Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

Οι τρεις χρυσές τρίχες του παππού Παντογνώστη!!!


Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που του άρεσε να πηγαίνει κυνήγι στα δάση. Μια μέρα, καθώς κυνηγούσε ένα ελάφι, χάθηκε. Ήταν μονάχος του, ψυχή καμιά ζωντανή γύρω του, ήρθε η νύχτα κι ο βασιλιάς χάρηκε πολύ σαν είδε μια καλύβα σ' ένα ξέφωτο. Εκεί έμενε ένας καρβουνιάρης. Ο βασιλιάς τον παρακάλεσε να τον βγάλει από το δάσος και του έταξε πως θα τον ξεπληρώσει καλά. -Μετά χαράς να έρθω μαζί σου,..αποκρίθηκε ο καρβουνιάρης.... μα πρέπει να πω στην αφεντιά σου, πως η γυναίκα μου γεννάει απόψε και δεν μπορώ να την αφήσω μονάχη της. Κι ύστερα, νύχτα, πού θα πάμε; Καλύτερα απόψε να ξαπλώσεις στη σοφίτα πάνω στο άχυρο, κι αύριο το πρωί θα σου δείξω το δρόμο.

Σε μια ώρα γεννήθηκε ο γιος του καρβουνιάρη. Ο βασιλιάς ξαπλωμένος στη σοφίτα, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τα μεσάνυχτα, είδε φως στη κάμαρη κάτω. Κοίταξε από μια χαραμάδα, και τι να δει; Τον καρβουνιάρη που κοιμόταν, τη γυναίκα του πού έμοιαζε πεθαμένη, και τρεις ασπροντυμένες γριές, που ήταν ολόγυρα από το μωρό, και κρατούσε η κάθε μία, από ένα αναμμένο κερί. Η πρώτη γριά είπε:
-Σ' αυτό το παιδί, αφήνω ευχή και του λέω ότι θα περάσει μεγάλες ταλαιπωρίες και βάσανα.
Η δεύτερη είπε:
-Κι εγώ του αφήνω ευχή, και του λέω πως θα γλυτώσει από όλα τα βάσανα και τα χρόνια του θα είναι πολλά.
Η τρίτη γριά είπε:
-Του αφήνω κι εγώ ευχή, και του λέω πως θα πάρει γυναίκα του, τη κόρη που γεννήθηκε τα χαράματα, εκείνου του βασιλιά που κοιμάται από πάνω, μέσα στο άχυρο.
Ο βασιλιάς ένοιωσε λες και του είχαν τρυπήσει με ξίφος το στήθος. Έμεινε ξύπνιος και έψαχνε να βρει τρόπο να αποφύγει αυτό το γάμο που είχε πει η τρίτη γριά. Σαν ξημέρωσε, το μωρό άρχισε να κλαίει, ο καρβουνιάρης ξύπνησε και είδε ότι η γυναίκα του είχε πεθάνει.
-Ω!!... το δόλιο το ορφανό.....είπε κλαίγοντας.... τι θα απογίνει τώρα;;...
Ο βασιλιάς που είχε κατέβει και τον άκουσε, είπε:
-Δώσε μου εμένα το μωρό, και θα το φροντίσω σαν δικό μου. Θα σου δώσω χρήματα για να είσαι άνετος, την υπόλοιπη ζωή σου.
Ο καρβουνιάρης συμφώνησε, κι ο βασιλιάς του είπε ότι θα έστελνε να πάρουν το μωρό.
Σαν γύρισε στο παλάτι, έμαθε πως η γυναίκα του είχε γεννήσει μια πολύ όμορφη κόρη. Αυτό έγινε τα χαράματα, όπως είχε πει η τρίτη από τις Μοίρες. Ο βασιλιάς σκοτείνιασε και κάλεσε αμέσως ένα δούλο. Και οι προσταγές του ήταν:
-Πήγαινε στο δάσος, και θα βρεις μια καλύβα που μένει ένας καρβουνιάρης. Δώσε του αυτό το πουγγί με τα χρήματα κι εκείνος θα σου δώσει ένα μωρό. Πάρε το μωρό και πνίξε το στο δρόμο. Αν δεν το κάνεις θα βρεθείς εσύ πνιγμένος.
