Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Ο εγγονός και ο παππούς!

Κάποτε ήταν ένας άντρας που αγωνίστηκε, έκανε οικογένεια, απέκτησε ένα γιο, έχασε τη γυναίκα του, και περνώντας τα χρόνια, έγινε ένας καλός γεράκος.
Το βιος του πέρασε στα χέρια του γιου του, που με τη σειρά του, έκανε τη δική του οικογένεια, και απέκτησε κι αυτός ένα γιο.
Έμεναν όλοι μαζί σε ένα μεγάλο σπίτι, και ο παππούς με τον εγγονό ανέπτυξαν μια ιδιαίτερη σχέση. Όσο περνούσαν τα χρόνια ο εγγονός είχε και έδειχνε μεγάλη αγάπη στο παππού του.
Ο πατέρας του είχε το μυαλό του διαρκώς στη δουλειά, και στο πως να βγάζει όλο και περισσότερα χρήματα. Περνούσε όλο και λιγότερο χρόνο, με το παιδί του, και αδιαφορούσε για την ύπαρξη του πατέρα του. Για την ακρίβεια, αν τύχαινε και ο κακομοίρης γεράκος αρρώσταινε, έδειχνε και ενόχληση γιατί του χαλούσε την ησυχία του.
Η γυναίκα του, που ταίριαζε στις απόψεις μαζί του, ''έβαζε κι αυτή το χεράκι'' της.
-Κι αυτός ο πατέρας σου, που θέλει συνεχώς κάποιον να τον προσέχει. Και δεν μπορώ να κάνω τις δουλειές μου.
Όλο τέτοια έλεγε, που όμως έβρισκαν σύμφωνο και τον άντρα της.
Στην πραγματικότητα το μόνο άτομο που έδειχνε στο παππού φροντίδα και στοργή ήταν  ο εγγονός, που τώρα ήταν ένα νέο παλικαράκι.
Μια μέρα ο πατέρας πήρε την απόφαση, να ελευθερώσει τη ζωή του από το βραχνά του γέρου πατέρα του, και μαζί με τη γυναίκα του, αποφάσισε να τον βάλει σε ένα μέρος που έβαζαν τους γέρους που ήταν μόνοι στη ζωή, ή δεν τους ήθελε η οικογένεια τους.
Επειδή όμως δεν ήθελε να σπαταλήσει χρόνο ούτε και γι' αυτό, φώναξε το γιο του και του είπε:
-Είσαι μεγάλος άντρας πια, και θέλω να σου αναθέσω μια δουλειά.
-Ότι θες πατέρα, απάντησε το παλικάρι.
-Όπως καταλαβαίνεις, ο παππούς σου μεγάλωσε και δεν είναι δυνατό να τον φροντίζουμε εμείς.
Έχουμε τη ζωή μας και τις δουλειές μας, και ο χρόνος είναι χρήμα, θα πρέπει να κυλά η ζωή μας χωρίς περιττά εμπόδια. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να πάμε το παππού σου σε ένα μέρος για μεγάλους στην ηλικία ανθρώπους. Ένα μέρος στο οποίο έχει  θέση ένας γέρος.
Το παιδί στενοχωρήθηκε πολύ. Ο πατέρας του όμως δεν είχε συνηθίσει να του φέρνουν αντιρρήσεις, κι έτσι το παιδί δε μίλησε, μα πικράθηκε πολύ.
Δε μπόρεσε να κοιμηθεί όλη νύχτα, και έκλαψε πικρά στο μαξιλάρι του, για τον αγαπημένο του παππού που θα τον αποχωριζόταν την άλλη μέρα.
Το πρωί ο πατέρας του είχε ετοιμάσει σε μια τσάντα τα λίγα πράγματα του παππού, και του έδωσε και μια κουβέρτα, λέγοντάς του:
-Πάρε αυτή τη κουβέρτα να τον σκεπάσεις γιατί κάνει κρύο.
