Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Η καρακάξα και ο τσαλαπετεινός!!





Η έχθρα της καρακάξας και του τσαλαπετεινού  είναι πολύ παλιά.
Ξεκινάει από μια μέρα που μια καρακάξα, καθισμένη στα κλαδιά ενός δέντρου, παρακολουθούσε από ψηλά, ένα σπίτι, που ένα κοπάδι περιστέρια   κατέβαιναν καθημερινά στην αυλή και έτρωγαν του καλού καιρού.
Οι νοικοκύρηδες του σπιτιού πετούσαν κάθε μέρα ένα σωρό σπόρια και καλούδια και τα περιστέρια έτρωγαν με τη ψυχή τους.
Η καρακάξα έβλεπε και μονολογούσε:
-Αυτό είναι φαγοπότι. Τρώνε κάθε μέρα ένα σωρό τροφή, κι εμείς οι δόλιοι καθόμαστε εδώ και χορταίνουμε με τα μάτια.
Στο διπλανό δέντρο καθόταν ένας τσαλαπετεινός και άκουσε τα λόγια της καρακάξας.
-Κάθεσαι και μαραζώνεις καημένη, ενώ είναι στο χέρι σου να περνάς κι εσύ ωραία μαζί τους.
-Τι θες να πεις?
-Κοίτα, μπορείς να ανακατευτείς ανάμεσα τους και να μη σε πάρει κανείς χαμπάρι. Όλα είναι κάτασπρα κι εσύ δεν έχεις παρά να βάψεις τα φτερά σου άσπρα. Κανείς δεν θα σε προσέξει.
-Αχ!!..λέει η καρακάξα. Καλά λένε ''Γείτονα έχεις, Θεό έχεις''.
Τον ευχαρίστησε και κάθισε να σκεφτεί πώς θα κάνει πράξεις τις συμβουλές του τσαλαπετεινού.
Τότε θυμήθηκε το μύλο κοντά στο ποτάμι. Πέταξε για εκεί και μόλις έφτασε βούτηξε στο αυλάκι του νερού κι έγινε μούσκεμα. Έπειτα προσέχοντας από το παράθυρο του μύλου,  και βλέποντας ότι δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω, μπήκε και κυλίστηκε στο σεντούκι με το αλεύρι. Έγινε κάτασπρη και πέταξε κατευθείαν στην αυλή του σπιτιού.
Χώθηκε ανάμεσα στα περιστέρια και έπεσε κι αυτή στο φαί. Αργότερα πέταξε στη φωλιά τους μαζί τους και κοιμήθηκε.
Πέρασαν έτσι αρκετές μέρες και κανείς δεν είχε καταλάβει ότι ανάμεσα στα περιστέρια ζούσε και η μεταμφιεσμένη καρακάξα. Έτρωγε, κοιμόταν, και ευλογούσε τον τσαλαπετεινό, για την ωραία ιδέα που είχε.
Ένα πρωί το σπίτι ήταν ανάστατο. Περίμεναν καλεσμένους για φαγητό. Ο πατέρας είπε να σφάξουν μερικά περιστέρια για να τα μαγειρέψουν. Διάλεξαν λοιπόν τα πιο μεγάλα και τα πιο στρουμπουλά.
Ανάμεσα σε αυτά που διάλεξαν ήταν και η καρακάξα μας. Τα έπαιρνε η νοικοκυρά ένα-ένα, τα έσφαζε και τα έδινε στην κόρη της να τα μαδήσει.
Μα όταν έφτασε η σειρά της καρακάξας, πριν προλάβει να τη σφάξει, η καρακάξα έμπηξε τόσες φωνές, που η γυναίκα τρόμαξε. Από το σκούξιμο, κατάλαβε αμέσως ότι αυτό που κρατούσε δεν ήταν περιστέρι αλλά καρακάξα, και θύμωσε πολύ.
Της μάδησε τη φτερούγα και την πέταξε έξω από την αυλή στα χωράφια.
Ζαλισμένη και πονεμένη η καρακάξα, δεν ήξερε από πού της ήρθε η συμφορά.
Εκείνη την ώρα, την πρόσεξε ο τσαλαπετεινός που βρισκόταν σε ένα κλαδί και της είπε.
-Καλώς την! Εμ βέβαια, πού να μας κοιτάξεις τώρα εμάς τους φτωχούς, με τόση καλοπέραση. Ας πεθάνουμε εμείς!...
-Ου να γκρεμιστείς κι εσύ, παλιοτσαλαπετεινέ, με τις απαίσιες συμβουλές σου. Με έβαλες να προσποιηθώ κάτι άλλο, και να τώρα τι έπαθα. Ο Θεός με λυπήθηκε και γλύτωσα. Εξαιτίας σου έγινα αυτό το χάλι. Κι αν μπορούσα να πετάξω, θα ερχόμουν εκεί και θα σου έδειχνα, ώστε ούτε στο κλαδί σου δεν θα μπορούσες να σταθείς. Μα όταν γίνω καλά θα δεις.
Ο τσαλαπετεινός τρόμαξε, και έφυγε τρεχάτος. Και μόλις τον δει η καρακάξα καμία φορά, σκούζει τόσο δυνατά, που όλα τα πουλιά μαζεύονται γύρω του. Κι εκείνος τότε το βάζει στα πόδια σαν τον άνεμο.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...