Ο δούλος πήγε και πήρε το μωρό, και στο δρόμο πήρε ένα καλάθι έβαλε το μωρό μέσα και το πέταξε από ψηλά, από μια γέφυρα στο ποτάμι. Το ποτάμι γινόταν παρακάτω ορμητικό, οπότε και το μωρό θα πνιγόταν.
-Καληνύχτα ανεπιθύμητε γαμπρέ,...είπε με ικανοποίηση ο βασιλιάς, όταν έμαθε τα όσα έγιναν.
Ο βασιλιάς πίστευε πως το μωρό πνίγηκε, μα έκανε λάθος. Το καλάθι μπλέχτηκε σε κάτι φυτά και έμεινε εκεί. Το κλάμα του μωρού άκουσε ένας ψαράς, και οδήγησε τη βάρκα του προς εκείνο το σημείο. Βρήκε το καλάθι με το φορτίο του, και το έβαλε στη βάρκα του.
Άρχισε να τραβάει με βιάση κουπί, έφτασε στην ακροποταμιά, πήρε το καλάθι κι έτρεξε στη γυναίκα του. 
-Χρόνια θέλαμε ένα παιδί, και δεν μπορούσαμε να αποκτήσουμε. Κοίτα τι μας έφερε το ποτάμι.
Η γυναίκα του ψαρά μεγάλωσε το παιδί σαν δικό της, και το ονόμασε Πετράκης Κολυμβητής, μια και ήταν σαν να είχε έρθει κολυμπώντας στο σπίτι του.
Τα χρόνια πέρασαν και το παιδί έγινε ένα πανέμορφο παλικάρι. 
Μια μέρα του καλοκαιριού, έτυχε να περάσει καβάλα από εκεί ο βασιλιάς. Σταμάτησε και ζήτησε νερό να πιει και να ποτίσει το άλογο του. Ο Πετράκης ο Κολυμβητής του έφερε το νερό. Ο βασιλιάς τον κοίταξε καλά και είπε στο ψαρά:
-Ωραίο παλικάρι, είναι ο γιος σου ψαρά μου. Γιος σου δεν είναι;
-Και είναι και δεν είναι...απάντησε ο ψαράς. Και του είπε την ιστορία του μωρού. Του είπε για το καλάθι, του είπε πώς το βρήκε και όλη τη συνέχεια.
Ο βασιλιάς έμεινε ακίνητος λες και είχε παγώσει. Κατάλαβε ότι ο νέος δεν ήταν άλλος από το μωρό του καρβουνιάρη, που πρόσταξε να πνίξουν. Ξεπέζεψε από το άλογο λέγοντας:
-Χρειάζομαι να στείλω ένα μαντατοφόρο στο παλάτι, αλλά δεν έχω κανέναν. Μπορώ να στείλω αυτό το καλό παλικάρι;
-Βασιλιά μου δεν έχεις παρά να το προστάξεις....είπε ο ψαράς.
Ο βασιλιάς έγραψε στη βασίλισσα:
''Να προστάξεις να τρυπήσουν με το σπαθί αυτόν που σου φέρνει αυτό το μαντάτο. Είναι εχθρός μου. Όταν γυρίσω πρέπει όλα να είναι τελειωμένα. Αυτό είναι το θέλημα μου''.
Δίπλωσε το μήνυμα, έβαλε και τη βούλα του.
Ο Πετράκης πήρε το μαντάτο και ξεκίνησε. Ήταν να περάσει ένα μεγάλο δάσος, μα γρήγορα κατάλαβε ότι όντως οι δρόμοι ήταν πολύ μπερδεμένοι και είχε χαθεί.
Περπάτησε από σύδεντρο σε σύδεντρο, ώσπου νύχτωσε. Και τότε αντάμωσε μια γριούλα.
-Πού πας Πετράκη Κολυμβητή;;....ρώτησε
-Έχω ένα γράμμα για τη βασίλισσα, αλλά έχασα το δρόμο. Μπορείς να μου δείξεις γιαγιά το δρόμο;
-Σήμερα δε θα προ φτάσεις, σκοτείνιασε πια. Θα κοιμηθείς σπίτι μου και το πρωί θα στον δείξω. Στο κάτω-κάτω δεν το ξέρεις αλλά είμαι η κουμπάρα σου.
