Όταν επικράτησε πάλι η ειρήνη, ο Δίας διάλεξε για κατοικία του, το πιο ψηλό βουνό της Ελλάδας τον Όλυμπο, και στην κορυφή του έκτισε, ένα πανώριο παλάτι.
Στην πιο λαμπρή αίθουσα του παλατιού δέσποζε ο θρόνος του, από χρυσάφι, ελαφαντόδοντο και πετράδια.
Εκεί ζούσαν και οι υπόλοιποι Θεοί, μέσα στις απολαύσεις και την ευδαιμονία.
Κάθε αυγή, η Ηώς, ανέβαινε με το άρμα της στον Όλυμπο, για να φέρει το φως της ημέρας, ενώ η Ήβη, η Θεά της νιότης, πρόσφερε στους Θεούς, νέκταρ και αμβροσία.
Σε ένα άλλο ανάκτορο, λίγο μακρύτερα, ζούσαν οι τρεις Μοίρες, η Κλωθώ, η Λάχεση και η Άτροπος.
Οι τρεις θεότητες του πεπρωμένου, έκλωθαν τις ζωές των ανθρώπων με χρυσές και μαύρες κλωστές.
Χρυσές για τις ευτυχισμένες μέρες και μαύρες για τις ημέρες των βασάνων.
Η Κλωθώ, έγνεθε το νήμα της ζωής, η Λάχεση μοίραζε αυτό που ήταν γραφτό να λάχει στον καθένα, και η Άτροπος, όταν μια ζωή έφτανε στο τέλος της, έσπαγε την κλωστή και τότε κάποιος θνητός στη γη πέθαινε.
Ο καθένας μας έχει κάποιο ρόλο στη ζωή, μια αποστολή που πρέπει με όλες μας τις δυνάμεις, να την εκπληρώσουμε, για το καλό μας και για το καλό των άλλων.
Ο Δίας κατέβηκε κάποτε στη γη να βρει σύζυγο.
Στην Εύβοια, ζούσε μαζί με την παραμάνα της, τη Μάκριδα, μια πανέμορφη κοπέλα με θεική καταγωγή, η Ήρα. Ο Δίας εμφανίστηκε μπροστά της και της ζήτησε να γίνει γυναίκα του.
Γοητευμένη εκείνη, δέχτηκε.
Οι γάμοι τους έγιναν με λαμπρότητα και οι Θεοί καλοδέχτηκαν τη νέα τους βασίλισσα.
Ο Δίας και η Ήρα αγαπιόνταν αλλά η ζωή τους δεν ήταν πάντα ανέφελη.
Ο βασιλιάς των θεών, ήταν παρορμητικός και οξύθυμος και η γυναίκα του καχύποπτη και ζηλιάρα.
Πρέπει να εμπιστευόμαστε αυτούς που αγαπάμε, και να μη ζηλεύουμε την ελευθερία τους και την ευτυχία τους.
Συχνά όμως ξεσπούσαν καβγάδες ανάμεσα στο ζευγάρι. Κάποτε μάλιστα η Ήρα, θύμωσε τόσο, που έφυγε από τον Όλυμπο.
Ο Δίας αναρωτιόταν, πώς μπορούσε να ξαναφέρει κοντά του την Ήρα, όταν θυμήθηκε τον Κιθαιρώνα, που διακρινόταν για την ευφυία του.
Του εξιστόρησε τι είχε συμβεί, και εκείνος σκέφτηκε το ακόλουθο τέχνασμα.
Έφτιαξε μια πανέμορφη ξύλινη κούκλα σε μέγεθος γυναίκας. Την έντυσε με υπέροχα ρούχα και την τοποθέτησε σε μια άμαξα, που την έσερναν ολόλευκα βόδια με μεγάλα κέρατα.
Από μακριά, η κούκλα έμοιαζε με αληθινή γυναίκα.
Ο Κιθαιρώνας, άρχισε τότε να γυρίζει εδώ κι εκεί, διαλαλώντας ότι μετέφερε την καινούργια μνηστή του Δία.
Ένα πρωί η Μάκριδα, η πιστή παραμάνα της Ήρας, άκουσε τα μαντάτα και της τα μετέφερε.
Η οργή της θεάς ήταν μεγάλη. Ξεχύθηκε στους αγρούς και πρόφτασε την άμαξα, κι όπως ήταν τυφλωμένη από οργή, κι από ζήλια, ξέσκισε το νυφικό φόρεμα της κούκλας και το πέπλο που έκρυβε το πρόσωπο της. Κατάπληκτη τότε ανακάλυψε το ξύλινο ομοίωμα.
Κατάλαβε ότι ο Δίας, ήθελε να της δείξει τα αισθήματα του, και να συμφιλιωθεί μαζί της.
Αφοπλισμένη από το έξυπνο τέχνασμα, πήρε τη θέση της κούκλας και ο Κιθαιρώνας τη γύρισε στον Όλυμπο, κοντά στον Δία.
Κι όλα αυτά γιατί πολλές φορές, ξεγελάμε τον ίδιο τον εαυτό μας με τις σκέψεις μας. Και δεν συνειδητοποιούμε ότι μας αγαπούν, παρά μόνο αν μας το πουν με λόγια ή με πράξεις.
