Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Το ροχαλητό του Κάντα!

Πολύ, μα πολύ παλιά ζούσε ένας γέροντας που είχε ένα μεγάλο χωράφι στην Ιαπωνία, με ρύζι, ένα δυνατό άλογο και ένα καλοζωισμένο χοντρό γουρούνι. Είχε και ένα γιο που τον έλεγαν Κάντα. Είναι σίγουρο πως ποτέ στη ζωή σας, δεν έχετε ακούσει ροχαλητό παρόμοιο με του Κάντα. Δεν προλάβαινε καλά καλά να πέσει στο κρεβάτι του, και άρχιζε να ροχαλίζει.
Ροχάλιζε τόσο δυνατά, που με κάθε εισπνοή του τα παράθυρα του σπιτιού άρχιζαν να τρίζουν, ενώ με κάθε εκπνοή του, τα παντζούρια χτυπούσαν το ένα με το άλλο.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι ξύλινες κουτάλες και οι πιατέλες που βρίσκονταν πάνω στα ράφια της κουζίνας, έπεφταν στο πάτωμα κάνοντας θόρυβο δυνατό.
Κάπως έτσι λοιπόν είχαν τα πράγματα, και το σπίτι του γέροντα είχε πολύ περισσότερη φασαρία το βράδυ, από το πρωί.
Το χειρότερο από όλα όμως, ήταν ότι όσο το αγόρι μεγάλωνε, τόσο δυνατότερο γινόταν και το ροχαλητό του, ενώ κάθε μέρα που περνούσε, ο γέροντας φαινόταν όλο και πιο αδύναμος, αφού σπάνια κατάφερνε να κοιμηθεί καλά το βράδυ.
Μια μέρα καθώς ο γέροντας και ο γιος του, έπιναν μαζί το τσάι τους στη βεράντα του σπιτιού, ο γέροντας ρούφηξε μια γουλιά, κι ένας βαθύς αναστεναγμός του ξέφυγε.
-''Τι τρέχει πατέρα; Μήπως νιώθεις άρρωστος; ....ρώτησε ο Κάντα.
-Όχι τίποτα το σπουδαίο. Είναι που τελευταία δεν κοιμάμαι καλά τα βράδια....απάντησε ο γέροντας.
Ο Κάντα γνώριζε πολύ καλά πως κάθε βράδυ, ροχάλιζε δυνατά. Σκέφτηκε λίγο, και τέλος του είπε:
-Στοιχηματίζω, πως τα βράδια δεν κοιμάσαι καλά, επειδή ροχαλίζω δυνατά. Έχεις δίκιο, από δω και μπρος θα προσπαθήσω να βρω άλλο μέρος να κοιμάμαι.
-Και πού θα πας; ...τον ρώτησε πάλι ο γέροντας
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούστηκε το χλιμίντρισμα του αλόγου από το στάβλο.
-Βρήκα τη λύση! Στο στάβλο θα κοιμάμαι! Είμαι σίγουρος πως το άλογο δε θα δίνει σημασία στο ροχαλητό μου!
Έτσι λοιπόν, από εκείνη τη νύχτα και ύστερα, ο Κάντα, άρχισε να κοιμάται στο στάβλο, ενώ ο γέροντας, κατάφερε να αναπληρώσει όλες τις ώρες, που είχε χάσει, μέχρι τότε.
Μερικές μέρες αργότερα, ο γέροντας, ανέβηκε πάνω στο βουνό, να κόψει ξύλα. Φόρτωσε όλα τα ξύλα που είχε κόψει στο κάρο του, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Το άλογο τέντωσε το λαιμό του, έκανε να απλώσει τα πόδια του, για να ξεκινήσει, αλλά το κάρο δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του.
-Έλα προσπάθησε, λίγο ακόμα, εσύ πάντα περηφανευόσουν για τη γερή σου κορμοστασιά και τη δύναμη σου!... το παρότρυνε ο γέροντας.