Ένα σπιτάκι όμορφο και ζεστό, εμφανίστηκε λες από το πουθενά. Και το παλικάρι, έφαγε, ήπιε, και κοιμήθηκε. Σαν κοιμήθηκε, η γριά του πήρε το γράμμα, και έβαλε στη θέση του ένα άλλο που έγραφε:
''Να προστάξεις να γίνουν αμέσως οι γάμοι της κόρης μας, με το παλικάρι που σου φέρνει αυτό το μήνυμα. Όταν επιστρέψω πρέπει να είναι όλα τελειωμένα. Αυτό είναι το θέλημα μου''.
Η βασίλισσα ξεκίνησε σβέλτα τις ετοιμασίες, πολύ ευχαριστημένη κι αυτή και η κόρη της, από την ομορφιά και την ευγένεια του παλικαριού. Κι εκείνος όμως είχε θαμπωθεί από την ομορφιά και τη καλοσύνη της βασιλοπούλας.
Έπειτα από λίγες μέρες, ο βασιλιάς επέστρεψε και κόντεψε να πέσει άρρωστος, όταν έμαθε για τους γάμους. Η βασίλισσα τον βεβαίωσε ότι έπραξε όπως της ζητούσε με το γράμμα του. Ο βασιλιάς ζήτησε να το δει, και διαπίστωσε ότι ήταν και τα γράμματα του και η βούλα του. Τότε φώναξε το γαμπρό του και του έκανε ένα σωρό ερωτήσεις. Όταν έμαθε τι συνέβη από την ώρα που έφυγε το παλικάρι με το γράμμα, αμέσως κατάλαβε ότι η γριά ήταν η τρίτη μοίρα.
-Καλά ότι έγινε, έγινε. Αλλά μη νομίζεις πως είναι εύκολο να είσαι γαμπρός του βασιλιά.
Πρέπει να αποδείξεις ότι αξίζεις και να φέρεις για προίκα, τρεις χρυσές τρίχες του Παππού Παντογνώστη.
''Επιτέλους θα ξεφορτωθώ τον ανεπιθύμητο γαμπρό''.....σκέφτηκε.
Ο Πετράκης χαιρέτησε τη γυναίκα του κι έφυγε. Αρχικά έμεινε σκεπτικός, και λίγο μπερδεμένος για το δρόμο, μα μέσα σε λίγα λεπτά, αισθάνθηκε ότι ήξερε προς ποια κατεύθυνση πρέπει να πάει. Πέρασε βουνά και κάμπους, ποτάμια και λίμνες, κι έφτασε στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί είδε μια βάρκα έτοιμη και μέσα ένα βαρκάρη.
-Γεια σου γέρο βαρκάρη.
-Γεια σου και σένα καλό μου παλικάρι. Πού πας;


-Στο Παππού Παντογνώστη να πάρω τρεις χρυσές τρίχες.
-Επιτέλους ο μαντατοφόρος που περίμενα. Είκοσι χρόνια τώρα περνάω κόσμο απέναντι και  δεν ήρθε κανείς να με ελευθερώσει. Θα περάσω και σένα, μα πρέπει να μου τάξεις, πώς θα ρωτήσεις και για μένα, πότε θα τελειώσει η τιμωρία μου.
Κι ο Πετράκης το υποσχέθηκε. Ο νέος βρέθηκε σε μια μεγάλη πολιτεία, που είχε θλιμμένη όψη. Στις πόρτες της συνάντησε ένα γέρο, που σαν έμαθε πού πηγαίνει, του είπε:
-Επιτέλους ο μαντατοφόρος που περιμέναμε. Θα σε οδηγήσω στο βασιλιά μας.
