Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Ο Αλέξανδρος και ο κοντορεβιθούλης!


Ο Αλέξανδρος είχε τελειώσει από ώρα τα μαθήματά του. Στο δωμάτιό του, ήταν ελεύθερος πια να παίξει  ως την ώρα του ύπνου. Εκείνος προτίμησε να διαβάσει από το καινούργιο του βιβλίο,  ένα παραμύθι, ''τον κοντορεβιθούλη''.
Έπεσε μπρούμυτα λοιπόν στο κρεβάτι και άρχισε...

Μια φορά και ένα καιρό ...και οι σελίδες γυρνούσαν η μία μετά την άλλη...και η αγωνία κορυφωνόταν  μια και το παραμύθι τον ταξίδευε στη χώρα που ζούσε ο γίγαντας ο ανθρωποφάγος και οι γονείς που εγκατέλειψαν τον κοντορεβιθούλη και τα αδέλφια του γιατί δεν είχαν να φάνε.

Κοιτούσε την εικονογράφηση και άφηνε τη φαντασία του να καλπάζει και έβλεπε με τα μάτια της  το δάσος με τα παιδάκια που έψαχναν να βρουν το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι τους, ακολουθώντας τις πετρούλες ή ψάχνοντας τα ψιχουλάκια που τα είχαν φάει τα πουλιά.


Πω πω πόσο τον στενοχώρησε  αυτή η εγκατάλειψη από τους γονείς!  Κοιτούσε την εικόνα με το μικροσκοπικό παιδάκι, που έξυπνο καθώς ήταν, γλίτωνε και τον εαυτό του αλλά και τα μεγαλύτερα αδέλφια του από σκοτούρες και κινδύνους και το θαύμαζε μα και το πονούσε συνάμα.

''Πώς θα θελα να τον είχα δίπλα μου, να του μιλούσα'' , μονολόγησε ο Αλέξανδρος κοιτάζοντας εκστατικός  την εικονογράφηση! 
''Αχ πόσο πολύ θα ήθελα να τον γνώριζα...''  και τότε... κρατσ...άκουσε ένα θόρυβο. Η εικόνα που κοιτούσε είχε μια μικρή τρύπα στη θέση του κοντορεβιθούλη και ο ίδιος ο μικρούλης ήταν άφαντος! 
''Μα τι έγινε;''  Κοίταξε δεξιά και αριστερά ποιος μπορεί να έσκισε την εικόνα και τότε, Θεέ και Κύριε,  τον είδε. Τον ίδιο τον Κοντορεβιθούλη, μια σταλίτσα αγοράκι με τις «επτά-το-μίλι»  μπότες του γίγαντα που του έκλεψε,  με τα ρουχαλάκια του τόσο μικρά αλλά καινούργια και όμορφα, να του χαμογελά.  
Πετάχτηκε όρθιος, έκπληκτος και ο ίδιος με αυτό που έβλεπαν τα μάτια του! Δεν μπορούσε να μιλήσει, κοιτούσε σαν χαμένος το παιδάκι-σαν-ρεβίθι που περπατούσε στο δωμάτιό του και όλο έτριβε τα μάτια και όλο άνοιγε το στόμα σαστισμένος.


''Πώς βρέθηκες εδώ;'' ρώτησε τελικά ο Αλέξανδρος με τρεμουλιαστή φωνή!
''Μα εσύ με φώναξες και να μαι. Τι με ήθελες; Δεν είπες ότι θάθελες να με έβλεπες δίπλα σου;''
Ο Αλέξανδρος τα 'χασε! Ο Κοντορεβιθούλης μιλούσε, του μιλούσε σαν να τον γνώριζε. Ω μα αυτό είναι απίστευτο! 
''Γίνονται τέτοια πράγματα στ' αλήθεια;''  ρώτησε σαν χαμένος  ο Αλέξανδρος. Ακόμη έτριβε τα μάτια του, μα ήταν αλήθεια αυτό που έβλεπε;
''Όλα γίνονται ξέρεις, αρκεί να το θέλεις πολύ. Για λίγο ήλθα, γιατί  έχω πολλές δουλειές '' του απάντησε χαμογελώντας ο μικρούλης ήρωας του παραμυθιού, δείχνοντας να καταλαβαίνει τη σαστιμάρα του νέου του φίλου.
''Μα τι δουλειές μπορεί να κάνει ένα τόσο δα παιδάκι; Τόσο μικρούλι σαν ρεβίθι; Εδώ εγώ είμαι τόσο πιο μεγάλος από σένα αλλά δεν δουλεύω'' είπε με σθένος ο Αλέξανδρος μην νομίζει ο Κοντορεβιθούλης ότι δεν ξέρει και τίποτε!