Το άλογο έβγαλε κι αυτό ένα βαθύ αναστεναγμό και είπε:
-Ξέρεις, γέροντα, τις τελευταίες μέρες, κοιμάμαι πολύ λίγο. Γι' αυτό και δεν είμαι τόσο δυνατό όσο παλιά.
Ο γέροντας δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, παρά να ξεφορτώσει το μισό φορτίο, και σπρώχνοντας το κάρο από πίσω, προς τα εμπρός, να καταφέρει να το πάει μέχρι το σπίτι.
Μόλις ο Κάντα αντίκρισε αυτό το θέαμα, αναφώνησε:
-Πατέρα τι τρέχει; Είναι άρρωστο το άλογο;
Ο γέροντας του εξήγησε, ότι έλειπε ύπνος από το άλογο, και γι' αυτό ήταν αδύναμο.
Ο Κάντα έμεινε σιωπηλός για λίγο, και στη συνέχεια είπε:
-Εγώ φταίω για την αδυναμία του αλόγου. Θα βρω άλλο μέρος να κοιμηθώ. Θα κοιμάμαι στο εξής στο χοιροστάσιο. Το γουρούνι ούτε που θα πάρει χαμπάρι ότι ροχαλίζω.
Λίγες μέρες αργότερα, το γουρούνι από παχύ που ήταν και καλοζωισμένο, είχε γίνει αδύνατο σαν σκιάχτρο. Επιπλέον έτρεμε και με το ζόρι στεκόταν στα πόδια του.
Η έλλειψη ύπνου το είχε επηρρεάσει κι εκείνο.
Και είπε του γέροντα:
-Πώς να είμαι καλοζωισμένο, όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ.
Ο Κάντα έπεσε πάλι σε βαθύ συλλογισμό. Τελικά είπε:
-Ξέρω τι πρέπει να κάνω! Από εδώ και στο εξής θα κοιμάμαι στο χαντάκι, εκεί κοντά στα βλαστάρια του ρυζιού. Θα έχω παρέα και τα βατράχια που κράζουν.
Τη νύχτα λοιπόν πήρε το αχυρένιο στρώμα που είχε φτιάξει, και ξάπλωσε δίπλα στα βλαστάρια.
Με το που έπεσε αποκοιμήθηκε. Εκατοντάδες μικρά βατράχια έκραζαν δίπλα στο αυτί του.
Το επόμενο πρωινό ο γέροντας, πήγε μέχρι το χαντάκι, να δει πώς ήταν ο γιος του, γιατί τον είχε έγνοια. Και τι λέτε ότι αντίκρισε;
Ο Κάντα κοιμόταν ακόμα βαθιά, κι εκεί κοντά εκατοντάδες βατράχια, είχαν βουβαθεί, και προσπαθούσαν να καλύψουν τα αυτιά τους, με τα μπροστινά τους πόδια.
Σε λίγο ο Κάντα άνοιξε τα μάτια του, κι είδε κι αυτός αυτή την εικόνα.
-Απ' ότι φαίνεται, ούτε τα βατράχια μπορούν να αντέξουν το ροχαλητό μου.
Έμεινε για λίγο σιωπηλός, και στη συνέχεια είπε:
-Δεν υπάρχει τίποτα άλλο, παρά να πηγαίνω να κοιμάμαι στο βουνό το βράδυ.
-Μα παιδί μου, είπε ο γέροντας, πώς θα αντέξεις να πηγαίνεις κάθε βράδυ στο βουνό;
Ο Κάντα όμως ήταν αποφασισμένος.
Εκείνη τη νύχτα λοιπόν, με το στρώμα του σαν φορτίο, ανέβηκε στο βουνό, για να κοιμηθεί.
Κατά τη διάρκεια όμως της νύχτας, άρχισε να ψιχαλίζει, και σε λίγη ώρα οι ψιχάλες έγιναν δυνατή βροχή, ενώ ο ουρανός άρχισε να αστράφτει και να βροντά.