Το παιδί τη πήρε αμίλητος, τύλιξε με αυτήν το παππού, τον έβαλε στο αμάξι, και ξεκίνησαν. Στο δρόμο, δε μιλούσε καθόλου, αλλά σκεφτόταν συνέχεια, τι θα μπορούσε να κάνει.
Τέλος έφτασαν στο προορισμό τους, βοήθησε το παππού να βγει από το αμάξι, και τον πήγε μέσα στο κτίριο. Τον άφησε εκεί, και αφού τον αποχαιρέτησε με ένα κόμπο στο λαιμό, κατευθύνθηκε προς τη πόρτα. Ξαφνικά κάνει επί τόπου στροφή, πλησιάζει το παππού, κι αφού τον φιλάει στα ρυτιδιασμένα του μάγουλα, του βγάζει τη κουβέρτα, τη διπλώνει και τη παίρνει μαζί του.
Έφτασε στο σπίτι του αργά, μια και στο δρόμο δε βιαζόταν καθόλου.
Ο πατέρας του ήταν ήδη στο σπίτι, και σαν τον είδε τον ρώτησε αν όλα πήγαν καλά.
Το παιδί αποκρίθηκε, πως έκανε ότι του ζήτησε και στη συνέχεια του έδωσε τη διπλωμένη κουβέρτα.
Ο πατέρας ξαφνιάστηκε, και τον ρώτησε:
-Καλά τη κουβέρτα γιατί τη πήρες;
Το παιδί με μεγάλη σοβαρότητα, του απάντησε:
-Κοίταξε πατέρα, το σκέφτηκα και είδα  πόσο δίκιο έχεις. Τα πάντα είναι χρήμα, σωστά τα λες.
Σε μερικά χρόνια, θα σε διαδεχθώ στη δουλειά, θα κάνω δικιά μου οικογένεια, και δεν είναι δυνατό να σε έχω εμπόδιο στη ζωή μου. Οπότε η κουβέρτα θα χρειαστεί για να σκεπάσω εσένα την ώρα που θα σε πηγαίνω εκεί που ανήκουν όλοι οι γέροι. Και γιατί να παίρνω καινούργια αφού υπάρχει αυτή;
Ο πατέρας του τα έχασε, και βυθίστηκε σε μια ταραγμένη σιωπή.
Έπειτα από λίγο, του λέει:
Έχεις δίκιο αγόρι μου, κι αν δεν είσαι κουρασμένος, θα ήθελα να έρθεις μαζί μου για να φέρουμε πίσω στο σπίτι το παππού σου.
Το παιδί χαμογέλασε και σηκώθηκε αμέσως.
Πήγαν και έφεραν πίσω το παππού στο σπίτι. Κι όταν τον οδήγησε ο εγγονός του πίσω στο ζεστό του δωμάτιο, δάκρυα κύλησαν από του παππού τα μάτια.
Με τρεμάμενη φωνή ρώτησε τον εγγονό του πως τα κατάφερε;
Κι ο εγγονός του του απάντησε:
-Επειδή γλυκέ μου παππού, κανείς δεν πρέπει να ξεχνά, ότι ποτέ δεν πρέπει να κάνει αυτό που δεν θέλει να του κάνουν. Και γιατί αν υπάρχουμε εμείς σήμερα, είναι γιατί υπήρξες εσύ πριν από εμάς, αγωνίστηκες, κουράστηκες και έδωσες τα χρόνια σου για να μας φροντίσεις.
Τώρα είναι η σειρά μας να σε φροντίσουμε και να σου προσφέρουμε την αγάπη μας!

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Υάκινθος!!



Η ιστορία που θα διαβάσετε παρακάτω, έχει σχέση με την Ελληνική μυθολογία.
Αναφέρεται σε ένα νέο, που ζούσε στις Αμύκλες. Το όνομά του ήταν Υάκινθος. Ο Υάκινθος είχε απίστευτη ομορφιά. Τη παρέα του επιζητούσαν όλοι, Θεοί και άνθρωποι.