Τα δυο παιδιά άρχισαν να μιλούν  σαν να γνωρίζονταν χρόνια. Κι ας τους χώριζαν τόσοι παραμυθοαιώνες!!
''Α, στη χώρα   των δικών μου παραμυθιών, όλα μπορούν να γίνουν. Εξάλλου ξέρω και τα δικά σας παραμύθια στη δική σας χώρα. Εσύ μπορεί να μη δουλεύεις,  μα άλλα παιδάκια δουλεύουν,  παιδάκια  σαν και σένα.''
''Και πού τα ξέρεις όλα αυτά εσύ;'' τον ρώτησε  ο Αλέξανδρος
''Κοίτα, εγώ φοράω τις ''επτά -το -μίλι''  μπότες του γίγαντα και με ένα βήμα βρίσκομαι σε άλλη χώρα, πίσω από τα βουνά, πηδάω ποτάμια και έχω γυρίσει τον κόσμο. Τώρα τελευταία βρήκα τρόπο να έρχομαι και σε άλλες εποχές. Βοηθώ όσους χρειάζονται βοήθεια και όσο μπορώ, κάνω διάφορες δουλειές και βγάζω χρήματα που τα στέλνω στους γονείς μου. Έτσι δεν θα ξαναφήσουν τα αδέλφια μου μόνα τους.Και φυσικά μαθαίνω τα πάντα!''


Ο Αλέξανδρος αισθάνθηκε για πρώτη φορά  άσχημα! Ποτέ δεν είχε σκεφθεί έτσι, ποτέ δεν είχε κάνει κάτι για τους άλλους, ποτέ δεν είχε προβληματιστεί. Άλλαξε κουβέντα αμέσως.
''Πω πω απορώ πώς τους συγχώρεσες τόσο γρήγορα, που σας άφησαν. Για τους γονείς σου λέω. Σας εγκατέλειψαν δυο φορές. Μα μπορούσατε να είχατε σκοτωθεί από το γίγαντα!  Ποια μαμά, ποιος μπαμπάς αφήνει τα παιδιά του;''
''Μα θα πεθαίναμε από την πείνα σίγουρα. Οπότε για το καλό μας μας άφησαν...αλλά εντάξει δεν θα το συζητήσουμε, γιατί πραγματικά με πειράζει να θυμάμαι αυτό που μας έκαναν οι γονείς μας. Θες κάτι άλλο να με ρωτήσεις; Γιατί το αφεντικό μου θέλει να του πάω χιόνι από τα ψηλά βουνά για να 'χει για πάγο...'' είπε ο κοντορεβιθούλης κοιτάζοντας τριγύρω με περιέργεια.

Χιόνι για πάγο; Θα πήγαινε στα ψηλά βουνά με τις '' επτά-το -μίλι '' μπότες; 
''Θα μπορούσες να με πάρεις μαζί σου στη χώρα σου των παραμυθιών να τη δω;'' είπε τελικά.
''Τι να δεις; Βουνά έχουμε, όπως έχει και η χώρα σου και ποτάμια, και πεδιάδες και λιγότερα σπίτια βέβαια, αλλά μερικά είναι πολύ μεγάλα και πλούσια και τα πιο πολλά είναι φτωχικά. Άνθρωποι σαν και σας που δουλεύουν για να ζήσουν τα παιδιά τους, υπάρχει και το κακό βέβαια σαν τον γίγαντα...όπως και σε σας είναι τα πράγματα, τι να δεις;''
''Παρε με μαζί σου σε παρακαλώ. Αυτές οι μπότες που φοράς θα μας πάνε γρήγορα εκεί που ζεις και θα γυρίσουμε ξανά πίσω, έτσι δεν είναι;Θέλω να δω όλα τα μαγικά που υπάρχουν'' τον παρακάλεσε ο Αλέξανδρος
''Δεν βλέπεις τα μαγικά όποτε το θες. Μόνο όταν το αξίζεις.'' του είπε αυστηρά ο κοντορεβιθούλης. '' Και ξέρω ότι και στον κόσμο σου υπάρχουν μαγικά. Να τώρα με βλέπεις, δεν είναι μαγικό αυτό;  Θα τα δεις όμως  μεγαλώνοντας πιστεύω, αρκεί να γίνεις χρήσιμος και καλός. Εσύ τι κάνεις για να είσαι χρήσιμος; ''