Κι ο βασιλιάς του είπε:
-Είχαμε εδώ μια φορά μια μηλιά, που έκανε το μήλο της νιότης. Έφτανε να φας ένα και ξαναγεννιόσουν, ακόμα κι αν ήσουν με το ''ένα πόδι στο τάφο''. Είκοσι χρόνια τώρα και το δέντρο δε βγάζει πια καρπό. Τάξε μας ότι θα μάθεις τι πρέπει να κάνουμε για να ξαναβγάλει καρπό η μηλιά, και θα σου δείξουμε το δρόμο, και θα σε ανταμείψουμε.
Κι ο Πετράκης το υποσχέθηκε.
Πιο κάτω βρέθηκε στην είσοδο άλλης μιας πολιτείας. Στις πόρτες της ένας άνθρωπος, έθαβε το πατέρα του. Μα σαν τον πλησίασε ο Πετράκης και του είπε πού πηγαίνει, εκείνος αμέσως τελείωσε με τη ταφή, και τον οδήγησε στο βασιλιά τους, μια και όπως είπε και αυτός ήταν ο μαντατοφόρος που και αυτοί περίμεναν τόσα χρόνια.
Ο βασιλιάς, του είπε κι αυτός:
-Μια φορά είχαμε μια βρύση, με το νερό της ζωής. Με μια γουλιά γιατρευόσουν και σηκωνόσουν και περπατούσες χωρίς να έχεις τίποτα πια από ότι σε αρρώσταινε. Είκοσι χρόνια τώρα δεν έχει τρέξει νερό από τη βρύση, και ο κόσμος πεθαίνει. Αν ρωτήσεις και για το δικό μας πρόβλημα, θα σου δείξουμε το δρόμο και θα σε ανταμείψουμε βασιλικά.
Ο Πετράκης το υποσχέθηκε και εδώ και αφού έμαθε ότι ήθελε, ξεκίνησε ξανά το δρόμο του. Προχωρώντας έφτασε σε ένα σκοτεινό δάσος, που ακριβώς στη μέση του, είδε ένα απέραντο πράσινο λιβάδι, που στο μέσο ακριβώς υπήρχε ένα ολόχρυσο καστέλι.
Ήταν το καστέλι του Παππού του Παντογνώστη, που έλαμπε σαν να καιγόταν. Μπήκε στο καστέλι, μα είδε μόνο μια γριούλα που έκλωθε σε μια γωνιά. 
-Καλωσόρισες αγόρι μου, χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.
Φυσικά καταλάβατε ποια ήταν. Η γριά κουμπάρα του, η Μοίρα.
-Καλημέρα γιαγιά, χαίρομαι κι εγώ που σε βλέπω. Ο βασιλιάς δεν μπορεί να υποφέρει που είμαι γαμπρός του και με έστειλε εδώ για να αποδείξω ότι αξίζω. Θέλει να του πάω τρεις χρυσές τρίχες του Παππού του Παντογνώστη.
Η γιαγιά χαμογέλασε, και είπε:
-Ο Παππούς Παντογνώστης είναι γιος μου. Και δεν είναι άλλος από τον Ήλιο. Το πρωί νωρίς, είναι μωρό, το μεσημέρι άντρας, και το σούρουπο ένας γεράκος παππούς. Θα σου πάρω εγώ τις τρίχες που θες. Όμως παιδί μου, δε μπορείς να μείνεις έτσι εδώ. Ο γιος μου δεν είναι κακός, μα σαν γυρίσει πεινασμένος το βράδυ, μπορεί να σε ψήσει και να σε φάει για δείπνο. Εδώ είναι ένα άδειο βαρέλι, κρύψου μέσα. 
-Θέλω να μάθω όμως και τρία πράγματα. Και πρέπει να τον ρωτήσω γι' αυτά....και ανέφερε στη γιαγιά τις τρεις υποσχέσεις του.
-Θα ρωτήσω εγώ για σένα αγόρι μου. Έχεις φιλότιμο και νοιάζεσαι και για τους άλλους. Είσαι πραγματικά άξιο παιδί. Εσύ κρύψου στο βαρέλι, μη κοιτάς καθόλου, αλλά έχε τα αυτιά σου ανοιχτά να ακούς. Γρήγορα γιατί ήδη βράδιασε.
