Η Ερμιόνη άκουσε φωνές ...κάποιος της φώναζε
''ψιτ ψιτ ψιτ''.
Η Ερμιόνη βγήκε στο παράθυρο του δωμάτίου της. ''Ποιος κάνει ψιτ; Ερμιόνη με λένε''
''Εγώ εδώ κάτω Ερμιόνη, ο κος Αρμόδιος, εδώ εδώ''
Κοίταξε η Ερμιόνη κάτω από το παράθυρο και είδε ένα κουνάβι κάτασπρο, που δεν είχε ξαναδεί ποτέ. ''Κε Αρμόδιε; Τι συμβαίνει;''
''Κοίτα Ερμιόνη, ένα κλαδάκι φύτρωσε ξαφνικά μπροστά στο παράθυρό σου. Και συνεχίζει να μεγαλώνει... ωχ ωχ φεύγω γιατί τα φοβάμαι αυτά τα ξαφνικά''
Και δίνει ένα πήδημα και κρύβεται στο θάμνο με τα λουλούδια.
Η Ερμιόνη κοιτούσε το δεντράκι που μεγάλωνε συνέχεια. Δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Τι ήταν όλο αυτό; Μαγικό; Μεγάλωνε και μεγάλωνε και πέταγε φύλλα και κλαδιά που κι αυτά ψήλωναν. Το δεντράκι έγινε δέντρο μέσα σε λίγη ώρα. Κι έφτασε ψηλά .
''Πω πω έφτασε τα σύννεφα ...τι δέντρο να ναι; '' Μόλις το είδε να φοράει τα κόκκινα ρουμπίνια του αμέσως φώναξε: ''Είναι κερασιά!! Το αγαπημένο μου δέντρο''
''Ω και σε μένα είσαι το αγαπημένο μου κοριτσάκι, Ερμιόνη. Η πιο καλή καρδιά που ξέρω . Καλώς σε βρήκα''
''Πώς βρέθηκες εδώ κα Κερασιά; Ποιος σε φύτρωσε; Καλώς φύτρωσες''
''Εσύ Ερμιόνη. Δεν θυμάσαι που είπες ότι σαν τους Ρωμαίους στρατιώτες που στο ταξίδι τους τρώγανε κεράσια και πέταγαν τα κουκούτσια στο δρόμο... ''
''Ναι το θυμάμαι μου το έλεγε ο μπαμπάς και μου λεγε ότι φύτρωσαν από τα κουκούτσια τους πολλές κερασιές και μάλιστα λένε, ότι αν ακολουθήσεις αυτές τις κερασιές θα βρεις τους αρχαίους δρόμους της αρχαίας Ρώμης''
'' Ε να που το θυμάσαι. Βγήκες λοιπόν στον κήπο και είπες... είμαι ένας στρατιώτης και πετάω τα κουκούτσια εδώ κι εδώ. Και εκεί που τα πέταξες φύτρωσα εγώ''
''Ξέρεις ποια κουκούτσια ήταν; Της γιαγιάκας μου που έτρωγε κεράσια και μου πε να τα φυλάξω και να τα φυτεύσουμε μαζί. Αλλά η γιαγιά μου είναι στο νοσοκομείο, μόνη, άρρωστη, από τον ιο πώς τον λένε. Αχ και δεν κάνει να πάει ούτε η μαμά να τη δει. Πόσο στενοχωριέμαι κα Κερασιά. Εσύ είσαι το δέντρο της γιαγιάς μου. Από τα δικά της κουκούτσια φύτρωσες''
''Να έχεις πίστη Ερμιόνη μου. Η γιαγιά σου θα το ξεπεράσει...''
''Αχ κα Κερασιά. Εγώ στενοχωριόμουν που πρώτη χρονιά σχολείο στην πρώτη τάξη δεν το ευχαριστήθηκα. Λίγες μέρες πήγα σχολείο και μετά σπίτι. Κάνουμε μάθημα με τον υπολογιστή. Μα όταν αρρώστησε η γιαγιά, κατάλαβα ότι οι δικές μου στενοχώριες ήταν ανόητες. Η γιαγιά να γίνει καλά..αχ πόσο μου λείπει και πόσο θα ήθελα να τη δω''
Η κα Κερασιά χαμήλωσε το πιο μικρό κλαδί της και χάιδεψε τα μαλλιά της Ερμιόνης.