Ο Αλέξανδρος τα 'χασε. Σήκωσε τους ώμους του ανήξερος. Αλήθεια τι έκανε χρήσιμο; Πήγαινε σχολείο, εντάξει όλα τα παιδάκια πήγαιναν. Τι άλλο έκανε; 
Και ενώ ο Αλέξανδρος δεν απαντούσε, ο κοντορεβιθούλης συνέχισε
''Να ξέρεις όμως, ότι δεν μπορούμε να γυρίσουμε γρήγορα, θα μας πάρει κάποιες μέρες να ξαναέλθω στην εποχή  σου.''  
''Εντάξει δεν πειράζει. Θα είναι πολύ ωραία να λέω στους φίλους μου ότι είδα την χώρα του κοντορεβιθούλη και ταξίδεψα με τις ''επτά-το -μίλι'' μπότες του'' είπε χαρούμενα ο Αλέξανδρος
''Θα σε πιστέψουν;   γέλασε ο κοντορεβιθούλης '' Και οι γονείς σου; Τι θα κάνουν όταν φύγεις; Θα σε αφήσουν;''
''Δεν θα τους το πούμε γιατί δεν θα με αφήσουν. Θα τους εξηγήσω όταν γυρίσουμε'' είπε ο Αλέξανδρος λίγο ντροπιασμένος.
''Καλά εσύ είσαι παιδάκι τόσο πιο μεγάλο από μένα και λες ότι απορείς που συγχώρεσα τους γονείς μου! Κι   εσύ πώς θα αφήσεις τους δικούς σου γονείς να ψάχνουν να σε βρουν και να μην ξέρουν πού είσαι και τι έπαθες; Είναι σωστό αυτό; Μόνο και μόνο για να λες στους φίλους σου διάφορα για μένα;  Μου φαίνεται ότι κάθε εποχή έχει τα δικά της παραμύθια με εγκαταλείψεις και αδιαφορία,ε;''

Πω πω πόσο ντράπηκε ο Αλέξανδρος! Μα να δείξει ότι δεν νοιάζεται για τους γονείς του!
 Γιατί οι γονείς του σίγουρα θα τρελαίνονταν από τη στενοχώρια τους που δεν θα τον έβρισκαν στο σπίτι δηλαδή εδώ που τα λέμε, δεν θα τον έβρισκαν πουθενά. Αλλά πάλι δεν θα τον πίστευαν αν τους το έλεγε. Να μην πάει; Το ήθελε τόσο πολύ....
''Αν τους μιλήσεις εσύ; '' είπε στον κοντορεβιθούλη
''Α...τους ήρωες από τα παραμύθια μόνο τα παιδιά μπορούν να τους δουν. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω φίλε. Εσύ θα αποφασίσεις αν θα έρθεις μαζί μου και αν θα στενοχωρήσεις τόσο πολύ με την εξαφάνισή σου τους γονείς σου. Βιάσου όμως γιατί δεν έχω χρόνο.Έχω και δουλειές το ξέχασες;''