Ξαφνικά ακούστηκε σαματάς πολύς, και ίσα που πρόλαβε να κρυφτεί ο Πετράκης, και ένας γεράκος με χρυσό κεφάλι, μπήκε στη κάμαρα από το δυτικό παράθυρο.
-Τσ...τσ ..τσ..! μυρωδιά ανθρώπου μου έρχεται! Είναι κανένας εδώ;;
-Αγόρι μου αγαπημένο, πώς μπορεί να είναι κάποιος εδώ και να μη το ξέρεις εσύ;; Απλά γυρνάς όλη τη μέρα, σε όλο το κόσμο και γι' αυτό νομίζεις ότι μυρίζεις ανθρώπινη σάρκα. Σου μένει η μυρωδιά μέχρι τώρα.
Ο Ήλιος έκατσε και έφαγε. Έπειτα ακούμπησε το χρυσό του κεφάλι στη ποδιά της μάνας του και αποκοιμήθηκε. Σαν είδε η γριά ότι κοιμήθηκε του τράβηξε μια τρίχα γρήγορα και τη πέταξε στο πάτωμα. Σαν έπεσε κάτω, έκανε ένα θόρυβο σαν χτύπημα από χορδή άρπας.
-Τι μου έκανες μάνα, πετάχτηκε ξύπνιος ο Ήλιος.
-Τίποτα αγόρι μου, απλά λαγοκοιμόμουν και είδα ένα όνειρο.
-Τι όνειρο είδες;
-Είδα μια πολιτεία, που ήταν μια βρύση με το νερό της ζωής. Γιάτρευε όλους τους αρρώστους στη στιγμή. Είκοσι χρόνια δεν έβγαζε νερό, και προσπαθώντας να λύσω το πρόβλημα, με έπιασε αγωνία γιατί δεν ήξερα το τρόπο.
-Μην αγωνιάς μάνα και κοιμίσου ήσυχα. Αν ξαναδείς το όνειρο, μέσα στο πηγάδι είναι ένας βάτραχος. Σκότωσε το βάτραχο που εμποδίζει το νερό, καθάρισε το πηγάδι, και η βρύση θα αρχίσει να τρέχει ξανά.
Και ο Ήλιος αποκοιμήθηκε πάλι.
Σε λίγο η μάνα του, του τράβηξε πάλι μια τρίχα και τη πέταξε κι αυτή στο πάτωμα. 
Ο Ήλιος πετάχτηκε πάλι από τον ήχο, και ρώτησε τη μάνα του τι συμβαίνει. 
-Τίποτα παιδί μου κοιμήθηκα και είδα ένα όνειρο. Ήταν μια πολιτεία πάλι, που είχε μια μηλιά, που έβγαζε τα μήλα της νιότης. Όποιος έτρωγε έμενε νέος πάντα. Κι αν κάποιος έφτανε στα γηρατειά, και έτρωγε μήλο ξανάνιωνε. Είκοσι χρόνια δεν είχε κάνει μήλα, και προσπαθούσα να βρω τη λύση. Η αγωνία με έπνιξε, προσπαθώντας να λύσω το πρόβλημα.
-Ησύχασε μάνα, και στη ρίζα του δέντρου είναι ένα φίδι, που του κλέβει όλη του τη δύναμη. Πρέπει να ξεριζώσεις το δέντρο, να σκοτώσεις το φίδι, και μόλις το ξαναφυτέψεις 
αυτό θα ανθίσει και θα βγάλει μήλα ξανά.
Αυτά είπε ο Ήλιος και ξανακοιμήθηκε.
Η γριά του τράβηξε σε λίγο και μια τρίτη τρίχα και τη πέταξε στο πάτωμα. Και ο Ήλιος σαν ξύπνησε θυμωμένος της φώναξε:
-Μάνα δε θα αφήσεις να κοιμηθώ;....και έκανε να σηκωθεί...