Τη διεκδικούσαν ακόμα ο Θεός του ήλιου ο Απόλλωνας με τη μαγική του λύρα, και ο Ζέφυρος, που ήταν ένας δροσερός άνεμος, γιος της Ηώς. Ο κάθε ένας τον ήθελε για αποκλειστικό του φίλο.
Κάποια μέρα που ο Υάκινθος και ο Απόλλωνας έπαιζαν και γελούσαν,ο Ζέφυρος θύμωσε από τη ζήλια του.
Ο Υάκινθος και ο Απόλλωνας,αποφάσισαν να παίξουν δισκοβολία.
Ο καθένας πετούσε το δίσκο, και κέρδιζε ο καλύτερος.
Την ώρα που ο Απόλλωνας ήταν έτοιμος να πετάξει το δίσκο, ο Ζέφυρος φύσηξε για να τον κάνει να αστοχήσει. Ο δίσκος άλλαξε πορεία, χτύπησε τον Υάκινθο και τον σκότωσε.
Ο Απόλλωνας πόνεσε για το χαμό του φίλου του. Ένα τόσο όμορφο παλικάρι, τόσο νέο, να φύγει από τη ζωή έτσι άδοξα!
Το αίμα του Υάκινθου κύλησε στη γη, και όπου κύλησε, φύτρωσε ένα πανέμορφο λουλούδι, που μοσχοβόλησε τα πάντα με την ευωδιά του.
Από τότε ο Υάκινθος μας χαρίζει την ομορφιά του, και την ευωδιά του και τον θαυμάζουμε σε πάρα πολλά χρώματα. Έτσι ο νέος που χάθηκε τόσο άδικα, έμεινε αθάνατος.

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Η γίδα και ο γάιδαρος

Ένας μυλωνάς είχε μια γίδα και ένα γάιδαρο. Τη γίδα την είχε για να του δίνει το γάλα της, και το γάιδαρο τον είχε για όλες τις δουλειές.
Όταν δε φυσούσε ο άνεμος και τα φτερά του μύλου έμεναν ακίνητα, ο μυλωνάς έζευε το γάιδαρο για να γυρίσει τις μυλόπετρες.
Κι όταν πάλι άλεθε τα στάρια και τα καλαμπόκια, τον φόρτωνε με σακιά αλεύρι και τον έβαζε να τα κουβαλάει στο χωριό.
Ο γάιδαρος δούλευε πολύ, γι' αυτό και ο μυλωνάς τον τάιζε καλά. Πάντα στο παχνί του υπήρχαν άφθονο κριθάρι και σανός.
Τη γίδα δεν τη περιποιόταν όσο το γάιδαρο, γιατί όχι μόνο δεν κουραζόταν όσο εκείνος, αλλά και γιατί πίστευε ότι αφού ήταν ελεύθερη όλη μέρα, και μπορούσε να τριγυρνάει, θα έβρισκε πάντα κάτι να βοσκήσει.
Αλλά η γίδα θεωρούσε ότι ο μυλωνάς την αδικούσε και ζήλευε το γάιδαρο, που το παχνί του ήταν πάντα γεμάτο με εκλεκτή τροφή.
Τον ζήλευε και ήθελε να του κάνει κακό, αλλά δεν τολμούσε να τον χτυπήσει με τα κέρατά της, γιατί ο γάιδαρος ήταν πιο μεγαλόσωμος και δυνατός από αυτήν.
Άρχισε λοιπόν να τον καλοπιάνει, και να προσποιείται ότι τον συμπονούσε!
-Δουλεύεις πολύ καημένο μου....του έλεγε!
-Αχ τσακίζομαι όλη μέρα, κι έβγαζε έναν αναστεναγμό γκαρίζοντας.
