Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Το τέρας που μας στοίχειωσε!!...



Σε μια μικρή πόλη της Γερμανίας, ένα πρωινό, λίγο πριν την αυγή, μια μεγάλη άσπρη κουκουβάγια, μπήκε στη σιταποθήκη ενός κατοίκου της πόλης.
Κυνηγούσε ποντίκια, μια και τρελαινόταν για τα παχουλά αυτά πλάσματα, μπήκε στη σιταποθήκη που ήταν γεμάτη από το αγαπημένο της φαγητό.
Είχε κιόλας ξημερώσει όταν χόρτασε επιτέλους τη πείνα της.
Όμως, μια και δεν αγαπούσε το φως, αποφάσισε να περάσει τις ώρες της ημέρας, σε ένα αναπαυτικό δοκάρι, στο σχεδόν πιο σκοτεινό σημείο της αποθήκης.
Έξω από τη σιταποθήκη, ο ήλιος είχε ανατείλει για καλά και οι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να ξυπνούν.
Σε λίγο, ήρθε ένας υπηρέτης στη σιταποθήκη, να πάρει λίγο σανό για τα άλογα του αφεντικού του.
Καθώς τον μάζευε, είδε ξαφνικά τα γυαλιστερά μάτια της κυρίας κουκουβάγιας που φέγγανε στο μισοσκόταδο της σιταποθήκης. Το θέαμα τον τρομοκράτησε, κι έφυγε τρέχοντας, κλείνοντας την πόρτα.
Καθώς έτρεχε στο δρόμο, συνάντησε το αφεντικό του, την ώρα που έβγαινε από το σπίτι του.
-Αφεντικό....αφεντικό....φώναξε τρομοκρατημένος...Υπάρχει ένα τέρας στη σιταποθήκη. Όταν άνοιξα τη πόρτα, είδα τα μάτια του να με κοιτάζουν. Φαίνεται να είναι σωστός γίγαντας, γιατί τα μάτια του ήταν πολύ πιο ψηλά από το κεφάλι μου.
Το αφεντικό ήξερε, ότι ο υπηρέτης ήταν δειλός και φοβόταν τις νυχτερίδες, κι ακόμα πως μπορούσε να το βάλει στα πόδια, βλέποντας την ίδια τη σκιά του.
-Δεν ξανάκουσα τέτοια παραμύθια...είπε...θα πάω να δω το τέρας ο ίδιος.
Μα όταν άνοιξε τη πόρτα της σιταποθήκης, και είδε τα μάτια της κουκουβάγιας να λάμπουν στο σκοτάδι, τρόμαξε τόσο, όσο κι ο υπηρέτης του, και πήγε να φωνάξει τους γείτονες του.
-Βοήθεια...βοήθεια...φώναξε...Ελάτε γρήγορα..Υπάρχει ένα φοβερό τέρας στη σιταποθήκη μου.
Αμπάρωσα την πόρτα, αλλά δεν τολμώ να σκεφτώ, τι μπορεί να γίνει αν την ανοίξει.
Θα καταστρέψει σίγουρα όλη τη πόλη!....
Όλοι οι γείτονες, τον ακολούθησαν στην σιταποθήκη, άντρες, γυναίκες, παιδιά, οπλισμένοι με τσεκούρια, σφυριά και δίκρανα.
Έπειτα αφού τους έβαλε στη γραμμή, βάδισε μαζί τους προς το μεγάλο τέρας.
-Εμπρός, μαρς!...αριστερά!..δεξιά!.. αλτ!..
Η σιταποθήκη πλέον ήταν περικυκλωμένη.
Ποιος όμως, τολμούσε να ανοίξει τη πόρτα της; Όταν ο δήμαρχος ζήτησε εθελοντές, έπεσε τόση σιωπή, που άκουγες και την πνοή του αέρα. Όλοι στέκονταν αγάλματα, κοιτώντας μπροστά τους, μη τολμώντας να κουνήσουν, ούτε ένα βλέφαρο, από φόβο μήπως θεωρηθεί σημάδι, ότι δέχονται.
Τότε ένας δημοτικός σύμβουλος γέρος και πολύ αδύνατος, είπε ότι κάποιος με δημόσιο αξίωμα έπρεπε να δώσει το παράδειγμα στους πολίτες.
Γι' αυτό αποχαιρέτησε το δημοτικό συμβούλιο, άνοιξε τη πόρτα και προχώρησε ένα βήμα στη σιταποθήκη. Ξαφνικά πετάχτηκε έξω αφήνοντας μισόκλειστη τη πόρτα, ωχρός σαν νεκρός, και τόσο τρομοκρατημένος που δεν μπορούσε να πει τι είδε.
Τότε ο Δήμαρχος αποφάσισε να καλέσει τους κατοίκους της πόλης σε πολεμικό συμβούλιο.
Στη συγκέντρωση επικράτησε ενθουσιασμός και πολύς θόρυβος, αλλά δεν έγινε καμία πρακτική υπόδειξη, για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσουν το τέρας, ή για να λέμε την αλήθεια, για το ποιος θα το αντιμετώπιζε, ώσπου ένας γεροδεμένος άνδρας, σηκώθηκε και μίλησε.
Ο άνδρας αυτός ήταν σε μεγάλη εκτίμηση για την τόλμη και το θάρρος του.
-Για να απαλλαγούμε από το τέρας, χρειάζονται άνθρωποι με πείρα...είπε. Πολέμησα πολλούς εχθρούς, και θα αντιμετωπίσω κι αυτόν. Φέρτε μου μια πανοπλία, ένα δόρυ κι ένα σπαθί.
Το πλήθος ζητωκραύγαζε και παίνεσε το θάρρος του. Καταλάβαιναν ότι κάποιος έπρεπε να προσπαθήσει να νικήσει το τέρας. Ήταν λυπηρό το ότι αυτός ο γενναίος θα ριψοκινδύνευε τόσο, αλλά από την άλλη μεριά, ποιος άλλος θα είχε μια ελπίδα να νικήσει;
Ο γενναίος φόρεσε την πανοπλία, πήρε στο ένα χέρι το δόρυ και στο άλλο το σπαθί, και διέταξε να του ανοίξουν διάπλατα την πόρτα.
Όλη αυτή η φασαρία, και το έμπα-έβγα, ενόχλησαν την κουκουβάγια, που πέταξε σε ένα ακόμα ψηλότερο δοκάρι, ελπίζοντας ότι θα την ενοχλήσουν λιγότερο. Ο άνδρας με την πανοπλία είδε τα μάτια της που έλαμπαν αλλά δεν μπορούσε να την φτάσει.
-Φέρτε μου μια ανεμόσκαλα....διέταξε.
Με τη βαριά πανοπλία του, ανέβαινε με δυσκολία την ανεμόσκαλα.
Καθώς πλησίαζε, η κουκουβάγια ενοχλημένη από τις φωνές και το φως που ερχόταν απέξω, άρχισε να χτυπά τις φτερούγες της, και να στριφογυρίζει τα μάτια της, ακόμα και να τσιμπά με το ράμφος της.
-Σκότωσε το, ...σκότωσε το το τέρας...φώναζε το πλήθος.
Οι φωνές της κουκουβάγιας μέσα στην άδεια σχεδόν σιταποθήκη, ακούγονταν  παράξενα και απόκοσμα.
Ο γενναίος πολεμιστής τρομοκρατήθηκε από την υπερφυσική φωνή, έπεσε από την ανεμόσκαλα και έμεινε λιπόθυμος. Χρειάστηκαν τέσσερις άνδρες για να τον σηκώσουν.
-Κλείστε τις πόρτες,....κλείστε τις πόρτες...φώναζε το πλήθος, όταν τον έβγαλαν σώο.
Εκείνοι που ήταν κοντά στις πόρτες, έλεγαν διάφορα, για τα όσα συνέβησαν μέσα.
Κάποιοι είπαν ότι το τέρας ήταν μεγάλο σα σπίτι. Μήπως δεν είχε πληγώσει τον γενναιότερο και δυνατότερο άνδρα της πόλης; Και μάλιστα μόνο με την αναπνοή του.
-Πώς θα σώσουμε την πόλη από ένα τόσο φοβερό πλάσμα;...ρώτησαν.
Θα γινόταν πανικός, αν ο Δήμαρχος δεν ανέβαινε σε ένα παλιό κάρο που βρισκόταν στο δρόμο και δεν τους ησύχαζε.
-Ακούστε με συμπολίτες...μόνο ένα πράγμα μπορούμε να κάνουμε...να κάψουμε τη σιταποθήκη και μαζί και το φοβερό τέρας. Ο ιδιοκτήτης της θα αποζημιωθεί γι αυτήν και για το σανό και το άχυρο που είναι μέσα, από το δημοτικό ταμείο. Γρήγορα λοιπόν να της βάλουμε φωτιά.
Στο μεταξύ, η κουκουβάγια φοβερά ενοχλημένη από όλη τη φασαρία, πήδηξε σε ένα μικρό παράθυρο στην οροφή της σιταποθήκης, και πέταξε πέρα στο κοντινό δάσος. Εκεί κάθισε σε ένα σκοτεινό κλαδί ανάμεσα στα δέντρα και παρακολουθούσε ένα πλήθος κόσμου να βάζει φωτιά και να καίει μια σιταποθήκη, μαζί με το τέρας που έβαλε σε κίνδυνο ολόκληρη πόλη.
Έκατσε μάλιστα στο κλαδί της και ούτε κουνήθηκε από εκεί, ενόσω όλοι ήταν ενθουσιασμένοι και έδιναν συγχαρητήρια στο Δήμαρχο, που έσωσε τη πόλη τους και που με τη σοφή του απόφαση έμεινε στην ιστορία.



Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Το παράδειγμα του κότσιφα!!!




Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας γέρος που είχε δύο παιδιά.
Χήρεψε νωρίς, ωστόσο τα μεγάλωσε με κόπο, τα ανάθρεψε και τα έκανε ολόκληρους άντρες.
Στη συνέχεια τα πάντρεψε, και τα νοικοκύρεψε, κρατώντας μονάχα για τον εαυτό του, το σπιτάκι που έμενε, και ένα χωράφι κοντά στο χωριό.
Τα παιδιά του πήγαιναν και τον έβλεπαν κατά διαστήματα, όταν μπορούσαν δηλαδή να ξεκλέψουν λίγο χρόνο ανάμεσα στις υποχρεώσεις τους.
Το χωράφι αυτό ήταν η ασχολία του πατέρα.
Το ξεχορτάριαζε και το έσκαβε το καλοκαίρι,  το έσπερνε το χειμώνα,  και στη συνέχεια μάζευε το στάρι της χρονιάς του. Από αυτό ζούσε την κάθε ημέρα του και επιβίωνε.
Τα χρόνια περνούσαν, και η φροντίδα του χωραφιού γινόταν όλο και πιο δύσκολη και επίπονη για το γερασμένο κορμί του.
Άμα παραγέρασε και δεν μπορούσε πια να δουλεύει, φώναξε ένα γείτονα, και του έκανε την εξής πρόταση:
-Σου δίνω το χωράφι να το σπέρνεις, αρκεί να μου δίνεις εμένα τα μισά, ώστε να ζω. Βλέπεις μου είναι δύσκολο πια να το δουλεύω εγώ.
-Εντάξει!...είμαστε σύμφωνοι.. του απάντησε ο γείτονας.
Πήρε το χωράφι αυτός. Και στον γέρο πατέρα έδινε το στάρι που χρειαζόταν.
Ο γείτονας όμως είχε και γίδια και κατσίκες. Τις έδενε λοιπόν κι αυτές στο χωράφι να βόσκουν.
Καμιά φορά, άφηνε και το γάιδαρο του εκεί.
Κάποτε περνώντας από εκεί τα παιδιά του γέρου, έβλεπαν τα ζωντανά μέσα στο χωράφι και μονολογούσαν.

-Αχ δεν το έδινε ο πατέρας μας σε μας το χωράφι, αλλά πρέπει να βλέπουμε ένα ξένο μέσα!
Περνούσαν μετά από τον πατέρα τους και στενοχωρούσαν τον γέροντα, λέγοντας και ξαναλέγοντας να δώσει σε αυτούς το χωράφι.
Τέλος ο γέρος δεν άντεξε και τους λέει:
-Θα σας το δώσω. Να πάτε όμως πρώτα να βρείτε έναν κότσυφα με τη φωλιά του, να μου τη φέρετε και έπειτα θα σας το δώσω.
Κίνησαν λοιπόν οι γιοι του, ψάχνοντας εδώ κι εκεί, να βρουν τη φωλιά. Κάποια στιγμή τη βρήκαν με αβγά που μόλις είχαν σκάσει, και πιάνοντας και τη μάνα, πήραν και τη φωλιά και την πήγαν στον πατέρα τους.
Ο γέρος τους είπε:
-Θα πάτε τώρα και θα κάμετε κι ένα κλουβί.
Πήγαν έφτιαξαν το κλουβί και το πήγαν και αυτό στον πατέρα τους.
Ο γέρος έβαλε τη φωλιά με τα μωρά μέσα στο κλουβί, αμόλησε τη μάνα, και κρέμασε το κλουβί στο παράθυρο.

Η μάνα που δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τα παιδιά της, τους κουβάλαγε συνεχώς φαγητό και δεν έλεγε να απομακρυνθεί από το κλουβί. Τα τάιζε, και τα έκανε μεγάλα.
Τότε ο γέρος, έπιασε τη μάνα, την έχωσε στο κλουβί και αμόλησε τα παιδιά της.
Μόλις αμόλησε τα πουλιά, αυτά έδωσαν ένα πέταγμα δειλό αρχικά, και στη συνέχεια κατόρθωσαν να πετάξουν. Φρ..φρ...και εξαφανίστηκαν πετώντας.
Πού να γυρίσουν πίσω! Ξέχασαν και τη μάνα, που χωρίς φαγητό, ψόφησε σε τρεις ημέρες.
Το βράδυ ήρθαν πάλι οι γιοι στον γέρο, για να δουν τι απόγινε και για να πάρουν το χωράφι.
-Έ....άντε πατέρα...! Την επιθυμία σου την εκτελέσαμε! Δώσε μας τώρα το χωράφι...
Και ο γέρος πατέρας τους τους απαντάει:
-Πηγαίνετε να δείτε πώς ανταπόδωσαν τη φροντίδα στον κότσυφα τα παιδιά της!
Την άφησαν να ψοφήσει! Κι επειδή κάτι τέτοιο δεν θα ήθελα να μου κάνετε κι εσείς, ...χωράφι δεν παίρνετε!.....


Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Τα επτά κοράκια!!!


Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας πατέρας που είχε επτά γιους, μα κανένα κορίτσι.
Κάθε μέρα παρακαλούσε το Θεό, να του στείλει μια θυγατέρα, για να την έχει θάρρος στα στερνά του.
Ο Θεός τον άκουσε και του έστειλε μια κόρη, μα ήταν ένα αδύνατο πλάσμα.
Για να δυναμώσει και να γίνει καλά, έπρεπε να την βουτήξουν στο νερό από μια πηγή.
Έστειλε λοιπόν τους γιους του, να του φέρουν ένα μεγάλο σταμνί με νερό.
Στο δρόμο του γυρισμού όμως, το σταμνί έπεσε και έσπασε.
Τα αγόρια φοβήθηκαν, και μη ξέροντας τι να κάνουν, δεν γύρισαν στο σπίτι.
Περίμενε ο πατέρας τους και η μάνα τους, ...περίμεναν...αλλά μάταια....
Τότε πια ο γέρος θύμωσε πολύ, και λέει:
-Την κατάρα μου να έχουν, ...να γίνουν μαυροκόρακοι!....
Δεν είχε τελειωμένο τον λόγο του, και αμέσως ένας μεγάλος θόρυβος ακούστηκε πάνω από το σπίτι. Επτά μαύρα κοράκια, πέταξαν ψηλά και χάθηκαν μακριά.
Μετάνοιωσε σε λίγο ο πατέρας για τη κουβέντα που είπε, ...μα ποιο το όφελος;
''Χίλια μετανιώματα και ένα άσπρο, και πάλι κρίμα το άσπρο''..λέει ο λόγος.
Δεν μπορούσε πια να πάρει τη κατάρα του πίσω, κι έτσι έμεινε μόνο με το κορίτσι.
Αυτό σιγά-σιγά, έγινε καλά. Μα όσο ήταν μικρό, δεν ήξερε πως είχε αδέλφια, και δεν ήταν μοναχοπαίδι.
Μα σαν μεγάλωσε και άρχισε να καταλαβαίνει, άκουσε μια γειτόνισσα να λέει:
-Καλά να είναι τούτη τώρα, μα τι βγαίνει; Έγινε η αιτία να χαθούν τα αδέλφια της!
Μόλις το άκουσε, πήγε αμέσως και ρώτησε τη μάνα της.
-Μάνα..., έχω κι εγώ αδέλφια που χάθηκαν;
Η μητέρα της κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να της κρύψει την αλήθεια, κι έκατσε και της είπε όλη την ιστορία.
Το κορίτσι στενοχωρήθηκε κι έμεινε ξάγρυπνη πολλές νύχτες.
Ένα πρωί, ξύπνησαν οι γονείς, μα το κορίτσι ήταν άφαντο. Δεν την βρήκαν πουθενά, όσο κι αν έψαξαν. Τι να κάνουν οι γονείς, έμειναν δύο κουφάρια μόνα.
Η κοπέλα είχε φύγει, αποφασισμένη να βρει τους αδελφούς της.
-Δεν μπορώ να ζω εγώ καλά, και τα αδέλφια μου να δυστυχούν.
Το μόνο που πήρε μαζί της, ήταν ένα δαχτυλιδάκι της μητέρας της. Ταξίδευε...., ταξίδευε..., κοιμόταν όπου μπορούσε και έτρωγε ότι έβρισκε, και τελικά έφτασε στην άκρη του κόσμου.
Ένα λαμπερό παλάτι φάνηκε μπροστά της, και σ' αυτό βρήκε τον Ήλιο. Μα δεν μπορούσε να σταθεί, γιατί ήταν πολύ ζεστός κι έφυγε αμέσως τρέχοντας.
Κατέληξε λοιπόν σε ένα άλλο παλάτι, το παλάτι του Φεγγαριού.
Μπήκε και κρύφτηκε φοβισμένη. Μα το Φεγγάρι μόλις έφτασε, άρχισε να μυρίζεται τον αέρα, και να λέει:
-Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει. Κάποιος υπάρχει εδώ μέσα.
Η κοπέλα σηκώνεται ξαφνικά και το βάζει στα πόδια φοβισμένη.
Τελικά κατέφυγε στα αστέρια.
Αυτά την υποδέχθηκαν όμορφα και με καλοσύνη την ρώτησαν τι θέλει.
-Εγώ θέλω να βρω τα αδέλφια μου...τους λέει και αφηγείται όλη την ιστορία, όπως της την είπε η μητέρα της.
Από όλα τα άστρα, πιο πολύ τη λυπήθηκε ο Αυγερινός και της έδωσε το ποδαράκι της νυχτερίδας και της είπε:
-Πάρε αυτό εδώ το κοκαλάκι, και να το έχεις συνεχώς πάνω σου. Χωρίς αυτό δεν θα μπορέσεις να ανοίξεις τον καταραμένο πύργο, που ζουν τα αδέλφια σου.
Παίρνει το ποδαράκι της νυχτερίδας το κορίτσι, το τυλίγει στο μαντήλι της και το βάζει στο κόρφο της. Ευχαρίστησε έπειτα και έφυγε.
Πήγαινε δρόμο πολύ και φτάνει στον πύργο, που πράγματι τον βρήκε κλειδωμένο.
Βγάζει το ποδαράκι και το ακουμπάει πάνω στη πόρτα, κι εκείνη αμέσως άνοιξε.
Μία- μία άνοιγε τις πόρτες μέχρι που βρέθηκε μπροστά σε ένα πολύ κοντό άνθρωπο.
-Τι θέλεις κοπέλα μου;...τη ρώτησε.
-Θέλω τα αδέλφια μου, λέει η κοπέλα με θάρρος.... τα επτά κοράκια.
-Δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή, αλλά αν δεν φοβάσαι,  μπορείς να τους περιμένεις.
Σε λίγο ο κοντός άνθρωπος, έστρωσε το τραπέζι κι έβαλε επτά πιάτα με φαγητό κι επτά δοχεία για κρασί.
Η κοπέλα πεινασμένη έφαγε λίγο απ'όλα και ήπιε λίγο απ΄όλα.
Στο τελευταίο ποτήρι, έριξε το δαχτυλίδι της μητέρας της.
Το μεσημέρι τα κοράκια ήρθαν στον πύργο, και πήγαν στο τραπέζι. Ήταν άσχημα, κατάμαυρα, σκέτη δυστυχία.
Όλα πρόσεξαν ότι τα φαγητό ήταν λιγότερο και από τα ποτήρια κάποιος είχε πιει.
Όποιος το έκανε θα το πληρώσει.
Μα ο τελευταίος ξαφνικά φωνάζει:
-Σταθείτε, βρήκα στο ποτήρι μου ένα δαχτυλίδι. Μα το αναγνωρίζω... είναι της μητέρας μας!!
Επιτέλους σωθήκαμε!!!..
Φανερώνεται αμέσως η αδελφή τους, και ήταν τόση η χαρά και η συγκίνηση, ήταν τόση η αγάπη στην ατμόσφαιρα, που τα κοράκια άρχισαν να παίρνουν την ανθρώπινη μορφή τους.
Αγκαλιάστηκαν ξανά και ξεκίνησαν για το σπίτι.
Μόλις έφτασαν, και είδαν όλα τα παιδιά τους οι απελπισμένοι γονείς, ζήτησαν συγχώρεση και έζησαν έκτοτε με αγάπη και τρυφερότητα όλοι μαζί.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Η καρακάξα και ο τσαλαπετεινός!!





Η έχθρα της καρακάξας και του τσαλαπετεινού  είναι πολύ παλιά.
Ξεκινάει από μια μέρα που μια καρακάξα, καθισμένη στα κλαδιά ενός δέντρου, παρακολουθούσε από ψηλά, ένα σπίτι, που ένα κοπάδι περιστέρια   κατέβαιναν καθημερινά στην αυλή και έτρωγαν του καλού καιρού.
Οι νοικοκύρηδες του σπιτιού πετούσαν κάθε μέρα ένα σωρό σπόρια και καλούδια και τα περιστέρια έτρωγαν με τη ψυχή τους.
Η καρακάξα έβλεπε και μονολογούσε:
-Αυτό είναι φαγοπότι. Τρώνε κάθε μέρα ένα σωρό τροφή, κι εμείς οι δόλιοι καθόμαστε εδώ και χορταίνουμε με τα μάτια.
Στο διπλανό δέντρο καθόταν ένας τσαλαπετεινός και άκουσε τα λόγια της καρακάξας.
-Κάθεσαι και μαραζώνεις καημένη, ενώ είναι στο χέρι σου να περνάς κι εσύ ωραία μαζί τους.
-Τι θες να πεις?
-Κοίτα, μπορείς να ανακατευτείς ανάμεσα τους και να μη σε πάρει κανείς χαμπάρι. Όλα είναι κάτασπρα κι εσύ δεν έχεις παρά να βάψεις τα φτερά σου άσπρα. Κανείς δεν θα σε προσέξει.
-Αχ!!..λέει η καρακάξα. Καλά λένε ''Γείτονα έχεις, Θεό έχεις''.
Τον ευχαρίστησε και κάθισε να σκεφτεί πώς θα κάνει πράξεις τις συμβουλές του τσαλαπετεινού.
Τότε θυμήθηκε το μύλο κοντά στο ποτάμι. Πέταξε για εκεί και μόλις έφτασε βούτηξε στο αυλάκι του νερού κι έγινε μούσκεμα. Έπειτα προσέχοντας από το παράθυρο του μύλου,  και βλέποντας ότι δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω, μπήκε και κυλίστηκε στο σεντούκι με το αλεύρι. Έγινε κάτασπρη και πέταξε κατευθείαν στην αυλή του σπιτιού.
Χώθηκε ανάμεσα στα περιστέρια και έπεσε κι αυτή στο φαί. Αργότερα πέταξε στη φωλιά τους μαζί τους και κοιμήθηκε.
Πέρασαν έτσι αρκετές μέρες και κανείς δεν είχε καταλάβει ότι ανάμεσα στα περιστέρια ζούσε και η μεταμφιεσμένη καρακάξα. Έτρωγε, κοιμόταν, και ευλογούσε τον τσαλαπετεινό, για την ωραία ιδέα που είχε.
Ένα πρωί το σπίτι ήταν ανάστατο. Περίμεναν καλεσμένους για φαγητό. Ο πατέρας είπε να σφάξουν μερικά περιστέρια για να τα μαγειρέψουν. Διάλεξαν λοιπόν τα πιο μεγάλα και τα πιο στρουμπουλά.
Ανάμεσα σε αυτά που διάλεξαν ήταν και η καρακάξα μας. Τα έπαιρνε η νοικοκυρά ένα-ένα, τα έσφαζε και τα έδινε στην κόρη της να τα μαδήσει.
Μα όταν έφτασε η σειρά της καρακάξας, πριν προλάβει να τη σφάξει, η καρακάξα έμπηξε τόσες φωνές, που η γυναίκα τρόμαξε. Από το σκούξιμο, κατάλαβε αμέσως ότι αυτό που κρατούσε δεν ήταν περιστέρι αλλά καρακάξα, και θύμωσε πολύ.
Της μάδησε τη φτερούγα και την πέταξε έξω από την αυλή στα χωράφια.
Ζαλισμένη και πονεμένη η καρακάξα, δεν ήξερε από πού της ήρθε η συμφορά.
Εκείνη την ώρα, την πρόσεξε ο τσαλαπετεινός που βρισκόταν σε ένα κλαδί και της είπε.
-Καλώς την! Εμ βέβαια, πού να μας κοιτάξεις τώρα εμάς τους φτωχούς, με τόση καλοπέραση. Ας πεθάνουμε εμείς!...
-Ου να γκρεμιστείς κι εσύ, παλιοτσαλαπετεινέ, με τις απαίσιες συμβουλές σου. Με έβαλες να προσποιηθώ κάτι άλλο, και να τώρα τι έπαθα. Ο Θεός με λυπήθηκε και γλύτωσα. Εξαιτίας σου έγινα αυτό το χάλι. Κι αν μπορούσα να πετάξω, θα ερχόμουν εκεί και θα σου έδειχνα, ώστε ούτε στο κλαδί σου δεν θα μπορούσες να σταθείς. Μα όταν γίνω καλά θα δεις.
Ο τσαλαπετεινός τρόμαξε, και έφυγε τρεχάτος. Και μόλις τον δει η καρακάξα καμία φορά, σκούζει τόσο δυνατά, που όλα τα πουλιά μαζεύονται γύρω του. Κι εκείνος τότε το βάζει στα πόδια σαν τον άνεμο.