-Μη στενοχωριέσαι παιδί μου, και με συγχωρείς. Σε ξύπνησα δίχως να το θέλω. Με πήρε πάλι ο ύπνος, κι αυτή τη φορά είδα παράξενο όνειρο. Είδα ένα βαρκάρη στη Μαύρη Θάλασσα που είκοσι χρόνια περνάει κόσμο απέναντι. Με έπνιξε η αγωνία του γιατί δεν ήξερα το τρόπο να ελευθερωθεί. Μα πόσο θα κρατήσει η τιμωρία του ακόμα;;
-Είναι χαζός. Η τιμωρία του έχει λήξει ήδη. Δεν έχει παρά να δοκιμάσει. Μόλις του ζητήσει κάποιος να τον περάσει απέναντι, πρέπει να αφήσει το κουπί στον άλλον. Αν μπορέσει και πηδήξει και φύγει, σημαίνει ότι ο άλλος παίρνει τώρα το φορτίο. Άφησε με όμως να κοιμηθώ, γιατί πρέπει να πάω να στεγνώσω τα δάκρυα  που χύνει κάθε μέρα μια βασιλοπούλα για το γιο ενός καρβουνιάρη που είναι άντρας της, και αυτό κάνει το πατέρα της και ξεχειλίζει από μίσος.
Το πρωί ακούστηκε μια μεγάλη βροντή και ο γέρος Ήλιος έγινε ένα μωρό με χρυσό κεφάλι.
Χαιρέτησε τη μάνα του ο καινούργιος Ήλιος και βγήκε από το παράθυρο της Ανατολής.
Ο Πετράκης ο Κολυμβητής, βγήκε τότε από το βαρέλι, και η γριά του έδωσε τις τρεις τρίχες. Πάρε του είπε, και τα υπόλοιπα τα άκουσες. Δε θα με δεις άλλη φορά αγόρι μου, γιατί δε θα χρειαστεί. Να πας στο καλό και να φροντίζεις πάντα τους άλλους όπως έκανες μέχρι τώρα.
Ο Πετράκης έτρεξε στη κοντινή πολιτεία και πήγε κατευθείαν στο βασιλιά.
-Βασιλιά μου σου φέρνω ένα νέο το πιο καλό. Σκότωσε το βάτραχο που είναι μέσα στο πηγάδι, καθάρισε το, και η βρύση θα ξαναρχίσει να βγάζει νερό.
Αμέσως πήγαν και έκαναν ότι τους είπε ο Πετράκης. Και πράγματι μόλις σκοτώθηκε ο βάτραχος και καθαρίστηκε το πηγάδι, το νερό της ζωής άρχισε να τρέχει ξανά από τη βρύση. Όλοι χάρηκαν και για να τον τιμήσει ο βασιλιάς, έδωσε στον νέο δώδεκα άσπρα άλογα φορτωμένα με χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια. Του έδωσαν και την ευχή τους και το παλικάρι συνέχισε τη πορεία του.
Ο Πετράκης έφτασε στην άλλη πολιτεία και είπε αμέσως στο βασιλιά τι να κάνει, για να ξαναβγάλει τα μήλα της νιότης η μηλιά. Αμέσως τα λόγια του έγιναν πράξη, σκότωσαν το φίδι, ξαναφύτεψαν το δέντρο, το οποίο αμέσως γέμισε από ανθούς, που έγιναν πανέμορφα μήλα. Ενθουσιάστηκαν όλοι και ευγνώμονες, έδωσαν δώδεκα κατάμαυρα άλογα στο Πετράκη με χρυσά νομίσματα και πολύτιμους λίθους και κοσμήματα. Κι εκείνος συνέχισε το δρόμο του, μέχρι που έφτασε στο βαρκάρη. 
-Έχεις απάντηση για μένα;...τον ρώτησε ο βαρκάρης.
-Έχω αλλά θα στη πω, αφού με περάσεις πρώτα απέναντι.