Η γίδα του το έλεγε συνέχεια και συνέχεια, μέχρι που τον έπεισε ότι ενδιαφέρεται πραγματικά γι' αυτόν.
Ένα βράδυ του λέει:
-Σκέφτηκα κάτι
-Τι; ρώτησε ο απονήρευτος γάιδαρος.
-Θέλεις να μη δουλέψεις αύριο;
-Πώς θα γίνει αυτό;
-Δεν είναι δύσκολο. Θα κάνεις τον άρρωστο.
-Πώς θα τον κάνω αφού δεν είμαι;
-Δεν χρειάζεται να είσαι. Όταν θα σε φορτώσει ο μυλωνάς, και θα ξεκινήσει για το χωριό, την ώρα που θα περνάς πάνω στο ξύλινο γεφυράκι, πέσε κάτω κι άρχισε να κλοτσάς. Ο μυλωνάς θα νομίσει πως είσαι άρρωστος, και θα σε αφήσει να ησυχάσεις μέχρι να γίνεις καλά.
-Ωραία το σκέφτηκες. Αύριο θα κάνω όπως με συμβούλεψες. 
Πραγματικά την άλλη μέρα ο μυλωνάς φορτώνει το γάιδαρο, με τέσσερα σακιά αλεύρι και ξεκίνησε για το χωριό. Καθώς όμως περνούσαν πάνω από το γεφυράκι, ο γάιδαρος έκανε πως γλίστρησε, έπεσε κάτω κι άρχισε να κλοτσάει.
Με τις κλοτσιές του όμως, έσπασε το γεφυράκι, κι ο δυστυχισμένος ο γάιδαρος έπεσε στο ρέμα, που κυλούσε από κάτω, και δεν μπόρεσε να σηκωθεί, ούτε να ξανακλοτσήσει γιατί χτύπησε άσχημα.
Ο μυλωνάς τρομοκρατήθηκε κι έτρεξε τον μάζεψε τον πήγε όπως-όπως στο παχνί του, κι έτρεξε στο χωριό να φέρει κάποιον που ήξερε ότι γιάτρευε ζώα.
Εκείνος είδε το γάιδαρο, πασπάτεψε τα πλευρά του, και κατάλαβε ότι ήταν σπασμένα. Αφού τον περιποιήθηκε, είπε στο μυλωνά:
-Ο γάιδαρος σου για να γίνει καλά, πρέπει να μείνει ήσυχος, να έχει φροντίδα καλή και θρεπτική τροφή, και ζωμό από πλεμόνι γίδας.
Τότε θα θεραπευτούν τα πλευρά του και θα έχεις το ζώο που είχες πριν.
Τι να κάνει ο μυλωνάς, ο γάιδαρος του ήταν πολύτιμος, αποφάσισε να θυσιάσει τη γίδα του.
Την έσφαξε λοιπόν, την έβρασε, και πότισε με το ζουμί της το γάιδαρο.
Κι έτσι η πονηρή γίδα πλήρωσε με τη ζωή της το κακό που ήθελε να κάνει στον απονήρευτο γάιδαρο.

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Ο ψεύτης βοσκός

Μια φορά ήταν ένας μικρός βοσκός που έβοσκε λίγα πρόβατα. Κάθε πρωί τα έβγαζε από το μαντρί και τα πήγαινε, μακριά από το χωριό, να βοσκήσουν στα λιβάδια όπου το χορτάρι ήταν άφθονο.
Αυτή τη δουλειά την έκανε πολύ καιρό, κάθε μέρα, κι ενώ στην αρχή του άρεσε και ευχαριστιόταν που έφευγε με τα πρόβατα, σιγά σιγά άρχισε να βαριέται, και δεν ήξερε τι να κάνει μέχρι την ώρα που θα γύριζε πίσω, στο χωριό.
Άφηνε τα πρόβατα να βόσκουν κι αυτός πελεκούσε με το σουγιά του ένα καλάμι, για να φτιάξει φλογέρα, να παίζει και να περνάει την ώρα του.