Η βροχή ξύπνησε και το γέροντα, που ανήσυχος κοίταζε το βουνό από το παράθυρο, με τη σκέψη στο γιο του.
Ξαφνικά είδε μια πύρινη κολόνα να υψώνεται δίπλα στη πόρτα του σπιτιού του.
Προτού ο γέροντας προλάβει να συνέλθει από το φόβο, ακούστηκε χτύπημα στη πόρτα.
-Πατέρα άνοιξε σε παρακαλώ.....
Η φωνή ήταν του Κάντα, που μπήκε στο σπίτι μούσκεμα, ενώ πίσω του ακολουθούσε ένα τεράστιο πλάσμα, που μεγαλύτερο ο γέροντας δεν είχε δει ποτέ του.
Άναψε τη λάμπα για δει τον ξένο καλύτερα. Ήταν ένα γιγαντόσωμο πλάσμα, με κέρατα στο κεφάλι, και φορούσε ένα πανί από τη μέση και κάτω. Ήταν μυώδης, με δέρμα χρώματος μαύρου και κόκκινου μαζί. Έσταζε κι αυτός και το πρόσωπο του ήταν γεμάτο ρυτίδες.
Παρόλο το τρομακτικό παρουσιαστικό του, ήταν καλός και ευγενικός.
-Πατέρα, ...είπε ο Κάντα, ..από εδώ ο κύριος Κεραυνός!
Ο κοκκινόμαυρος γίγαντας, έσκυψε λίγο και είπε στο γέροντα:
-Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Το όνομα μου είναι Κεραυνός, και ζω ψηλά στον ουρανό. Σήμερα για πρώτη φορά, άκουσα ήχο, που μόνο εγώ μπορώ να κάνω. Ωστόσο μου έκανε εντύπωση, που τον άκουγα από τη μεριά του βουνού, κι όχι από τη μεριά του ουρανού. Σκέφτηκα να κατέβω κάτω για να δω. Και αντίκρισα αυτόν τον νεαρό άντρα. Κοίταξα μήπως ήταν κρυμμένο κάπου κάποιο τύμπανο, αλλά κατάλαβα ότι ο θόρυβος έβγαινε από τον νέο αυτό. Τον πλησίασα κι εκείνος ανασηκώθηκε, και με είδε, και τότε τον ρώτησα, πώς έκανε τέτοιο θόρυβο, όμοιο με τον δικό μου. Και μου εξήγησε ότι απλά αυτό ήταν το ροχαλητό του. Είμαι σίγουρος ότι το ροχαλητό του και ο ήχος ο δικός μου είναι ίδιοι. Έχω γεράσει, και τα τύμπανα μου το ίδιο. Θα μου επιτρέπατε να πάρω το γιο σας μαζί μου στον ουρανό, για να ροχαλίζει στα ταξίδια μου, ώστε να με ξεκουράζει;
Μόλις τελείωσε τα λόγια του, έκανε μια βαθιά υπόκλιση στον γέροντα.
-Τι λες πατέρα;... είπε ο Κάντα. Έτσι κι αλλιώς εδώ δεν μπορώ να κοιμηθώ πουθενά. Άφησε με να βρω τη τύχη μου, και κάτι που μου ταιριάζει.
-Αν πραγματικά το θέλεις, είσαι ελεύθερος να φύγεις. Εγώ θα είμαι χαρούμενος να σε βλέπω κατά διαστήματα, και να ξέρω ότι είσαι ευτυχισμένος.
Έτσι ο κύριος Κεραυνός, έφυγε μαζί με τον Κάντα.
Ο γέροντας είδε μια πύρινη κολόνα να υψώνεται, και σε λίγο χάθηκαν και οι δύο από τα μάτια του.
Από τότε, ο γέροντας κοιμόταν μια χαρά, το ίδιο και το άλογο, το γουρούνι, και τα βατράχια.