Ο βαρκάρης τον πέρασε απέναντι μαζί με τα είκοσι τέσσερα του άλογα, μια και χωρούσαν τα πάντα μέσα στη μαγική βάρκα,  και αφού πάτησε το πόδι του κι αυτός και τα άλογα του στη γη, τότε μόνο του είπε, να αφήσει το κουπί στον πρώτο που θα του ζητήσει να περάσει απέναντι. Κι εκείνος θα είναι ελεύθερος του είπε. Ο βαρκάρης τον ευχαρίστησε και το παλικάρι πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Κάποια στιγμή έφτασε και στο παλάτι. Ο βασιλιάς σαν τον είδε και είδε το φορτίο του και τις χρυσές τρίχες σκύλιασε. Μα όταν ρωτήθηκε ο Πετράκης πού βρήκε τόσα πλούτη, του απάντησε ότι είναι η ανταμοιβή του, γιατί βοήθησε δύο βασιλιάδες σε δύο πολιτείες μετά τη Μαύρη θάλασσα. Η μια πολιτεία  έχει μια μηλιά, που βγάζει τα μήλα της νιότης, και μετά υπάρχει μια πολιτεία που έχει μια βρύση, που τρέχει από εκεί το νερό της ζωής.
Ο βασιλιάς του είπε τότε:
-Θα είσαι πολύ κουρασμένος, πήγαινε να ξεκουραστείς και να δεις και τη γυναίκα σου.
''Μήλα της νιότης και νερό της ζωής;'' έλεγε και ξανάλεγε μέσα του ο βασιλιάς.
''Αν καταφέρω να φάω ένα, θα μείνω πάντα νέος, μα κι αν κινδυνεύσω να πεθάνω, αυτό το νερό θα με κάνει να ξαναγεννηθώ''. Και δίχως να το σκεφτεί δεύτερη φορά, ή να πει τίποτα σε κανένα, ανέβηκε στο άλογο του και κίνησε για τη Μαύρη θάλασσα. Μα δεν έφτασε ποτέ στις πολιτείες. Γιατί μόλις συνάντησε το βαρκάρη και του ζήτησε να τον περάσει απέναντι, εκείνος του έβαλε σβέλτα το κουπί στο χέρι, και το έβαλε στα πόδια. Έτσι τον ανάγκασε να πάρει τη θέση του, για πάντα.
Όταν πέρασε καιρός και ο βασιλιάς ήταν άφαντος, στο θρόνο ανέβηκε ο γιος του καρβουνιάρη, έγινε βασιλιάς κάνοντας πάντα το καλό σε όλους, και φτιάχνοντας μια όμορφη κι ευτυχισμένη οικογένεια. Τότε έστειλε και έφεραν και το ψαρά με τη γυναίκα του στο παλάτι, και έκτοτε έζησαν όλοι πολύ ευτυχισμένοι.




Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

Το ψωμί και το αλάτι!!!!

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις κόρες. Οι δύο ήταν ακατάδεχτες και περήφανες και η τρίτη ήταν γλυκομίλητη και καλή. Ο βασιλιάς ήταν πολύ γέρος και σκέφτηκε να μοιράσει τα υπάρχοντα του στις κόρες του, όσο ήταν ακόμα ζωντανός. Γι' αυτό τις φώναξε και τους είπε:
-Κόρες μου καλές, θέλω να σας μοιράσω το βασίλειο μου, μα πριν θέλω να μάθω πόσο με αγαπά η κάθε μια σας.
-Εγώ σε αγαπώ σαν τον ήλιο.....αποκρίθηκε περήφανα η πρώτη κόρη. Έτσι θεωρώ ότι μου δίνεις ζωή.
Ο βασιλιάς χάρηκε πολύ από αυτή την απάντηση, και χάρισε το ένα τρίτο του βασιλείου του στη κόρη του σαν ανταμοιβή.
-Εγώ σε αγαπώ σαν την ίδια τη ζωή μου, που θα την έδινα ευχαρίστως για σένα πατέρα...είπε περήφανα και η δεύτερη του κόρη.
Και αυτή η απάντηση ενθουσίασε τον πατέρα, που έδωσε και στη δευτερότοκη το δεύτερο τρίτο του βασιλείου του.
Ήταν η σειρά της μικρότερης κόρης να του απαντήσει. Κι εκείνη είπε μόνο:
-Εγώ σε αγαπώ γλυκέ μου πατέρα, σαν το ψωμί και το αλάτι.
Αυτή η απόκριση φάνηκε άχαρη στο βασιλιά, και έγινε έξω φρενών.
-Τι;;; .....φώναξε.... τόση λίγη εκτίμηση μου έχεις, που με συγκρίνεις με τόσο τιποτένια πράγματα;;  Εξαφανίσου από το παλάτι μου, σε ξεγράφω κι εγώ από κόρη μου.
