Μυρτώ μέσα στον εορτασμό, γνωρίστηκε με ένα αρχοντόπουλο, ωραίο και καλό, αγαπήθηκαν και ζήτησαν από τον βασιλιά να τους αρραβωνιάσει.
΄Ετσι η χαρά ήταν διπλή και τριπλή και όλοι γλέντησαν, χόρεψαν, έφαγαν, ήπιαν, αποφασισμένοι να ξεχάσουν τις μαύρες σελίδες της ζωής τους.
Η αγάπη και η χαρά απλώθηκε πάλι στο βασίλειο των καλών ανθρώπων και το κακό βρήκε αυτή την τιμωρία που του άξιζε. Και όλοι παραδέχθηκαν ότι δεν βρίσκεται η αξία μόνο εκεί, που υπάρχουν πλούτη και αξιώματα. Αλλά εκεί που υπάρχει καλοσύνη, τιμιότητα και αγάπη.
Εκεί που υπάρχει θάρρος και περηφάνια.
[Ένα παραμύθι που έλεγε η αδελφή μου στο ανηψάκι μου.]
ομορφο και ωραίο θα το διαβάσω και στον μικρό μου ανηψιο νασαι καλά....
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ όμορφο! Θα παραπέμψω τους μαθητές μου! Καλό Πάσχα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΟ ΚΑΙ ΜΕ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΘΑΡΡΟΥΣ, ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ, ΑΓΑΠΗΣ. ΩΡΑΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΕΣ ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΕΣ ΜΑΣ ΛΕΣ ΠΑΝΤΑ. ΝΑΣΑΙ ΚΑΛΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα και Καλή Μεγάλη Εβδομάδα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ όμορφο παραμύθι, θα αρέσει στην κόρη μου, σ'ευχαριστούμε λοιπόν!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα λέμε!
Σ' ευχαριστώ homemade ελπίζω να του αρέσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό βράδυ
Σ'ευχαριστώ Βανέσσα, καλοδεχούμενοι οι μαθητές σου Χρόνια πολλά και καλά
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα Βίκυ σ' ευχαριστώ, οι ιστορίες πρέπει να έχουν μηνύματα διδακτικά, αλλιώς είναι απλά ακούσματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι κι εσύ καλά πάντα!
Καλημέρα Δήμητρα τις ευχές μου σε σένα και τους δικούς σου! Να είστε καλά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ Σωτήρη να τη χαίρεσαι τη κορούλα σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα ευχαριστηθώ πολύ να της αρέσει!
Καλό βράδυ!