Ο Αλέξανδρος σκέφτηκε πολύ. Επιθυμούσε να ζήσει ένα παραμύθι αλλά άξιζε τον κόπο να προκαλέσει τόσο πόνο στη μαμά και τον μπαμπά του; 
''Τι είναι πιο ωραίο στον κόσμο σου από τον δικό μου; Αξίζει να έλθω να δω με τα ίδια μου τα μάτια και ας στεναχωρηθούν οι δικοί μου; Εξάλλου θα χαρούν τόσο πολύ όταν θα με ξαναδούν που θα ξεχάσουν τη στενοχώρια τους'' δικαιολογήθηκε. ''Για  πες μου αξίζει;''
''Δεν έχει τίποτε σπουδαίο η εποχή μου, ούτε η χώρα μου. Άνθρωποι σαν και σένα και σαν και μένα υπάρχουν   που δουλεύουν, κακοί υπάρχουν  που θέλουν να προκαλούν πόνο, αφεντικά υπάρχουν που δίνουν διαταγές, μόνο...μόνο υπάρχουν πολλά δάση και δέντρα και νερά και αέρας πιο καθαρός από τον δικό σας. Α, και ζώα υπάρχουν που μπορούν να σου μιλήσουν. Δεν ξέρω όμως αν θα μιλήσουν σε σένα. Βλέπεις είσαι από μια άλλη εποχή που δεν σέβεστε τα ζώα και φέρεστε άσχημα σ' αυτά όπως φέρονται οι κακοί σε μας τους ήρωες των παραμυθιών''
''Μα τι λες; Είδες που δεν τα ξέρεις όλα; Ποιοι δεν αγαπάνε τα ζώα; Εγώ; Εμείς; Τι τους κάνουμε; Εσείς δεν τα σφάζετε να τα φάτε;  Γιατί μιλούν σε σας;''
''Μα και τα ζώα σας που δεν τα τρώτε τα αφήνετε μόνα, τα εγκαταλείπετε στους δρόμους, τα βασανίζετε για να τους πάρετε το δέρμα, ή για να διασκεδάσετε. Τα ξέρω να είσαι σίγουρος, ότι το κάνετε και ρώτα τους γονείς σου αν δεν το έχεις μάθει''

Ο Αλέξανδρος τα 'χασε. Λες; Λες να είμαστε τόσο κακοί με τα ζώα; Μα ναι ο κος Σπύρος είχε σκύλο και τώρα δεν έχει. Δεν ψόφησε μας είπε αλλά δεν μπορούσε να τον κρατήσει άλλο...λες να τον άφησε στο δρόμο μόνο του;'' σκεφτόταν και ήταν στ'αλήθεια στενοχωρημένος.
''Κοίτα'' είπε ο Κοντορεβιθούλης. ''Μην στενοχωριέσαι και στον κόσμο μου υπάρχουν άνθρωποι που αδιαφορούν και για τα ζώα και για τα δάση αλλά και για τους άλλους ανθρώπους. Αλλά να, τα ζώα μας μας τα λένε και ξέρω ότι δεν μιλούν σε όλους τους ανθρώπους του κόσμου μου. Μη με ρωτήσεις γιατί, γιατί αυτό δεν το ξέρω ''
''Πώς θα  θελα να δω τον κόσμο σου...να δω ανθρώπους σαν και σένα που η δική μου εποχή δεν έχει, θα ήθελα να ζω σε ένα τέτοιο κόσμο παραμυθιού. Οι μεγάλοι έχουν κάνει τον κόσμο μου τόσο άσχημο. Εγώ δεν πείραξα ποτέ τα ζώα, ούτε άλλους ανθρώπους, αλλά είναι πολλοί αυτοί που το κάνουν!Εμένα θα μου μιλούσαν τα ζώα σας, να το ξέρεις''
'' Μην κοιτάς πάντα τι κάνουν οι άλλοι. Σημασία έχει τι κάνεις εσύ. Να,  σαν και μένα, παράξενο πλάσμα, έχει  και ο κόσμος σου.Τώρα που το θυμήθηκα,  έχετε εκείνο το παιδάκι στο σχολείο σου που δεν του μιλάτε, ούτε το κάνετε παρέα επειδή  είναι τόσο μικροκαμωμένο και τόσο αδύνατο!'' είπε μελαγχολικά ο Κοντορεβιθούλης. 
''Και στο δικό μου κόσμο να ερχόσουν νομίζω ότι εμένα δεν θα με έκανες παρέα επειδή είμαι μικρούλης, ε;;  Και συ νομίζω τελικά, είσαι σαν τους μεγάλους που λες ότι φταίνε για τον κόσμο σου. Κοίτα, πρέπει να  κάνεις κάτι διαφορετικό για να γίνει ο δικός σου κόσμος παραμύθι. Είσαι έτοιμος να στενοχωρήσεις τους γονείς σου για να κάνεις κάτι που θες. Εγώ έμαθα ότι ο καθένας φτιάχνει το δικό του παραμύθι στον κόσμο που ζει. Εσύ μπορείς;''
''Τι να κάνω; Τι μπορώ;; Ένα παιδί είμαι χωρίς τις '' επτά- το-μίλι'' μπότες που έχεις εσύ. Και μην νομίζεις, εγώ θα σε έκανα παρέα''
''Γιατί θα με έκανες; Με θέλεις γιατί διάβασες για μένα. Αν δεν είχες διαβάσει γιατί θα ήθελες ένα φτωχό παιδάκι και τόσο μικροσκοπικό; Γιατί τότε δεν κάνεις παρέα εκείνο το παιδάκι στο σχολείο;;'' ρώτησε σοβαρός σοβαρός ο μικρούλης.