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Ο βάτραχος που έγινε πρίγκιπας!!!

Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε σε μια μακρινή χώρα ένας καλόκαρδος βασιλιάς, που είχε έξι όμορφες κόρες. Όλες ήταν όμορφες, όμως η μικρότερη ήταν τόσο μα τόσο όμορφη, που ακόμα και ο ήλιος μαγευόταν από την ομορφιά της.
Η μικρή πριγκίπισσα περνούσε τον καιρό της ξέγνοιαστα παίζοντας στον κήπο του παλατιού.
Είχε μια μικρή χρυσή μπάλα, και με αυτήν της άρεσε να παίζει, καθισμένη δίπλα στη λιμνούλα του κήπου. Πετούσε την αγαπημένη της μπάλα ψηλά στον ουρανό, κι έπειτα την έπιανε ξανά.
Μια μέρα όμως, η χρυσή της μπάλα, γλίστρισε από τα χέρια της και έπεσε μέσα στη λίμνη.
Βλέποντας το αγαπημένο της παιχνίδι να βυθίζεται στα γαλάζια νερά, η κοπέλα άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα.
Ξαφνικά, άκουσε μια φωνή να της λέει:
-Γιατί κλαις, όμορφη μικρή μου πριγκίπισσα;
Η μικρή γύρισε το κεφάλι, αναζητώντας τη φωνή που άκουσε.
Έκπληκτη, είδε πως αυτός που της μιλούσε δεν ήταν παρά ένας άσχημος βάτραχος.
-Μη στενοχωριέσαι για τη μπάλα σου...συνέχισε εκείνος.
Μπορώ να στη φέρω εγώ πίσω. Όμως, ...κάτι πρέπει να μου δώσει κι εσύ σαν αντάλλαγμα.
Αμέσως η μικρή απάντησε...
-Ότι θέλεις!.. Τα ρούχα μου και τα κοσμήματα μου, ακόμα και το χρυσό μου στέμμα!!!
-Τι να τα κάνει τα ρούχα και τα κοσμήματα ένας βάτραχος;
Υποσχέσου, ότι θα μ' αγαπήσεις και θα με αφήνεις να τρώω από το πιάτο σου, να πίνω από το ποτήρι σου και να κοιμάμαι στο κρεβάτι σου, και τότε θα βουτήξω στη λίμνη και θα σου φέρω την μπάλα σου...της είπε ο βάτραχος..
Η μικρή πριγκίπισσα χωρίς δισταγμό και χωρίς να το σκεφτεί, απάντησε γρήγορα..
-Στο υπόσχομαι!...
Τότε ο βάτραχος, βούτηξε στη λίμνη, και σε πολύ λίγη ώρα, έπιασε και έφερε στη κοπέλα την ολόχρυση μπάλα της.
Μόλις η πριγκίπισσα πήρε στα χέρια της το αγαπημένο της παιχνίδι, άρχισε να τρέχει γρήγορα προς το παλάτι.
-Περίμενε κι εμένα! Εγώ δεν μπορώ να τρέξω τόσο γρήγορα! ...φώναξε ο βάτραχος.
Μα εκείνη όχι μόνο δεν σταμάτησε αλλά δεν έδωσε καμία σημασία στις φωνές του.
Μπήκε γρήγορα στο παλάτι, και αμέσως ξέχασε και τον καημένο τον βάτραχο και την υπόσχεση της.
Την επόμενη μέρα, ενώ η πριγκίπισσα πήγαινε για φαγητό  με τον πατέρα της και τους αυλικούς του, ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα και αμέσως μετά μια φωνή που έλεγε:
-Άνοιξέ μου γλυκιά μου πριγκίπισσα...
Η κοπέλα έντρομη κοίταξε προς την πόρτα, έτρεξε γρήγορα προς τα εκεί, πριν προλάβει κανείς άλλος, άνοιξε και έκπληκτη είδε μπροστά της τον βάτραχο. Ξαναέκλεισε την πόρτα γρήγορα, και έτρεξε με πανικό, να καθίσει στη θέση της, ανήσυχη.
Όμως ο βασιλιάς, κατάλαβε αμέσως ότι κάτι συνέβαινε, και ρώτησε τη κόρη του:
- Τι συμβαίνει μικρή μου; Γιατί έχεις αυτό το φοβισμένο ύφος; Μήπως στέκεται κάποιος γίγαντας στην πόρτα που θέλει να σε αρπάξει;
-Όχι πατέρα, δεν είναι γίγαντας, αλλά ένας κακάσχημος βάτραχος...απάντησε με τρεμάμενη φωνή..
-Και τι θέλει ένας βάτραχος εδώ, από σένα;..ρώτησε πάλι ο βασιλιάς.
-Αχ!! πατερούλη μου, χθες εκεί που έπαιζα, κοντά στη λιμνούλα, μου έπεσε η αγαπημένη μου μπάλα στο νερό. Αυτός ο βάτραχος λοιπόν, με είδε που έκλαιγα και μου την ξανάφερε. Πρώτα όμως του είχα υποσχεθεί, πως θα είμαι καλή μαζί του και τώρα αυτός θέλει να μπει μέσα και να φάει μαζί μου..είπε η πριγκίπισσα με δάκρια στα μάτια.
-Πρέπει πάντα να κρατάμε τις υποσχέσεις που δίνουμε μικρή μου...τη μάλωσε ο βασιλιάς.
Πήγαινε τώρα να ανοίξεις στον βάτραχο, και να τηρήσεις ότι του υποσχέθηκες.
Η καημένη η κοπέλα, υπάκουσε στον πατέρα της και άνοιξε την πόρτα.
Τότε ο βάτραχος μπήκε μέσα και με ένα πήδημα, κάθισε στην καρέκλα της πριγκίπισσας. Έπειτα, πήδηξε πάνω στο τραπέζι και της είπε να πλησιάσει το πιάτο της κοντά του, έτσι ώστε να φάνε μαζί.
Αφού έφαγαν και ήπιαν, ο βάτραχος είπε στην πριγκίπισσα:
-Είμαι κουρασμένος και θέλω να κοιμηθώ. Πήγαινε να μου στρώσεις το κρεβάτι σου για να ξαπλώσω.
Η δύστυχη κοπέλα έβαλε τα κλάματα. Ο βάτραχος ήταν τόσο άσχημος, που δεν μπορούσε ούτε να τον βλέπει. Όμως ο βασιλιάς της είπε με αυστηρό ύφος.
-Δεν πρέπει να περιφρονείς, αυτόν που σε βοήθησε όταν είχες ανάγκη. Και ας πρόσεχες τι υποσχέσεις δίνεις, αν δεν ήθελες να νοιώθεις άσχημα. Πήγαινε τώρα τον βάτραχο στο δωμάτιο σου!
Η πριγκίπισσα υπάκουσε πάλι, πηγαίνοντας τον βάτραχο στο δωμάτιο και βάζοντας τον στο κρεβάτι της να κοιμηθεί.
Έπειτα έβαλε μαξιλάρια στον πάγκο που βρισκόταν στα πόδια του κρεβατιού της και προσπάθησε να κοιμηθεί εκεί.
Η κακομοίρα πέρασε μια μαρτυρική νύχτα, κρυώνοντας και προσπαθώντας να βολευτεί στον σκληρό πάγκο. Όλη τη νύχτα σκεφτόταν, ότι τουλάχιστον τήρησε έστω και αναγκαστικά την υπόσχεση που είχε δώσει.
Μα σαν ξύπνησε το άλλο πρωί, αποφασισμένη να ανεχτεί και να περιποιηθεί τον άσχημο βάτραχο, βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη.
Στο κρεβάτι της, δεν βρισκόταν ένας απαίσιος βάτραχος, αλλά ένας πανέμορφος νέος, με ολόξανθα μαλλιά και γαλανά μάτια, που την κοιτούσαν με ευγνωμοσύνη χαρούμενα.
Αργότερα στην ίδια και στον βασιλιά, ο νέος εξήγησε:
-Είμαι πρίγκιπας. Μια κακιά μάγισσα με είχε καταραστεί, και είχα μεταμορφωθεί σε έναν απαίσιο βάτραχο. Μονάχα αν μια πριγκίπισσα μου φερόταν φιλικά, και με άφηνε να μοιραστώ το φαγητό της και να κοιμηθώ στο κρεβάτι της, θα λύνονταν τα μάγια! Σ' ευχαριστώ πολύ!
Η πριγκίπισσα και ο πρίγκιπας, ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά. Λίγες μέρες αργότερα, παντρεύτηκαν και έζησαν ευτυχισμένοι μαζί για πολλά - πολλά χρόνια, διηγούμενοι την ιστορία ενός βατράχου που έγινε πρίγκιπας!!
 

Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Η κρυστάλλινη σφαίρα!!!

Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε μια γυναίκα πολύ κακιά, παντρεμένη με έναν καλό άνθρωπο που είχε τρεις γιους από τον πρώτο του γάμο. Η δεύτερη γυναίκα του δεν ήταν απλά κακιά, αλλά ήταν και μάγισσα. Ο δόλιος πατέρας πέθανε κάποια στιγμή, και η μάγισσα που μισούσε τους τρεις θετούς γιους της πάρα πολύ, βρήκε την ευκαιρία να τους ξεφορτωθεί.
Έκανε μαγικά και ο μεγάλος γιος μεταμορφώθηκε σε αετό, που αμέσως πέταξε στον ουρανό και χάθηκε.
Τον δεύτερο γιο τον μεταμόρφωσε σε φάλαινα, που εξαφανίστηκε στα βαθιά νερά της θάλασσας.
Βλέποντας την τύχη των αδελφών του ο μικρότερος γιος, φοβήθηκε και άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση του δάσους. Έτρεξε τόσο.....μέχρι που νύχτωσε, και τότε μόνο σταμάτησε να ξαποστάσει, ικανοποιημένος που γλύτωσε από τα μάγια της κακιάς μητριάς του και στενοχωρημένος για τον χαμό των αδελφών του.
Ξάπλωσε στα χαμόκλαδα, και αποκοιμήθηκε.
Το πρωί που ξύπνησε, ήταν πιο ήρεμος και αποφάσισε να σκεφτεί για να δει τι θα κάνει.
-Θα διασχίσω το δάσος, σκέφτηκε ...προχωρώντας ανάμεσα στα ψηλά δέντρα.
Έχω ακούσει, ..ότι στην άλλη άκρη του δάσους, βρίσκεται το κάστρο του Χρυσού Ήλιου και ότι εκεί ζει μια μαγεμένη πριγκίπισσα. Θα πάω και θα προσπαθήσω να την ελευθερώσω!..
Ενώ περπατούσε στο πυκνό δάσος, το αγόρι άκουσε ξαφνικά φωνές και αμέσως μετά είδε δύο πανύψηλους γίγαντες να μαλώνουν μεταξύ τους.
-Δώσε μου το καπέλο μου, είναι δικό μου!...έλεγε ο ένας θυμωμένος..
-Κάνεις λάθος το καπέλο είναι δικό μου....έλεγε ο δεύτερος.
Το αγόρι αποφάσισε να επέμβει και τους λέει....
-Ίσως μπορώ να σας βοηθήσω....δώστε μου το καπέλο και θα αποφασίσω εγώ σε ποιον από τους δύο ταιριάζει....
Του έδωσαν το καπέλο και το αγόρι τους έβαλε να φτιαχτούν για να δείξει το καπέλο καλύτερα στον καθένα.
Όσο εκείνοι ετοιμάζονταν, το αγόρι που είχε καταλάβει πόσο αγαθοί είναι, φόρεσε το καπέλο κι έφυγε, κάνοντας την εξής σκέψη..
-Θαρρώ, ότι μου άξιζε αυτό το καπέλο, μια και όλοι ξέρουν, ότι όταν μαλώνουν δύο ο τρίτος είναι αυτός που κερδίζει, μια και είναι πιο ήρεμος....
Έτσι σκέφτηκε και απομακρύνθηκε με το καινούργιο του καπέλο...
Περπατούσε όλη μέρα και το βραδάκι κουρασμένος κάθισε να ξαποστάσει κάτω από ένα μεγάλο δέντρο.
-Και τι δε θα έδινα, να βρισκόμουν στο κάστρο του Χρυσού Ήλιου...μονολόγησε.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του, και βρέθηκε μπροστά στα τείχη του κάστρου.
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι το καπέλο πρέπει να ήταν μαγικό.
Παρά την έκπληξη του, το αγόρι πέρασε τη γέφυρα και μπήκε στο κάστρο χωρίς δισταγμό.
Μπροστά του συνάντησε μια κοπέλα που το πρόσωπο της ήταν σχεδόν κρυμμένο από ένα πέπλο.
Από όσο μπορούσε να διακρίνει ο νεαρός, το δέρμα της ήταν σκαμμένο από ρυτίδες βαθιές και φαινόταν χλωμό και άρρωστο.
-Εσύ είσαι η μαγεμένη πριγκίπισσα;.... τη ρώτησε αμέσως.
Η κοπέλα αφού τον κοίταξε κάποια λεπτά, του έδωσε έναν καθρέφτη και του είπε:
-Κοίτα σε αυτόν τον καθρέφτη και θα δεις το αληθινό μου πρόσωπο.
Μόλις είδε το πρόσωπο στον καθρέφτη το αγόρι, αντίκρισε τέτοια ομορφιά, που την ερωτεύτηκε αμέσως.
-Θα έκανα τα πάντα για να σε ελευθερώσω από τούτη τη κατάρα...της είπε με λαχτάρα
-Μονάχα αυτός που θα αποκτήσει τη κρυστάλλινη σφαίρα μπορεί να λύσει τα μάγια...του απάντησε.
Και για να την αποκτήσει κανείς πρέπει να νικήσει τον τεράστιο άγριο ταύρο και να ελευθερώσει το Πουλί της Φωτιάς. Μέχρι τώρα κανείς δεν τα κατάφερε όσο γενναίος κι αν ήταν .
Παρόλα αυτά ο νεαρός αποφάσισε να δοκιμάσει τη τύχη του.
Ακολουθώντας τις οδηγίες της πριγκίπισσας βρήκε τον άγριο ταύρο.
Η μάχη ήταν σκληρή, αλλά το νεαρό αγόρι ήταν αποφασισμένο να μην το βάλει κάτω.
Στο τέλος κατάφερε να νικήσει αυτό το άγριο ζώο, κατάκοπος αλλά ικανοποιημένος.
Όπως κίνησε για να φύγει, άκουσε ένα θόρυβο. Γυρίζει προς το νεκρό ταύρο και τι να δει.
Από τη θανάσιμη πληγή του που έτρεχε αίμα ζεστό ακόμα, σχηματίστηκε ένα πουλί με κόκκινα φτερά σαν της φωτιάς κρατώντας στο ράμφος του ένα πύρινο αβγό.
Την ώρα που προσπαθούσε να αρπάξει το αγόρι, ένας αετός εμφανίστηκε από το πουθενά, και όρμησε στο Πουλί της Φωτιάς. Πάνω στην πάλη, το αβγό έφυγε από το ράμφος και έπεσε στη καλύβα ενός ψαρά, που αμέσως την τύλιξαν πύρινες φλόγες.
Τότε κύματα σηκώθηκαν με ΄θόρυβο και σκέπασαν την καλύβα. Η φωτιά έσβησε αμέσως.
Ο νεαρός κοιτώντας να δει από πού είχαν έρθει τόσα κύματα, αντίκρισε μια φάλαινα που πηδούσε στη θάλασσα, προκαλώντας θαλασσοταραχή.
Όταν η φωτιά πλέον έσβησε, βρήκε το αγόρι, το αβγό στο σημείο που είχε πέσει, άθικτο και κρύο πια.
Το πήρε στα χέρια του και το έσπασε. Και μέσα του βρήκε την πολυπόθητη κρυστάλλινη σφαίρα.
Μόλις την πήρε στα χέρια του, μια λάμψη έγινε στον ουρανό, και ο αετός πήρε τη μορφή του μεγάλου του αδελφού, και μια δεύτερη λάμψη και η φάλαινα πήρε τη μορφή του δεύτερου μαγεμένου αδελφού του. Και οι τρεις αγκαλιάστηκαν, και κατάλαβαν ότι η μάγισσα που τους είχε μαγέψει είχε χάσει πια τη δύναμη της. Τους είπε να τον βρουν στο κάστρο, κι εκείνος με τη βοήθεια του καπέλου, έφτασε βιαστικά εκεί να βρει την αγαπημένη του.
Τον περίμενε στην είσοδο του κάστρου που τώρα είχε γεμίσει ανθρώπους και ζωή, μια πριγκίπισσα πανέμορφη, γελαστή κι ευτυχισμένη.
Σε λίγο έφτασαν και τα αδέλφια του και όλοι μαζί μπήκαν μέσα στο κάστρο να γλεντήσουν και να οργανώσουν τους γάμους τους.
Έπειτα από λίγο καιρό παντρεύτηκαν, και ο τόπος μοιράστηκε την ευτυχία τους για όλη την υπόλοιπη ζωή τους.

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Το κοράκι που ήθελε να γίνει παγώνι!!

Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε ένα ανήσυχο κοράκι. Μια μέρα που βαριόταν αφόρητα, αποφάσισε να κάνει μια μεγάλη βόλτα, κι έτσι απομακρύνθηκε πολύ από το μέρος που ζούσε με τα άλλα κοράκια.
Κάποια στιγμή συνάντησε στο δρόμο του, δύο παγώνια.
Το κοράκι έμεινε άφωνο από την ομορφιά τους.
-Τι είστε εσείς;...τα ρώτησε μαγεμένο.
-Είμαστε παγώνια, ...απάντησε το ένα, και αμέσως άνοιξε την πολύχρωμη ουρά του.
-Τι υπέροχα φτερά!....αναφώνησε τότε το κοράκι, κοιτώντας με θλίψη τα δικά του, άσχημα κατάμαυρα φτερά.
-Πόσο ευτυχισμένα πρέπει να είναι αυτά τα πουλιά...μονολόγησε.
Από εκείνη την ημέρα δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο, από εκείνα τα πουλιά.
Σκεφτόταν συνεχώς την ομορφιά τους, το όμορφο χρώμα των φτερών τους, και τη δική του ασχήμια.
Ένα πρωί που έκανε κακόκεφο μια βόλτα, ενόσω τριγυρνούσε άσκοπα, πρόσεξε ένα πολύχρωμο φτερό παγωνιού στο χώμα.
Το μάζεψε πολύ προσεκτικά και το έκρυψε στη φωλιά του.
Τις επόμενες μέρες το κοράκι μας δεν έκανε άλλη δουλειά, από το να ψάχνει συνεχώς τα πολύχρωμα φτερά.
Περνούσαν οι μέρες και σιγά-σιγά, κατόρθωσε να μαζέψει αρκετά φτερά.
Πήγε λοιπόν σε ένα δέντρο, γέμισε την ουρά του ρετσίνι, και μετά πήγε στη φωλιά του και κόλλησε τα φτερά πάνω της.
Στη συνέχεια άρχισε να περπατά καμαρωτό, πέρα-δώθε για να το θαυμάσουν τα άλλα κοράκια.
Αλλά εκείνα μόλις το είδαν, ξέσπασαν σε δυνατά κοροιδευτικά γέλια.
-Ακόμα κι αν κόλλησες στην ουρά σου, μερικά πολύχρωμα φτερά, πάλι κοράκι θα είσαι...του φώναζαν γελώντας.
Τότε το κοράκι θυμωμένο, έφυγε από κοντά τους και πήγε να βρει τα παγώνια.
Εκείνα στην αρχή, δεν του πολυέδωσαν σημασία. Νόμισαν με μια ματιά, ότι ήταν ένα από αυτά και ότι είχε χάσει τα πιο πολλά φτερά του, επειδή ίσως να είχε κάποιο πρόβλημα.
Το αποδέχτηκαν και δεν το ενόχλησαν καθόλου.
Περήφανο αυτό για την αποδοχή, προσπάθησε σε λίγο να μιμηθεί και τη φωνή των παγωνιών, όταν ανοίγουν τα φτερά της ουράς τους.
Δυστυχώς όμως η βραχνή και άχαρη κραυγή του, τρόμαξε τα παγώνια, που αμέσως κατάλαβαν την απάτη του.
Όρμησαν λοιπόν πάνω του εξαγριωμένα, του τράβηξαν με τσιμπιές όλα τα φτερά και το έδιωξαν κακήν-κακώς.
Το ματαιόδοξο κοράκι μας απέμεινε μόνο και έρημο, καθώς από εκείνη τη μέρα, το απέφευγαν και τα παγώνια αλλά και τα κοράκια.

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Οι έντεκα αγριόκυκνοι!!

Αφιερωμένο στην γλυκύτατη φίλη  Ελένη, που της αρέσουν τόσο οι ωραίες ιστορίες!!

Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε ένας καλόκαρδος βασιλιάς, που είχε έντεκα γενναίους γιους και μια πανέμορφη κόρη, την Λουίζα.
Δυστυχώς όμως, η βασίλισσα είχε πεθάνει, και ο βασιλιάς, μη θέλοντας να είναι μόνος, παντρεύτηκε ξανά.
Η καινούργια του γυναίκα όμως, ήταν μια πολύ κακιά μάγισσα και δεν αγαπούσε καθόλου τα δώδεκα παιδιά του. Την ιδιότητα της αυτή καθώς και την αντιπάθεια της, προσπαθούσε να κρατήσει κρυφή.
Ωστόσο μέσα στο διαβολικό μυαλό της, κατέστρωνε τα σχέδια της.
Και μια μέρα που ο βασιλιάς αρρώστησε βαριά, κι έπεσε στο κρεβάτι, χρησιμοποίησε τα μαγικά της και μετέτρεψε τους έντεκα γιους του, σε έντεκα αγριόκυκνους.
-Και τώρα πετάξτε μακριά,....τόσο μακριά...., που να μη σας ξαναδώ ποτέ!....τους είπε.
Πετάξτε πάνω από τις θάλασσες και τα βουνά, και μη ξαναγυρίσετε πίσω.....
Οι αγριόκυκνοι άπλωσαν τα φτερά τους, σηκώθηκαν στον ουρανό και χάθηκαν στον ορίζοντα.
Έπειτα η κακιά βασίλισσα, στράφηκε στην μονάκριβη κόρη του βασιλιά, την φόρτωσε σε ένα κάρο, και την έστειλε σε ένα απόμερο αγρόκτημα, να δουλεύει σαν υπηρέτρια των χωρικών που έμεναν εκεί, και που της ήταν πιστοί.
Το κορίτσι αγόγγυστα, έκανε όλες τις δουλειές, καθάριζε, έπλενε, ύφαινε, και περνούσε ο καιρός και τα χρόνια. Η Λουίζα μεγάλωσε και έγινε μια πανέμορφη κοπέλα, που όμως ποτέ δεν ξέχασε τα αδέλφια της και τον πατέρα της.
Μια μέρα αποφάσισε να το σκάσει, και να ψάξει να βρει τους έντεκα μαγεμένους πρίγκιπες.
-Θα τους βρω, ακόμα κι αν χρειαστεί να φτάσω στην άλλη άκρη του κόσμου...υποσχέθηκε στον εαυτό της.
Περπατούσε μήνες ολόκληρους. Τρεφόταν με φρούτα και ότι άλλο πρόχειρο μπορούσε να φτιάξει μόνη της. Διέσχισε ποτάμια, βουνά και κοιλάδες, μέχρι που ένα βράδυ, έφτασε στις όχθες ενός μεγάλου ωκεανού. Κι ενώ καθόταν στην ακτή, και σκεφτόταν με ποιο τρόπο μπορούσε να τον περάσει, άκουσε πάνω από το κεφάλι της, ένα φασαριόζικο φτεροκόπημα. Κι αμέσως μετά, είδε έντεκα ολόλευκους κύκνους να προσγειώνονται στην μαλακή άμμο και να μεταμορφώνονται σε όμορφα αρχοντόπουλα. Έπεσε κλαίγοντας στην αγκαλιά τους. Και ήταν τόση η χαρά της που έβλεπε τα αδέλφια της μετά από τόσο καιρό.