Στην πιο λαμπρή αίθουσα του παλατιού δέσποζε ο θρόνος του, από χρυσάφι, ελαφαντόδοντο και πετράδια.
Εκεί ζούσαν και οι υπόλοιποι Θεοί, μέσα στις απολαύσεις και την ευδαιμονία.
Κάθε αυγή, η Ηώς, ανέβαινε με το άρμα της στον Όλυμπο, για να φέρει το φως της ημέρας, ενώ η Ήβη, η Θεά της νιότης, πρόσφερε στους Θεούς, νέκταρ και αμβροσία.
Σε ένα άλλο ανάκτορο, λίγο μακρύτερα, ζούσαν οι τρεις Μοίρες, η Κλωθώ, η Λάχεση και η Άτροπος.
Οι τρεις θεότητες του πεπρωμένου, έκλωθαν τις ζωές των ανθρώπων με χρυσές και μαύρες κλωστές.
Χρυσές για τις ευτυχισμένες μέρες και μαύρες για τις ημέρες των βασάνων.
Η Κλωθώ, έγνεθε το νήμα της ζωής, η Λάχεση μοίραζε αυτό που ήταν γραφτό να λάχει στον καθένα, και η Άτροπος, όταν μια ζωή έφτανε στο τέλος της, έσπαγε την κλωστή και τότε κάποιος θνητός στη γη πέθαινε.
Ο καθένας μας έχει κάποιο ρόλο στη ζωή, μια αποστολή που πρέπει με όλες μας τις δυνάμεις, να την εκπληρώσουμε, για το καλό μας και για το καλό των άλλων.
Ο Δίας κατέβηκε κάποτε στη γη να βρει σύζυγο.
Στην Εύβοια, ζούσε μαζί με την παραμάνα της, τη Μάκριδα, μια πανέμορφη κοπέλα με θεική καταγωγή, η Ήρα. Ο Δίας εμφανίστηκε μπροστά της και της ζήτησε να γίνει γυναίκα του.
Γοητευμένη εκείνη, δέχτηκε.
Οι γάμοι τους έγιναν με λαμπρότητα και οι Θεοί καλοδέχτηκαν τη νέα τους βασίλισσα.
Ο Δίας και η Ήρα αγαπιόνταν αλλά η ζωή τους δεν ήταν πάντα ανέφελη.
Ο βασιλιάς των θεών, ήταν παρορμητικός και οξύθυμος και η γυναίκα του καχύποπτη και ζηλιάρα.
Πρέπει να εμπιστευόμαστε αυτούς που αγαπάμε, και να μη ζηλεύουμε την ελευθερία τους και την ευτυχία τους.
Συχνά όμως ξεσπούσαν καβγάδες ανάμεσα στο ζευγάρι. Κάποτε μάλιστα η Ήρα, θύμωσε τόσο, που έφυγε από τον Όλυμπο.
Ο Δίας αναρωτιόταν, πώς μπορούσε να ξαναφέρει κοντά του την Ήρα, όταν θυμήθηκε τον Κιθαιρώνα, που διακρινόταν για την ευφυία του.
Του εξιστόρησε τι είχε συμβεί, και εκείνος σκέφτηκε το ακόλουθο τέχνασμα.
Έφτιαξε μια πανέμορφη ξύλινη κούκλα σε μέγεθος γυναίκας. Την έντυσε με υπέροχα ρούχα και την τοποθέτησε σε μια άμαξα, που την έσερναν ολόλευκα βόδια με μεγάλα κέρατα.
Από μακριά, η κούκλα έμοιαζε με αληθινή γυναίκα.
Ο Κιθαιρώνας, άρχισε τότε να γυρίζει εδώ κι εκεί, διαλαλώντας ότι μετέφερε την καινούργια μνηστή του Δία.
Ένα πρωί η Μάκριδα, η πιστή παραμάνα της Ήρας, άκουσε τα μαντάτα και της τα μετέφερε.
Η οργή της θεάς ήταν μεγάλη. Ξεχύθηκε στους αγρούς και πρόφτασε την άμαξα, κι όπως ήταν τυφλωμένη από οργή, κι από ζήλια, ξέσκισε το νυφικό φόρεμα της κούκλας και το πέπλο που έκρυβε το πρόσωπο της. Κατάπληκτη τότε ανακάλυψε το ξύλινο ομοίωμα.
Κατάλαβε ότι ο Δίας, ήθελε να της δείξει τα αισθήματα του, και να συμφιλιωθεί μαζί της.
Αφοπλισμένη από το έξυπνο τέχνασμα, πήρε τη θέση της κούκλας και ο Κιθαιρώνας τη γύρισε στον Όλυμπο, κοντά στον Δία.
Κι όλα αυτά γιατί πολλές φορές, ξεγελάμε τον ίδιο τον εαυτό μας με τις σκέψεις μας. Και δεν συνειδητοποιούμε ότι μας αγαπούν, παρά μόνο αν μας το πουν με λόγια ή με πράξεις.