Όταν κουραζόταν, ανέβαινε σε ένα ύψωμα και κοιτούσε πότε θα βασιλέψει ο ήλιος, για να γυρίσει πίσω τα πρόβατα στο μαντρί τους.
Μια μέρα που πήγε τα πρόβατα να τα ποτίσει, βρήκε έναν άλλο βοσκό. 
'' Εγώ ήρθα πρώτος!'' φώναξε ο μικρός.
''Δεν με βλέπεις που ήρθα πρώτος εγώ;'' του είπε θυμωμένος ο άλλος βοσκός και σήκωσε τη γκλίτσα του να τον χτυπήσει. Ο μικρός επέμενε, αλλά ο άλλος βοσκός τον έσπρωξε και πότισε πρώτος το κοπάδι του.
Ο μικρός έβαλε τα κλάματα κι ένας γέρος βοσκός, που είδε τι έγινε, πήγε κοντά του, τον έπιασε από το χέρι και του είπε: ''Μη κλαις παιδί μου, γιατί έχεις άδικο. Δεν έπρεπε να πεις ψέματα!''
Ο μικρός βοσκός τον άκουγε χωρίς να λέει τίποτα. Ήταν ακόμα πολύ θυμωμένος. 
Την άλλη μέρα, εκεί που τριγυρνούσε με την γκλίτσα πάνω στους ώμους του, είδε δύο ωραίες πέρδικες να κάθονται μέσα στη φωλιά τους. Ο μικρός βοσκός τις κυνήγησε για να φύγουν και να πάει να πάρει τα αβγά τους, μέσα από τη φωλιά.
Οι πέρδικες πέταξαν τρομαγμένες, και τότε ο μικρός πήρε όλα τα αβγά μέσα από τη φωλιά.
Του άρεσαν πολύ γιατί ήταν μικρά και είχαν όμορφα χρώματα. Τα κρατούσε λοιπόν με μεγάλη χαρά στα δυο του χέρια και σκεφτόταν πού μπορούσε να τα κρύψει, να τα έχει σαν παιχνίδια του και να παίζει. Αλλά εκείνη την ώρα τον είδε ο γερο-βοσκός και τον μάλωσε:
''Πήγαινε γρήγορα τα αβγά στη φωλιά που τα βρήκες! Είναι κρίμα να παίρνεις τα αβγά από τις φωλιές των πουλιών. Ύστερα από λίγες μέρες, μέσα από αυτά τα αβγά, θα βγουν πολλές μικρούλες και πολύ όμορφες πέρδικες!''
Γρήγορα ο μικρός βοσκός, βρήκε ένα άλλο παιχνίδι: στάθηκε πάνω σε ένα βράχο κι άρχισε να φωνάζει  με όλη του τη δύναμη:
'' Λύκοι! Λύκοι! Τρεχάτε χωριανοί!
Οι χωριανοί που ήρθαν κοντά του, και είδαν ότι δεν υπήρχαν λύκοι, τον μάλωσαν γιατί τους κορόιδεψε.
Την άλλη μέρα ο μικρός βοσκός, συνέχισε το ίδιο παιχνίδι: στάθηκε σε ένα ύψωμα πάνω από το χωριό, κι άρχισε να φωνάζει:
''Λύκοι! Λύκοι!''
Οι καλοί άνθρωποι τον πίστεψαν κι αυτή τη φορά, κι έτρεξαν παρατώντας τα πάντα, να σώσουν τα πρόβατά του από τους λύκους. Όταν όμως έφτασαν κοντά, είδαν ότι τους είχε γελάσει ακόμα μία φορά. Αυτή τη φορά τον κυνήγησαν, κι εκείνος έφυγε τρεχάτος, ξεκαρδισμένος στα γέλια με το αστείο του.
