Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Τα επτά κοράκια!!!


Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας πατέρας που είχε επτά γιους, μα κανένα κορίτσι.
Κάθε μέρα παρακαλούσε το Θεό, να του στείλει μια θυγατέρα, για να την έχει θάρρος στα στερνά του.
Ο Θεός τον άκουσε και του έστειλε μια κόρη, μα ήταν ένα αδύνατο πλάσμα.
Για να δυναμώσει και να γίνει καλά, έπρεπε να την βουτήξουν στο νερό από μια πηγή.
Έστειλε λοιπόν τους γιους του, να του φέρουν ένα μεγάλο σταμνί με νερό.
Στο δρόμο του γυρισμού όμως, το σταμνί έπεσε και έσπασε.
Τα αγόρια φοβήθηκαν, και μη ξέροντας τι να κάνουν, δεν γύρισαν στο σπίτι.
Περίμενε ο πατέρας τους και η μάνα τους, ...περίμεναν...αλλά μάταια....
Τότε πια ο γέρος θύμωσε πολύ, και λέει:
-Την κατάρα μου να έχουν, ...να γίνουν μαυροκόρακοι!....
Δεν είχε τελειωμένο τον λόγο του, και αμέσως ένας μεγάλος θόρυβος ακούστηκε πάνω από το σπίτι. Επτά μαύρα κοράκια, πέταξαν ψηλά και χάθηκαν μακριά.
Μετάνοιωσε σε λίγο ο πατέρας για τη κουβέντα που είπε, ...μα ποιο το όφελος;
''Χίλια μετανιώματα και ένα άσπρο, και πάλι κρίμα το άσπρο''..λέει ο λόγος.
Δεν μπορούσε πια να πάρει τη κατάρα του πίσω, κι έτσι έμεινε μόνο με το κορίτσι.
Αυτό σιγά-σιγά, έγινε καλά. Μα όσο ήταν μικρό, δεν ήξερε πως είχε αδέλφια, και δεν ήταν μοναχοπαίδι.
Μα σαν μεγάλωσε και άρχισε να καταλαβαίνει, άκουσε μια γειτόνισσα να λέει:
-Καλά να είναι τούτη τώρα, μα τι βγαίνει; Έγινε η αιτία να χαθούν τα αδέλφια της!
Μόλις το άκουσε, πήγε αμέσως και ρώτησε τη μάνα της.
-Μάνα..., έχω κι εγώ αδέλφια που χάθηκαν;
Η μητέρα της κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να της κρύψει την αλήθεια, κι έκατσε και της είπε όλη την ιστορία.
Το κορίτσι στενοχωρήθηκε κι έμεινε ξάγρυπνη πολλές νύχτες.
Ένα πρωί, ξύπνησαν οι γονείς, μα το κορίτσι ήταν άφαντο. Δεν την βρήκαν πουθενά, όσο κι αν έψαξαν. Τι να κάνουν οι γονείς, έμειναν δύο κουφάρια μόνα.
Η κοπέλα είχε φύγει, αποφασισμένη να βρει τους αδελφούς της.
-Δεν μπορώ να ζω εγώ καλά, και τα αδέλφια μου να δυστυχούν.
Το μόνο που πήρε μαζί της, ήταν ένα δαχτυλιδάκι της μητέρας της. Ταξίδευε...., ταξίδευε..., κοιμόταν όπου μπορούσε και έτρωγε ότι έβρισκε, και τελικά έφτασε στην άκρη του κόσμου.
Ένα λαμπερό παλάτι φάνηκε μπροστά της, και σ' αυτό βρήκε τον Ήλιο. Μα δεν μπορούσε να σταθεί, γιατί ήταν πολύ ζεστός κι έφυγε αμέσως τρέχοντας.
Κατέληξε λοιπόν σε ένα άλλο παλάτι, το παλάτι του Φεγγαριού.
Μπήκε και κρύφτηκε φοβισμένη. Μα το Φεγγάρι μόλις έφτασε, άρχισε να μυρίζεται τον αέρα, και να λέει:
-Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει. Κάποιος υπάρχει εδώ μέσα.
Η κοπέλα σηκώνεται ξαφνικά και το βάζει στα πόδια φοβισμένη.
Τελικά κατέφυγε στα αστέρια.
Αυτά την υποδέχθηκαν όμορφα και με καλοσύνη την ρώτησαν τι θέλει.
-Εγώ θέλω να βρω τα αδέλφια μου...τους λέει και αφηγείται όλη την ιστορία, όπως της την είπε η μητέρα της.
Από όλα τα άστρα, πιο πολύ τη λυπήθηκε ο Αυγερινός και της έδωσε το ποδαράκι της νυχτερίδας και της είπε:
-Πάρε αυτό εδώ το κοκαλάκι, και να το έχεις συνεχώς πάνω σου. Χωρίς αυτό δεν θα μπορέσεις να ανοίξεις τον καταραμένο πύργο, που ζουν τα αδέλφια σου.
Παίρνει το ποδαράκι της νυχτερίδας το κορίτσι, το τυλίγει στο μαντήλι της και το βάζει στο κόρφο της. Ευχαρίστησε έπειτα και έφυγε.
Πήγαινε δρόμο πολύ και φτάνει στον πύργο, που πράγματι τον βρήκε κλειδωμένο.
Βγάζει το ποδαράκι και το ακουμπάει πάνω στη πόρτα, κι εκείνη αμέσως άνοιξε.
Μία- μία άνοιγε τις πόρτες μέχρι που βρέθηκε μπροστά σε ένα πολύ κοντό άνθρωπο.
-Τι θέλεις κοπέλα μου;...τη ρώτησε.
-Θέλω τα αδέλφια μου, λέει η κοπέλα με θάρρος.... τα επτά κοράκια.
-Δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή, αλλά αν δεν φοβάσαι,  μπορείς να τους περιμένεις.
Σε λίγο ο κοντός άνθρωπος, έστρωσε το τραπέζι κι έβαλε επτά πιάτα με φαγητό κι επτά δοχεία για κρασί.
Η κοπέλα πεινασμένη έφαγε λίγο απ'όλα και ήπιε λίγο απ΄όλα.
Στο τελευταίο ποτήρι, έριξε το δαχτυλίδι της μητέρας της.
Το μεσημέρι τα κοράκια ήρθαν στον πύργο, και πήγαν στο τραπέζι. Ήταν άσχημα, κατάμαυρα, σκέτη δυστυχία.
Όλα πρόσεξαν ότι τα φαγητό ήταν λιγότερο και από τα ποτήρια κάποιος είχε πιει.
Όποιος το έκανε θα το πληρώσει.
Μα ο τελευταίος ξαφνικά φωνάζει:
-Σταθείτε, βρήκα στο ποτήρι μου ένα δαχτυλίδι. Μα το αναγνωρίζω... είναι της μητέρας μας!!
Επιτέλους σωθήκαμε!!!..
Φανερώνεται αμέσως η αδελφή τους, και ήταν τόση η χαρά και η συγκίνηση, ήταν τόση η αγάπη στην ατμόσφαιρα, που τα κοράκια άρχισαν να παίρνουν την ανθρώπινη μορφή τους.
Αγκαλιάστηκαν ξανά και ξεκίνησαν για το σπίτι.
Μόλις έφτασαν, και είδαν όλα τα παιδιά τους οι απελπισμένοι γονείς, ζήτησαν συγχώρεση και έζησαν έκτοτε με αγάπη και τρυφερότητα όλοι μαζί.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...