Άφωνος ο Αλέξανδρος άκουγε το νέο του φίλο χωρίς να μπορεί να τον διορθώσει..κι εκείνος συνέχισε
''Και να ξέρεις, δεν  κάνουν τίποτε οι μπότες . Εγώ θα στα πω όλα που είμαι τόσο μικρούλης σαν ρεβίθι; Οι μπότες  μόνο να καλύπτω μεγάλες αποστάσεις με βοηθούν. Είμαι τόσο μικροσκοπικός και όμως βοηθώ όσους μπορώ. Εσύ τι κάνεις; Δεν θα γίνω κακός σίγουρα μεγαλώνοντας γιατί δεν μ' αρέσει να είμαι κακός και αγαπώ όλους και όλα. Και, ναι , ξέρω να συγχωρώ όπως συγχώρεσα τους γονείς μου και ας μην μπορώ να το ξεχάσω. Αυτά μπορώ να κάνω. Σκέψου και εσύ τι μπορείς να κάνεις για να αλλάξεις τον κόσμο σου. Αλλά εσύ αποφασίζεις. Τι θα γίνει; Φεύγω και αν είναι να έλθεις μαζί μου πιάσε το χέρι μου.''

Ο Αλέξανδρος προβληματίστηκε..το ήθελε τόσο πολύ να ζήσει μια περιπέτεια.......άπλωσε το χέρι μα...όχι δεν άξιζε να στενοχωρήσει τόσο τους δικούς του, θα προσπαθούσε να κάνει ό,τι καλό μπορούσε για να φτιάξει λίγο ο δικός του κόσμος. Εξάλλου υπήρχαν πολλά που δεν είχε κάνει ενώ θα έπρεπε. 
''Πήγαινε στο καλό φίλε, σ' ευχαριστώ που ήλθες, στο καλό''

Και τσουπ....άκουσε έναν άλλο θόρυβο και είδε την τρύπα στην εικόνα να γεμίζει με όλους τους ήρωες του παραμυθιού παρόντες. Ο κοντορεβιθούλης του κουνούσε το χέρι για λίγο και μετά έγινε μια εικόνα παραμυθιού, τόσο ωραία ζωγραφισμένη!
Έκλεισε γρήγορα το βιβλίο του και πήγε στην κουζίνα ...είχε πάρει τις αποφάσεις του!
''Ήλθα να βοηθήσω να ετοιμάσεις το τραπέζι μαμά '' είπε
Η μαμά τον κοίταξε απορημένη, αλλά χάρηκε τόσο πολύ με το γιο της που αποφάσισε για πρώτη φορά να βοηθήσει!

Ένα παραμύθι γραμμένο από την Anna flo του ΑΤΕΝΙΖΟΝΤΑΣ που μας τίμησε επιτρέποντας μας να το αναρτήσουμε.  

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Αποχαιρετώντας τις απόκριες!