Ο κόσμος έμαθε την ιστορία του Κάντα, και όλοι από τότε, μόλις άκουγαν κεραυνούς, δεν κρύβονταν  ούτε αισθάνονταν φόβο. Απλά έλεγαν:
-Αυτός είναι ο Κάντα. Πάλι κοιμάται και ροχαλίζει! Μα τι φοβερό ροχαλητό που έχει!



Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Το κριθάρι και η γερασμένη ιτιά!


Όσοι έχουν περάσει δίπλα από ένα κριθαροχώραφο και μάλιστα έπειτα από καταιγίδα, θα έχουν προσέξει, πόσο μαύρο και έρημο φαίνεται το χωράφι. Θα έλεγε κανείς ότι έχει καψαλιστεί. Και μάλιστα οι χωρικοί συνηθίζουν να λένε, ότι, ''η καταιγίδα το κατάντησε έτσι''.
Γιατί όμως το έκαναν έτσι;..θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, μια και ψάχνουμε την απάντηση πάντα, για κάθε τι που συμβαίνει σ' αυτό τον κόσμο! Πάντα τουλάχιστον ψάχνουμε την αιτία!
Θα σας πω λοιπόν, τώρα τι μου είπε πάνω σ' αυτό ένας Σπουργίτης.
Ο Σπουργίτης αυτός το είχε ακούσει παλιότερα, από κάποια γερασμένη ιτιά, που φύτρωνε δίπλα σε ένα κριθαροχώραφο, κι εκεί βρίσκεται ακόμα μέχρι σήμερα.
Είναι μια μεγάλη και σεβαστή ιτιά, πολύ ζαρωμένη όμως από τα γεράματα. Έχει ραγίσει ως κάτω από τη μέση και στην κουφάλα της φυτρώνουν τώρα πυκνά χόρτα. Ο κορμός γέρνει τόσο, σαν να ζητάει στήριγμα. Και τα κλαδιά της κρέμονται ως κάτω, σαν μακριά πράσινα μαλλιά.
Στα χωράφια γύρω της έσπερναν σιτάρι και βρώμη, που όταν ωρίμαζαν, έμοιαζε με πουλιά καθισμένα ψηλά στο κλαρί, τόσο όμορφη ήταν!
Το σιτάρι πάλι, είχε τη χάρη, όσο βαρύτερα ήταν τα στάχυα του κι όσο πιο πλούσια η σοδειά του, τόσο να γέρνει περισσότερο, γεμάτο σεμνότητα και μετριοφροσύνη.....
Εκεί όμως έσπερναν και κριθάρι. Από τη μια μεριά του χωραφιού, το κριθάρι έφτανε μέχρι την ιτιά.
Αυτό όμως δεν έγερνε ποτέ, όπως κάνουν τα άλλα δημητριακά, αλλά στεκόταν περήφανο και αλύγιστο...
-Είμαι πλούσιο όσο και τα καλύτερα από αυτά......έλεγε στην ιτιά. Είμαι και ομορφότερο!....Χαίρεται κανείς να με βλέπει!....Είδες τίποτα καλύτερο στη ζωή σου, τίποτα ωραιότερο, και πιο επιβλητικό, από εμένα;...Τι λες;...Μπορεί να συγκριθεί κανείς μαζί μου;...
Η γερασμένη ιτιά, κούνησε λίγο το κορμί της, σαν να ήθελε να του πει:
-Και βέβαια είδα!
Μα το κριθάρι δεν την πίστευε και χασκογελώντας αγέρωχα, είπε:
-Ξεκούτιανες από τα γεράματα. Ακόμα και τα χορτάρια, δε σε λογαριάζουν καθόλου και έρχονται και φυτρώνουν μέσα σου!...
Όλο τέτοιοι κομπασμοί και ψωροπερηφάνιες!