Εκείνη την ώρα ένας μεγάλος αετός κάθισε στο μεγάλο κλαδί της κερασιάς.
''Κε Αυγουστή καλώς ήλθες. Έλα εδώ χαμηλά να γνωρίσεις την Ερμιόνη''
Ο κος Αυγουστής, ένας μεγάλος και περήφανος αετός κατέβηκε στο πιο χαμηλό κλαδί.
''Γεια σου Ερμιόνη. Σε ξέρω κι ας μην έχουμε μιλήσει ποτέ. Κάθε μέρα με χαιρετάς που με βλέπεις να πετάω ψηλά. Χθες μάλιστα με χειροκρότησες όταν έπιασα τον αρουραίο, θυμάσαι;''
''Ω ναι κε Αυγουστή και εγώ σε ξέρω, και χάρηκα που βρήκες φαγητό. Τους αρουραίους δεν τους συμπαθώ. Χαίρομαι πολύ που μιλάμε. Δεν το περίμενα ξέρεις''
''Κε Αυγουστή, έχω μια ιδέα'' είπε η κερασιά ''Γιατί δεν παίρνεις την Ερμιόνη στην πλάτη σου, να την πας στην πρωτεύουσα στο νοσοκομείο, εσύ όλα τα ξέρεις. Να δει τη γιαγιά της από το παράθυρο;''
''Ω ωω κε Αυγουστή σε παρακαλώ. Ξέρεις πόσο θα χαρεί και η γιαγιά μου αν με δει; Μόνη της είναι κε Αυγουστή, ανάμεσα σε ξένους. Και είναι άρρωστη πολύ. Σε παρακαλώ'' είπε η Ερμιόνη και την έπιασαν τα κλάματα.
Ο κος Αυγουστής δεν τα μπορούσε τα κλάματα. Του έσφιγγαν την καρδιά. Χαμήλωσε τα φτερά του και της είπε
'' Έλα ανέβα και κρατήσου καλά. Άλλες στιγμές θα πετάμε χαμηλά και άλλες ψηλά, πρέπει να κρατιέσαι, σύμφωνοι;''
Άλλο που δεν ήθελε η Ερμιόνη.
Ο καιρός ήταν καλός, ο ήλιος δεν έκαιγε πολύ όπως όλες τις ημέρες της άνοιξης. Αλλά και άσπρα συννεφάκια τον έκρυβαν που και που και έτσι το ταξίδι θα ήταν ωραίο.
Ανέβηκε στην πλάτη του αετού και χαιρέτησε την κα Κερασιά. ''Περίμενέ με, θα σου φέρω νέα'' της φώναξε.
Πέταξαν πάνω από τα βουνά, είδε τις κορυφές τους που δεν τις είχε δει ποτέ. Τι καταπράσινα που ήταν όλα. Αχ βλέπει και ένα ζώο που τρέχει και χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα.
''Τι να ναι αυτό που έτρεχε;'' ρώτησε τον αετό. ΄Ήταν ελάφι Ερμιόνη αλλά μη φωνάζεις μέσα στ'αυτί μου θα κουφαθώ πια''
Πέταξαν πάνω από κτήματα. Πόσο μικρά φαίνονταν όλα. Τα δέντρα ακόμη και τα σπίτια και οι δρόμοι άδειοι. Ερημικά όλα.
'' Πω πω δεν μπορώ να βλέπω την πόλη χωρίς ανθρώπους. Τι κακιά αυτή η αρρώστια που μας έκανε να φοβηθούμε''
'' Θα περάσει Ερμιόνη, θα δεις είναι η τελευταία άνοιξη που είσαστε κλεισμένοι''
''Πού το ξέρεις κε Αυγουστή;''
''Αετός είμαι από τη γη μπορώ και πάω στα ουράνια, όλα τα ξέρω''
Πέταξαν πάνω από τη θάλασσα. Κανένα κυματάκι δεν υπήρχε στην αγκαλιά της, αν και το αεράκι χάιδευε απαλά το θαλασσινό νερό. Φαίνεται και η θάλασσα δεν έχει κέφια, σκέφτηκε η Ερμιόνη.