Ο Στέφανος ήταν στενοχωρημένος σήμερα. Όλα τα παιδιά στο σχολείο, ετοιμάζονταν για τη γιορτή της αποκριάς που θα έκανε η πόλη,  και συζητούσαν χαρούμενα μεταξύ τους τι στολή θα φορούσε  ο καθένας ώστε να είναι ένας ωραίος και πρωτότυπος μασκαράς.

-Εγώ θα ντυθώ ιππότης.. είπε ένα παιδί. Και μάλιστα έχω ήδη δείξει στους γονείς μου ποια στολή θέλω να μου πάρουν. Και μου έχουν πάρει ακόμα, έναν μεγάλο πολύχρωμο αετό για να τον πετάξω την Καθαρά Δευτέρα.

-Εμένα μου πήραν μια όμορφη στολή νεράιδας. Είναι πανέμορφη, μακριά και έχει επάνω κεντημένα αστέρια. Και ο αετός μου είναι ήδη έτοιμος. Οι γονείς μου τον έκαναν παραγγελία για μένα.

Άλλος θα ντυνόταν αστροναύτης, άλλος κλόουν, άλλος πρίγκιπας. Για να μη πω για τους σούπερ ήρωες.

Όλοι θα χαίρονταν στην εκδρομή που οργάνωνε ο Δήμαρχος,  την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας. Είχαν αποφασίσει όσα παιδιά και οι οικογένειές τους ήθελαν, να μαζεύονταν σε ένα λιβάδι κοντά στο δάσος για να φάνε από κοινού και να πετάξουν τα παιδιά ντυμένα μασκαράδες τους αετούς τους.
Έτσι θα αποχαιρετούσαν τις απόκριες, όλοι μαζί, γονείς, παιδιά και δάσκαλοι, αλλά και όσοι άλλοι από τους κατοίκους θα ήθελαν να πάρουν μέρος.
Ο καθένας θα έφερνε κι από ένα με δύο φαγητά, και τα ποτά και αναψυκτικά τα πρόσφερε η κοινότητα. Αυτός ήταν ο μοναδικός όρος.
Μια και ο καιρός ήταν καλός, θα έπαιζαν παιχνίδια και στη συνέχεια θα βράβευαν την πιο όμορφη στολή και τον πιο ωραίο αετό.

Γι’ αυτό ήταν θλιμμένος ο Στέφανος. Ο πατέρας του δούλευε από το πρωί ως το βράδυ και δεν ήξερε αργία, και η μητέρα του βοηθούσε στις δουλειές σε κάποιο σπίτι, για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα.
Όχι μόνο δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν, αλλά ούτε χρήματα να ξοδέψουν για αετό και στολή.
Κι όσο σκεφτόταν ότι εκείνος θα ξεχώριζε σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, τόσο η θλίψη του γινόταν μεγαλύτερη.

Οι μέρες πλησίαζαν και το κεφάλι του πονούσε από την προσπάθεια να βρει μια δικαιολογία για να μη πάει.
Όταν έκανε μια απόπειρα να μιλήσει στους γονείς του, εκείνοι του είπαν ότι ήταν κουρασμένοι και τον έστειλαν για ύπνο κι εκείνον.

Μέσα του κάκιωνε τον πατέρα του και τη μητέρα του, γιατί σκεφτόταν πως αν είχε άλλους γονείς δεν θα αισθανόταν τόσο παραμελημένος, ούτε θα είχε παράπονα.
Μέσα στο παιδικό μυαλό του, δεν καταλάβαινε πως οι γονείς του ένοιωθαν τη στενοχώρια του κι ας μη την είχαν συζητήσει. Ήταν άνθρωποι που δούλευαν για την οικογένεια, αλλά το παιδί τους το λάτρευαν και ήθελαν το καλύτερο για εκείνο. Μα ήταν φτωχοί άνθρωποι. Δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν ό, τι έκαναν οι άλλοι. Και αυτό ο γιος τους έπρεπε να το καταλάβει.

Το βράδυ της Κυριακής ο Στέφανος ήταν αποφασισμένος, να μη πάει στην αποκριάτικη γιορτή. Όταν ξημέρωσε εκείνος είχε ανοίξει τα μάτια του από το χάραμα, μια και όλη νύχτα τον βασάνιζαν όνειρα, πως γινόταν το αντικείμενο κοροϊδίας ολόκληρης της πόλης.