Στάθηκε λίγο μακρύτερα, σε ένα άλλο ύψωμα και τους φώναζε, πειράζοντάς τους:
'' Σας είπα ψέματα κι εσείς με πιστέψατε! Τη πατήσατε...''
Πέρασαν δύο μέρες χωρίς να συμβεί κάτι καινούργιο, και τη τρίτη μέρα, εκεί που ο βοσκός μας, ήταν με τα πρόβατά του, τρεις λύκοι έπεσαν πάνω στο κοπάδι του.
Τρομαγμένος εκείνος, άρχισε να φωνάζει δυνατά:
''Λύκοι! Λύκοι! Τρεχάτε χωριανοί!''
Αλλά κανένας χωριανός δεν έτρεξε να τον βοηθήσει, γιατί όλοι πίστευαν ότι κι αυτή τη φορά ήταν όλα ψέματα.
Οι λύκοι έφαγαν τα πρόβατα, και ο μικρός βοσκός έκλαιγε απελπισμένος.
Τον βρήκε ο γερο βοσκός να κλαίει απαρηγόρητος για το χαμένο κοπάδι του και του είπε:
''Βλέπεις τι έπαθες, παιδί μου, με τα ψέματα που συνήθιζες να λες;;
Ποιος γελάει τώρα, και ποιος κοροϊδεύει; Αυτό να σου γίνει μάθημα, για να μη ξαναπείς ψέματα στη ζωή σου!''   
          Αφιερωμένο σε μια πολύ 
 αγαπημένη μου φίλη,
που δεν είχε ακούσει την
ιστορία αυτή ποτέ.

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Ο κάβουρας κι η αλεπού

Ζούσε κάποτε ένας κάβουρας σε μια ακρογιαλιά.
 Ήταν πολλά καβούρια σ' εκείνη την ακρογιαλιά, που ζούσαν ανάμεσα στους βράχους και στα φύκια και, καμιά φορά, έβγαιναν για λίγο στην αμμουδιά, ως εκεί που έφτανε το κύμα της θάλασσας, κι έπειτα ξαναγυρνούσαν στις φωλιές τους.
  Εκεί ανάμεσα στα βράχια και στα φύκια, που πότε τα σκέπαζε και τα ξεσκέπαζε η θάλασσα, ζούσαν όλα μαζί τα καβούρια, έτρωγαν, έπαιζαν, κοιμόντουσαν. 
Κι εκεί, στις πιο βαθιές σπηλίτσες, ή κάτω από βραχάκια που σχημάτιζαν κουφάλα, κρύβονταν όταν τ' απειλούσε κάποιος κίνδυνος.
 Αλλά αυτός ο κάβουρας, είχε βαρεθεί να ζει όπως τ' άλλα καβούρια. Όταν ανέβαιναν στην
ακρογιαλιά και τα άλλα έτρεχαν να ξαναπέσουν στο νερό, αυτός αργοπορούσε και, καμιά φορά, προχωρούσε λίγα μέτρα στην αμμουδιά, γιατί ήθελε να δει πώς είναι ο κόσμος της στεριάς.
Τέλος, μια μέρα, αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στη θάλασσα.
Προχώρησε στην αμμουδιά ώσπου βρήκε ένα ποταμάκι που κυλούσε ανάμεσα σε πέτρες κι ανέβηκε στη κοίτη του ποταμού, για να δει τι είναι πιο πέρα.
 Έφτασε έτσι σ' ένα δάσος και παραξενεύτηκε γιατί ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει δέντρα και, στην αρχή, νόμισε πως είναι κατάρτια καραβιών.
Αλλά καθώς προχωρούσε θαυμάζοντας όσα έβλεπε γύρω, τον είδε μια πεινασμένη αλεπού και πήδησε πάνω του για να τον φάει.
Το τελευταίο που πρόλαβε να σκεφτεί ο καημένος ο κάβουρας μας, ήταν:
''Καλά να πάθω! Αφού ήμουν θαλασσινός, τι γύρευα στη στεριά;;''
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...