-Όλη τη μέρα πετάμε από τόπο σε τόπο, αλλά μόλις πέσει το βράδυ, επιστρέφουμε στη γη και πέρνουμε πάλι τη μορφή μας. Μα σαν ξημερώσει ξαναγινόμαστε κύκνοι....της είπε ο μεγαλύτερος αδελφός της.
-Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;....ρώτησε η Λουίζα.
Κάποιος τρόπος θα υπάρχει για να λυθούν τα μάγια.....
-Υπάρχει ένας τρόπος, αλλά είναι οδυνηρός και δύσκολος...της είπε ο μικρότερος.
Πρέπει να μαζέψεις με γυμνά χέρια, όσο πιο πολλές τσουκνίδες μπορείς, να τις υφάνεις, και με αυτές να φτιάξεις έντεκα μανδύες. Στη συνέχεια πρέπει να ρίξεις ένα μανδύα σε κάθε κύκνο, την ώρα που πετάει, και έτσι θα λυθούν τα μάγια. Όσο όμως δουλεύεις γι' αυτό τον σκοπό, ούτε μια λέξη δεν πρέπει να ξεστομίσεις, γιατί τότε τα μάγια θα γίνουν μόνιμα, και η δουλειά και ο κόπος σου θα πάνε χαμένα.
-Η Λουίζα τους υποσχέθηκε, ότι θα κάνει αυτό που πρέπει.
Ξεκίνησε λοιπόν τη δουλειά, μαζεύοντας κάθε πρωί, υπομονετικά τα αγκαθωτά φυτά, αγνοώντας το βάσανο που ένοιωθε, και κάθε απόγευμα έως το βράδυ, ύφαινε αμίλητη.
Μια μέρα, εκεί που μάζευε τσουκνίδες αμίλητη, εμφανίστηκαν μπροστά της μερικοί κυνηγοί.
Οδηγός τους ήταν ο βασιλιάς αυτής της μακρινής χώρας, που μαγεύτηκε από την ομορφιά της κοπέλας, με το που την αντίκρυσε.
-Ποια είσαι; Δεν σε έχω ξαναδεί σε αυτά τα μέρη; Ποια είναι η πατρίδα σου;
Η Λουίζα όμως παρέμενε σιωπηλή. Τότε ο βασιλιάς που την είχε ερωτευτεί, διέταξε να την ανεβάσουν στο άλογο του, και να φορτώσουν τα πράγματα της. Την πήγε στο παλάτι, και της παραχώρησε ένα όμορφο δωμάτιο.
Παρόλες τις προσπάθειες του, δεν κατόρθωσε να την κάνει να μιλήσει.
Σκέφτηκε ότι αν την αφήσει ήσυχη, και της δώσει χρόνο να προσαρμοστεί, μπορεί να του ανοιχτεί.
Ωστόσο έβαλε και τους γιατρούς του παλατιού να την εξετάσουν, μήπως και ήταν άρρωστη και ήθελε βοήθεια, αλλά εκείνοι του απάντησαν ότι η κοπέλα ήταν μια χαρά και ίσως από φόβο να μη μιλούσε.
Περνούσαν οι μέρες και η κοπέλα δεν είπε κουβέντα σε κανέναν.
Τα βράδυα συνέχιζε να υφαίνει τις τσουκνίδες και έναν έναν μανδύα που τελείωνε να τον βάζει μέσα σε ένα μπαούλο.
Είχε σχεδόν τελειώσει και τον ενδέκατο μανδύα, όταν το ύφασμα τελείωσε.
-Πρέπει να βγω να μαζέψω τσουκνίδες,.....σκέφτηκε και κατέβηκε κρυφά στους κήπους του παλατιού.
Ωστόσο, ενώ ήδη είχε μαζέψει ένα σακί τσουκνίδες,  τις κρυφές της κινήσεις πρόσεξαν κάποιοι φρουροί, που έτρεξαν και την συνέλαβαν κατηγορώντας την για κλέφτρα, θεωρώντας ότι κινείται ύποπτα για να κλέψει τα υπάρχοντα του βασιλιά. Την έψαξαν και δεν βρήκαν πέρα από το σακί, τίποτα άλλο, και αφού την ρώτησαν πού έκρυψε όσα άρπαξε, και έφευγε κρυφά, απάντηση δεν πήραν. Επειδή έλειπε ο βασιλιάς, την φυλάκισαν σε έναν ψηλό πύργο, μαζί με τα πράγματα της, 
περιμένοντας την επιστροφή του.
Όταν επέστρεψε ο βασιλιάς, μάταια ζητούσε από τη Λουίζα να του εξηγήσει τι έκανε.
Οι σύμβουλοι του, παρά τις αντιρρήσεις του, του είπαν ότι κλεισμένη για λίγο στον πύργο θα της γίνει μάθημα, και θα βάλει μυαλό.
Σε λίγο καιρό, η κοπέλα τελείωσε και τον ενδέκατο μανδύα, με κόπο και με βάσανα.
Τις τελευταίες ημέρες, έντεκα κύκνοι περνούσαν κάθε πρωί πετώντας μπροστά από το παραθυράκι της, στον πύργο. Αλλά η κοπέλα κάθε πρωί τους κουνούσε το χέρι, και δεν έκανε καμία άλλη κίνηση.
Αυτό το πρωί, άνοιξε το παράθυρο της, και ενώ οι έντεκα κύκνοι πλησίασαν πετώντας, εκείνη πέταξε στον καθένα επάνω, κι από έναν μανδύα.
Μόλις πέταξε και τον ενδέκατο, οι ολόλευκοι κύκνοι, ένας ένας, προσγειωνόταν στον κήπο, και μεταμορφωνόταν σε ένα πανέμορφο παλικάρι  ντυμένο αρχοντικά.
Οι πάντες είχαν μείνει άφωνοι. Ο βασιλιάς ο ίδιος κατέβηκε στον κήπο, για να δει τι συμβαίνει.
Και τα έχασε, όταν έντεκα πριγκιπόπουλα του ζήτησαν να ελευθερώσει την αδελφή τους.
Ελεύθερη πια να μιλήσει η Λουίζα, διηγήθηκε στον βασιλιά όλα όσα έγιναν.
-Δεν είσαι μόνο όμορφη, είσαι και γενναία...της είπε εκείνος χαμογελώντας. Ούτε στιγμή δεν μου πέρασε από το μυαλό, πως ήσουν κλέφτρα. Όμως ήμουν περίεργος, τι σήμαιναν όλα αυτά.
Τώρα σε αγαπάω περισσότερο από πριν, αφού είδα ότι για όσους αγαπάς, δεν διστάζεις να δείξεις και πίστη, και να κάνεις και θυσίες.
Λίγες μέρες αργότερα, τα αδέλφια έφτασαν στο βασίλειο τους, και κυνήγησαν την κακιά μητριά- βασίλισσα, που την έκαψαν για να μη μπορεί να βλάψει πια κανέναν.
Βρήκαν και τον πατέρα τους, που με δάκρια στα μάτια, τους είπε πώς όταν έγινε καλά, απομονώθηκε, πιστεύοντας ότι τα παιδιά του τα σκότωσε η γυναίκα που είχε παντρευτεί, και που πια δεν έκρυβε ούτε τη κακία της, ούτε τις μαγικές της ικανότητες.
΄Επειτα από λίγο καιρό, έγιναν και οι γάμοι της Λουίζας με τον αγαπημένο της και τα δύο βασίλεια στη συνέχεια έζησαν ευτυχισμένα και χαρούμενα για πολλά πολλά χρόνια.


Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Σταχτοπούτα!!

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια όμορφη και καλόκαρδη κοπέλα που ζούσε σε ένα μεγάλο σπίτι με τη μητριά και τις δύο κόρες της.
Η μητέρα της είχε πεθάνει και ο πατέρας της είχε παντρευτεί αυτή δεύτερη γυναίκα που είχε δύο κόρες από τον πρώτο της γάμο.
Μια μέρα πέθανε και ο πατέρας της μικρής μας ηρωίδας, κι έτσι άρχισαν οι δυσκολίες για το κακόμοιρο κορίτσι. Η μητριά της ήταν πολύ εγωίστρια, δεν αγαπούσε καθόλου τη θετή της κόρη, και μάλιστα την ενοχλούσε η ομορφιά και η καλοσύνη της, μια και ήταν δύο στοιχεία που καμία από τις κόρες της δεν είχε.
-Αν θέλεις να μένεις εδώ, θα πρέπει να κάνεις ότι σου λέω...της έλεγε η μητριά της.
Σκούπισε τη σκάλα, πλύνε τα ρούχα, ράψε το πουκάμισο, καθάρισε τη κουζίνα να λάμπει, καθάρισε το τζάκι....
Το κορίτσι δούλευε ασταμάτητα, από το πρωί ως το βράδυ. Τα ρούχα της είχαν σκιστεί, ήταν λερωμένα και γεμάτα στάχτες. Γι' αυτό οι αδελφές της την κορόιδευαν και την φώναζαν Σταχτοπούτα.
Τα δύο κορίτσια περνούσαν την ώρα τους μπροστά στον καθρέφτη αλλάζοντας συνεχώς ρούχα, κι έτσι η Σταχτοπούτα έπρεπε συνεχώς να πλένει και να σιδερώνει.
Η καημένη προσπαθούσε να τα προλάβει όλα χωρίς να παραπονιέται.
Η μητριά της δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένη, και συνέχεια της έβαζε τις φωνές.
-Αυτό το βάζο δεν γυαλίζει πολύ, και το πάτωμα είναι γεμάτο σκόνη...
Όταν αργά το βράδυ τελείωνε τις δουλειές της, καθόταν δίπλα στο τζάκι για να ξεκουραστεί.
Και παρόλο που ήταν μόνη και την κακομεταχειρίζονταν, ποτέ δεν έδειχνε λυπημένη ή δυστυχισμένη.
-Μια μέρα θα αποκτήσω κι εγώ, πανέμορφα φορέματα και θα με προσκαλούν σε χορούς...έλεγε και ένοιωθε καλύτερα.
Καθόταν μετά ήσυχα και διάβαζε όλα τα βιβλία που της είχε αφήσει ο πατέρας της. Μοναδικοί της συντροφιά, ήταν μια γέρικη γάτα, ένα μικρό ποντικάκι κι ένα άσπρο περιστέρι που είχε φτιάξει τη φωλιά του έξω από το παράθυρο της.
Μια μέρα χτύπησε η πόρτα, και όταν άνοιξαν είδαν έναν άντρα με κομψή στολή και ένα φτερό στο καπέλο.
-Είμαι ο αγγελιαφόρος του βασιλιά, και έχω εντολή να καλέσω από όλα τα σπίτια,  όλες τις ελεύθερες κοπέλες του βασιλείου, στο χορό που γίνεται στο παλάτι, προς τιμήν του πρίγκιπα.
-Χορός!!....φώναξαν οι δύο κόρες...Μητέρα είμαστε καλεσμένες στο χορό του πρίγκιπα!... Πρέπει να δούμε τι θα φορέσουμε...να ετοιμαστούμε....
-Θα έρθω κι εγώ στο χορό;....τόλμησε να ρωτήσει η Σταχτοπούτα...και όλοι έβαλαν τα γέλια.
-Σκέφτομαι να φορέσω το μεταξωτό μου φόρεμα...είπε η μία αδελφή...σιδέρωσε το αμέσως...
-Όχι πρώτα θα σιδερώσει το κόκκινο το δικό μου και να ράψει τη δαντέλα στο καπέλο μου...φώναξε η άλλη.
-Θέλω μια κίτρινη κορδέλα για τα μαλλιά μου και μια μεταξωτή κάπα με λουλούδια...
-Κι εγώ θέλω ένα καινούργιο χτένισμα...γι' αυτό θα μου φτιάξεις τα μαλλιά μου μπούκλες...
Οι δύο αδελφές καβγάδιζαν και η Σταχτοπούτα έτρεχε πότε στη μία και πότε στην άλλη, κρατώντας κορδέλες και κοσμήματα.
Επιτέλους έφτασε η βραδιά του χορού και παρόλα τα φανταχτερά φορέματα και τα κοσμήματα, και οι δύο κόρες εξακολουθούσαν να είναι άχαρες και άσχημες.
Η μητριά στολισμένη κι αυτή, ανέβηκε με τις δύο της κόρες στην άμαξα για να πάνε στο χορό, λέγοντας στην Σταχτοπούτα να πλύνει και να σιδερώσει τα πάντα.
Η καημένη η κοπέλα για πρώτη φορά καθισμένη δίπλα στη πόρτα, έβαλε τα κλάματα.
-Είμαι τόσο δυστυχισμένη, κανείς δεν με αγαπάει!
Ύστερα από λίγο σηκώθηκε και βγήκε στον κήπο, για να βρει παρηγοριά στους φίλους της τα ζώα.
Εκεί που καθόταν στον κήπο και σκεφτόταν κλαίγοντας τη δυστυχία της, παρουσιάστηκε μπροστά της μια καλή νεράιδα.
-Γιατί κλαις γλυκιά μου;
-Ποια είστε;
-Είμαι η νονά σου...πες μου τώρα τι σε βασανίζει..
-Μακάρι να...μπορούσα....
-Να πας στο χορό...αυτό δεν θέλεις να πεις;...
-Ω ναι!... το θέλω τόσο πολύ
-Λοιπόν θα πας...και μάλιστα πανέμορφη...
Χρειάζομαι αυτή την κολοκύθα τη μεγάλη, τέσσερα μικρά ποντικάκια, δύο σαύρες και ένα βάτραχο..
Ωραία!....Πλησίασε την κολοκύθα που ήταν στον κήπο και την ακούμπησε με το μαγικό της ραβδί.
-Κίτρινη κολοκύθα σαν τον ήλιο χρυσή, γίνε μια λαμπρή άμαξα!
Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια της σταχτοπούτας, παρουσιάστηκε μια υπέροχη άμαξα.
Έπειτα πήρε τέσσερα ποντικάκια, που το ένα ήταν ο φίλος της Σταχτοπούτας και τα άλλα τα αδέλφια του, και ακουμπώντας τα με το ραβδί της τα μετέτρεψε σε τέσσερα περήφανα άσπρα άλογα.
Πήρε το βάτραχο που ήταν στη λιμνούλα του κήπου, και τον μετέτρεψε σε αμαξά, και τις δύο σαύρες που ήταν σε ένα δέντρο, τις έκανε με το ραβδί της δύο ευγενικούς και κομψούς υπηρέτες.
-Έτοιμη!...τώρα μπορείς να πας στο χορό!...
-Μα δεν θα με δεχτούν με αυτά τα κουρελιασμένα ρούχα και ξυπόλητη...
-Μα φυσικά.. και κουνώντας το ραβδί της, μεταμόρφωσε τα κουρέλια σε μια πανέμορφη χρυσοστόλιστη με πετράδια τουαλέτα, και στα πόδια σου θα φορέσεις αυτά τα  δύο κομψά κρυστάλινα γοβάκια που όμοια τους δεν υπάρχουν πουθενά, και είναι προσωπικό μου δώρο σε σένα, αποκλειστικά για τα δικά σου πόδια, για να με θυμάσαι.
-Πρέπει όμως να μου υποσχεθείς, ότι θα γυρίσεις πριν από τα μεσάνυχτα, γιατί ότι μάγεψα,  θα πάρει την προηγούμενη μορφή του.
-Το υπόσχομαι.. είπε χαρούμενη και ανέβηκε στην άμαξα, που τα άλογα καλπάζοντας σαν τον άνεμο την πήγαν στο παλάτι.
Όταν μπήκε στην αίθουσα χορού, η μουσική σταμάτησε και όλοι γύρισαν να κοιτάξουν την πανέμορφη κοπέλα που μόλις είχε μπει.
-Μα ποια είναι ...ρωτούσαν όλοι...
-Σίγουρα κάποια πριγκίπισσα ....
-Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφη κοπέλα...σκέφτηκε ο πρίγκιπας ..που την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά....Παίξτε ένα βαλς..έδωσε εντολή ..και πλησίασε την Σταχτοπούτα για να χορέψουν.
Η Σταχτοπούτα χόρευε όλο το βράδυ στην αγκαλιά του πρίγκιπα, ευτυχισμένη και χαρούμενη, συνεπαρμένη από εκείνον και την ομορφιά του, κι ούτε κατάλαβε ότι πλησίαζαν μεσάνυχτα.
Ξαφνικά το ρολόι του παλατιού, άρχισε να χτυπά...ΝΤΟΝΓΚ, ΝΤΟΝΓΚ, ...δώδεκα χτύποι, και η Σταχτοπούτα έτρεχε πανικόβλητη να προλάβει...
Ο πρίγκιπας τα έχασε, και τη φώναζε να γυρίσει, αλλά εκείνη έφυγε χωρίς να σταματήσει.
Στα σκαλιά γλίστρησε και της έφυγε το ένα γοβάκι από το πόδι. Πανικόβλητη όμως δεν σταμάτησε να το πάρει, γιατί την ώρα που χτύπησε το ρολόι για δωδέκατη φορά μόλις είχε φτάσει μπροστά στην άμαξα. Όλα άλλαξαν κι εκείνη έφυγε τρέχοντας με τα πόδια για το σπίτι της.
Ο πρίγκιπας μετά το πρώτο σάστισμα, έτρεξε να τη βρει, μα το μόνο που βρήκε ήταν το γοβάκι της στα σκαλιά.
Έμεινε με το γοβάκι στο χέρι, χωρίς να ξέρει ούτε το όνομα της, και χωρίς να μπορεί να τη βγάλει από τη σκέψη του!
Την άλλη μέρα βγήκε βασιλικό διάταγμα, ότι ο ίδιος ο πρίγκιπας θα γυρνούσε όλα τα σπίτια του βασιλείου και θα δοκίμαζε ένα κρυστάλινο γοβάκι στο πόδι κάθε κοπέλας που ήταν πάνω από 18 ετών. Σε αυτήν που θα έκανε ακριβώς, θα την έκανε γυναίκα του.
Σε κάθε σπίτι που δοκίμαζαν το γοβάκι, τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά.
Κάποια στιγμή έφτασαν και στο σπίτι της Σταχτοπούτας. Οι δύο κόρες σπρώχνονταν να δοκιμάσουν το γοβάκι και πάλευαν να χορέσουν η μία το παχύ της πόδι και η άλλη το μεγάλο της, στο λεπτεπίλεπτο παπούτσι.
Ο πρίγκιπας απογοητευμένος, ξέροντας ότι ήταν το τελευταίο σπίτι του βασιλείου, ρώτησε αν μένει και κάποια άλλη κοπέλα στο σπίτι.
-Μένει μια δούλα είπε η μητριά, αλλά είναι κουρελιάρα και βρώμικη.
Ο πρίγκιπας της είπε να τη φωνάξει.
-Μα αυτή τι τη θέλετε;..Είναι δυνατόν μια κουρελιάρα να γίνει πριγκίπισσα;
Ο πρίγκιπας όμως επέμενε κι έτσι η Σταχτοπούτα παρουσιάστηκε μπροστά του.
Μόλις άπλωσε το μικρό της πόδι, το γοβάκι της μπήκε εύκολα και άνετα μια και ήταν φτιαγμένο αποκλειστικά γι' αυτήν, και όλοι έμειναν άλαλοι και χωρίς αμφιβολία για το ποιαν είχαν μπροστά τους. Εκείνη έβγαλε από την τσέπη της το ταίρι του και το φόρεσε.
Ο πρίγκιπας αμέσως την πήρε από το χέρι και την  ανέβασε στην άμαξα του για να την οδηγήσει στο παλάτι του, αφήνοντας πίσω τους τη μητριά και τις δύο της κόρες, σκασμένες από τη ζήλεια τους.
Ο πρίγκιπας την κοιτούσε, στα μάτια και την έβρισκε πιο όμορφη από ότι τη θυμόταν και αμέσως της ομολόγησε τα αισθήματα του και της ζήτησε να παντρευτούν.
Η Σταχτοπούτα δέχθηκε, και οι γάμοι τους έγιναν με μεγαλοπρέπεια σε λίγες μέρες.
Οι γιορτές κράτησαν μέρες, και ο πρίγκιπας με την Σταχτοπούτα έζησαν ευτυχισμένοι, για πολλά πολλά χρόνια.



 

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...