Οι γονείς του ήρθαν να τον ξυπνήσουν, κι εκείνος τους είπε πως δεν ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι.
Όταν ανήσυχοι τον ρώτησαν αν αισθάνεται καλά, δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο και ξέσπασε σε κλάματα, ομολογώντας  αυτό που τον βασάνιζε.

Για μεγάλη του έκπληξη, οι γονείς του κοιτώντας τον με αγάπη, χαμογέλασαν και του είπαν:

-Μα έτσι θα αφήναμε εμείς το παιδί μας; Έχεις στολή και μάλιστα μια πανέμορφη στολή φτιαγμένη με αγάπη και μεράκι.
 Και η μητέρα του, του παρουσιάζει μια υπέροχη στολή σκιάχτρου.
Είχε μεταποιήσει ένα παντελόνι του πατέρα του, του είχε ράψει πολύχρωμες τιράντες και χρωματιστά μπαλώματα εδώ κι εκεί, και είχε ξεφτίσει τα μπατζάκια. Από πάνω του είχε φτιάξει ένα πουκάμισο πολύχρωμο κι αυτό, με ένα μαντιλάκι στο τσεπάκι που είχε επάνω μια μικρή κολοκύθα. Η στολή είχε και δύο παράταιρες κάλτσες και τα παλιά του παπούτσια με κορδόνια πολύχρωμα δεμένα σε μεγάλους φιόγκους. Το ψάθινο καπέλο του πατέρα του, είχε αποκτήσει τώρα χόρτα κολλημένα να εξέχουν από τον περίγυρο, και να σχηματίζουν μαλλιά. Και στο κέντρο του κολλημένη κι εκεί μια τσόχινη πορτοκαλιά κολοκύθα.
- Θα κάνουμε και το ανάλογο μακιγιάζ και θα είσαι πανέμορφος.

Του Στέφανου του άρεσε πολύ η στολή που του έφτιαξε η μητέρα του. Και χαρούμενος άρχισε να ντύνεται.
Και την ώρα που ήταν έτοιμος πλέον, φωνάζει…
-Αετός;

Ο πατέρας του βγάζει περήφανος, έναν αετό που είχε φτιάξει μόνος του κομμάτι-κομμάτι και σχημάτιζε ένα υπέροχο πουλί.

-Μα πότε τα ετοιμάσατε όλα αυτά;… ρώτησε ο Στέφανος.

-Τόσες μέρες που τα βράδια σε στέλναμε για ύπνο, εμείς αφιερώναμε λίγες ώρες για να σου ετοιμάσουμε την έκπληξη. ..είπε ο πατέρας. Και να ξέρεις ….ότι τον αετό σου τον έχω δοκιμάσει και πετάει μια χαρά.

Ο Στέφανος κατάλαβε πόσο άδικα σκέφτηκε για τους γονείς του, και πως εκείνοι φρόντιζαν να τον κάνουν να χαρεί. Εκείνος όμως τι έκανε; Με περισσή  αχαριστία σκεφτόταν ότι ήθελε άλλους γονείς στη θέση τους. Δεν θα το ξανασκεφτόταν ποτέ πια. Είχε πάρει το μάθημά του.

Το βράδυ, γύρισαν στο σπίτι, κρατώντας τα βραβεία για την πιο πρωτότυπη στολή, και για τον πιο ωραίο αετό, και γεμάτοι επαίνους, για το υπέροχο ψωμί, την νόστιμη πίτα και τα πιο ζουμερά ντολμαδάκια που είχαν φάει.


Ο Στέφανος έπεσε να κοιμηθεί, κάνοντας την σκέψη πως δεν χρειάζονται πολλά χρήματα για να γίνει ευτυχισμένος κάποιος. Αρκεί να υπάρχει αγάπη, και μεράκι. Κι έπειτα χαμογελαστός βυθίστηκε σε έναν ύπνο γεμάτο υπέροχα όνειρα!

10/3/2016 ΜΑΙΡΗ ΜΟΣΧΟΝΑ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...