''Αυτή είναι η πρωτεύουσά μας; '' ρώτησε τον αετό, όταν είδε μεγάλα σπίτια και αυτοκίνητα. ''Εδώ έχει κίνηση, βλέπεις; Εδώ έπρεπε να μένουμε με το μπαμπά και τη μαμά, δεν είναι ερημιά''
'' Ναι αλλά δεν θα γνωριζόμαστε. Εδώ στην πόλη δεν πετάνε αετοί να το ξέρεις. Για σένα έρχομαι εδώ''
''Σ'ευχαριστώ κε Αυγουστή. Προτιμώ το χωριό αν σε έχω παρέα. Ξέρεις πού είναι το νοσοκομείο; ''
''Φυσικά και ξέρω, εκεί πάμε. Νατο μπροστά μας. Περίμενε να παω σιγά σιγά, να πετάξω χαμηλά, να φτάσουμε στον 5ο όροφο που είναι η γιαγιά σου στην εντατική''
''Πού ξέρεις καλέ μου αετέ πού είναι η γιαγιά μου;''
''Είπαμε όλα τα ξέρω. Να το παράθυρο, πάμε να δούμε.''
Ο αετός πλησίασε και είδε τις κουρτίνες τραβηγμένες. Η Ερμιόνη έβαλε τα χεράκια της στο τζάμι να κοιτάξει καλά γιατί ο ήλιος εμπόδιζε.
Είδε κρεβάτια στη σειρά. Και έψαχνε τη γιαγιά της. Με αυτά που είχαν στο πρόσωπο δεν μπορούσε να καταλάβει. Ποια να είναι η γιαγιά της;
''Τι είναι αυτές οι φούσκες που έχουν στο στόμα;''
''Για να αναπνέουν Ερμιόνη''. Εκείνη την ώρα η νοσοκόμα ήλθε και έβγαλε της κυρίας τη φούσκα. Ήταν η γιαγιάκα της. Η Ερμιόνη είδε τη γιαγιά της να γυρίζει το κεφάλι στο παράθυρο.
''Γιαγιάκα εγώ εδώ... κοίτα με γιαγιάκαααα'' φώναζε
Η γιαγιά κοίταξε το παράθυρο και της φάνηκε ότι είδε την Ερμιόνη της απέξω. Είναι δυνατόν;
Κούνησε το χέρι της και έστειλε φιλιά και ας μην είναι δυνατόν να είναι το κοριτσάκι της απέξω στον 5ο όροφο και μάλιστα πάνω σε αετό!
Η Ερμιόνη γελούσε. ''Γιαγιά, γιαγιά, γιαγιά, σ'αγαπάω πολύ''
''Η μαμά την ταρακούνησε. Ερμιόνη μου τι έπαθες ; Όνειρο έβλεπες; Θα ήταν καλό για να γελάς. Σου έχω νέα''
''Μαμά; ο κος Αυγουστής; Τι γίνεται; Κοιμόμουν; Όνειρο είναι;''
''Όνειρο είδες αγάπη μου και δεν ξέρω κανένα κο Αυγουστή''
Η Ερμιόνη πετάχτηκε και πήγε στο παράθυρο. Απέξω δεν υπήρχε καμιά κερασιά. Όλα στον ύπνο της έγιναν;
''Τι νέα είπες μαμά ότι έχεις;''
''Αγάπη μου η γιαγιά βγήκε από την εντατική. Είναι καλά. Σε λίγες μέρες θα είναι κοντά μας''
Η Ερμιόνη ποτέ δεν χάρηκε τόσο πολύ όσο αυτό το πρωινό. Πηδούσε, γελούσε, χειροκροτούσε, έκανε ένα σωρό τρέλες από τη χαρά της και η μαμά την αγκάλιαζε και χόρευε μαζί της.
''Ναι, αυτή η άνοιξη είναι η καλύτερη που έχω ζήσει ως τώρα''!
πηγή: ''Ατενίζοντας''