Μια μέρα σύννεφα συνάζονταν στον ουρανό, και ήταν φανερό ότι μαζευόταν φοβερή καταιγίδα. Όλα τα λουλούδια του κάμπου, είχαν κλείσει τα πέταλα τους και άλλα έσκυψαν φοβισμένα στη γη, για να περάσει η ανεμοζάλη από πάνω τους.
Το κριθάρι όμως καμία σημασία δεν έδινε σε αυτές τις αντιδράσεις, αλλά αντίθετα αυξάνονταν οι κοροϊδίες του,   εναντίον των άλλων φυτών, και εξακολουθούσε να στέκει αγέρωχο και γεμάτο περηφάνια και αναίδεια...
Τα άλλα λουλούδια του ψιθύριζαν:
-Σκύψε όπως κάνουμε εμείς!...
-Δεν υπάρχει κανένας λόγος!...απάντησε το κριθάρι, με φανερή δυσαρέσκεια, που τολμούσαν να του δίνουν συμβουλές......
-Σκύψε, σκύψε,....όπως κι εμείς....του έλεγε το σιτάρι. Έρχεται καταιγίδα! Κι έχει φτερά που φτάνουν από τα σύννεφα ως τις πιο βαθιές κοιλάδες!,.. Θα σε συντρίψει πριν προλάβεις να ζητήσεις χάρη...
-Σας το είπα μια και καλή!.....Δεν πρόκειται για κανέναν να ταπεινωθώ!....αποκρίθηκε το κριθάρι.
-Μαζέψου όσο μπορείς ...το συμβούλεψε και η γερασμένη ιτιά. Και μη προκαλείς τον κεραυνό, όταν σκάσει το σύννεφο. Ακόμα και ο άνθρωπος δεν τολμάει να κοιτάξει τον κεραυνό, γιατί ανοίγονται τότε τα ουράνια και το φως τους τον τυφλώνει! Τι να πούμε λοιπόν, εμείς τα φυτά, που δεν είμαστε άνθρωποι;
-Τι;... ο άνθρωπος είναι καλύτερος από εμάς;... ε λοιπόν θα δείτε!....Θα κοιτάζω ολόισια κατά τον ουρανό....
Και με ασεβή περηφάνια, απέναντι σε κάτι ανώτερο από εκείνο, κοίταξε την αστραπή κατάματα....Κι όλος ο ουρανός φωτίστηκε και σείστηκε από τη λάμψη και το θόρυβο του κεραυνού!...
Έγινε χαμός για αρκετή ώρα!
Μόλις πέρασε η μπόρα, όλα τα λουλούδια και το σιτάρι μαζί, σήκωσαν τα κεφαλάκια τους, δροσισμένα από τη βροχή. Και τι αντίκρισαν τα ματάκια τους;.. Το κριθάρι είχε κατακαεί από τον κεραυνό, και τώρα ήταν μαύρο σαν κάρβουνο. Άχρηστο πια σαν αγριόχορτο, που το βοτανίζουν από τα χωράφια.
Η γέρικη ιτιά κούνησε τα κλαδιά της στον άνεμο. Μεγάλες στάλες, σαν δάκρυα, έπεσαν από τα πράσινα φύλλα της, έτσι που ένας Σπουργίτης τη ρώτησε:
-Γιατί κλαις;... Είναι τόσο όμορφα τώρα...Ο ήλιος λάμπει πάλι και τα σύννεφα αρμενίζουν ψηλά!
Δεν σου έρχεται και σένα το άρωμα από τα λουλούδια κι από τους ανθισμένους θάμνους; Γιατί λοιπόν κλαις γερασμένη ιτιά;
Και τότε η ιτιά, του είπε την ιστορία του κριθαριού, της περηφάνιας του και της αναίδειας του, καθώς και για την τιμωρία που έρχεται αργά ή γρήγορα, για το αμάρτημα αυτό...
Κι εγώ που λέω αυτή την ιστορία, την έμαθα από τα λαλίστατα Σπουργίτια, ένα βράδυ που τα παρακάλεσα να μου πουν μια ιστορία....



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...