Έβαλε λοιπόν τους δούλους με τα σκυλιά του, να συνοδέψουν τη βασιλοπούλα έξω από το βασίλειο, και δήλωσε ότι τη ξεγράφει.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες τριγυρνούσε μέσα στο δάσος, το άτυχο κορίτσι, και τρεφόταν με αγριοφράουλες και κούρνιαζε πάνω στα δέντρα για να κοιμηθεί.
Ένα πρωί ξύπνησε τρομαγμένη από τα γαβγίσματα μιας ομάδας κυνηγόσκυλων. Την είχαν μυριστεί και έδιναν σήμα στο αφεντικό τους για το θήραμα. Σε λίγο κατέφθασε και το αφεντικό τους, που δεν ήταν άλλος από το βασιλόπουλο του κοντινού βασιλείου, με του πατέρα της. Ετοίμασε το τόξο του, πέρασε σαΐτα και ήταν έτοιμος να στοχεύσει όταν, αντιλήφθηκε ότι το θήραμα, ήταν ένα κορίτσι. Μόλις είδε το κοριτσίστικο πρόσωπο μέσα στα κλαριά, τα έχασε. Γρήγορα όμως συνήλθε και είπε στη κοπέλα να κατέβει. 
-Ποια είσαι, και τι έκανες επάνω στο δέντρο;;....τη ρώτησε.
Η δύστυχη βασιλοπούλα, του είπε:
-Είμαι η τρίτη κόρη του βασιλιά, του βασιλείου που συνορεύει με το δικό σου. 
Και του εξιστόρησε τα συμβάντα. 
Όση ώρα μιλούσε, το βασιλόπουλο θαύμαζε την ομορφιά της και νευρίασε με την άδικη συμπεριφορά του πατέρα της. Τη πήρε μαζί του στο παλάτι, και τη φιλοξένησε με τιμές.
Σιγά-σιγά γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν. Γρήγορα γιόρτασε όλο το βασίλειο τους γάμους τους.
Την ημέρα του γάμου, έπειτα από τη τελετή, έγινε ένα τεράστιο γλέντι με καλεσμένους τους πάντες. Όλοι οι βασιλιάδες ήταν καλεσμένοι, μαζί και ο πατέρας της. Εκείνος όμως δεν ήρθε, και αντί για αυτόν, ήρθε  κάποιος, που  έφερε και τα νέα του διπλανού βασιλείου.
-Έτσι που λέτε, οι δύο κόρες άρπαξαν και το μερτικό του πατέρα τους και το μοιράστηκαν μεταξύ τους. Βασιλεύουν οι ίδιες τώρα, και το γέρο βασιλιά τον πέταξαν στο δρόμο, γιατί τις ενοχλούσε. Έτσι πεινασμένος γυρίζει εδώ κι εκεί, μια και δεν έχει τίποτα δικό του, και για να φάει ζητιανεύει.
Η νέα βασίλισσα σαν τα άκουσε αυτά τα μαντάτα, έβαλε τα κλάματα για τη κατάντια του πατέρα της. Ρώτησε πού μπορούσε να βρει το γέρο βασιλιά, αλλά κανείς δεν ήξερε πού.
Την άλλη μέρα, ζήτησε από τον άντρα της, να στείλει ανθρώπους παντού, και όπου έβλεπαν ζητιάνο, να τον οδηγούσαν μπροστά της. Κι εκείνος καταλαβαίνοντας το πόνο της το έκανε πράξη αμέσως.
Είδε όλους τους ζητιάνους που της έφεραν, αλλά μάταια. Και πάνω που άρχισε να απελπίζεται, της έφεραν και έναν γέρο, που περπατούσε φοβισμένα και κουρασμένα με σκυμμένο κεφάλι.
Η βασίλισσα τον γνώρισε αμέσως. Μα κράτησε τα δάκρυα της. Κάθισε το γέρο στο τραπέζι και τον φίλεψε ψωμί και αλάτι με τα ίδια της τα χέρια.
Σαν τα είδε ο γέρος, έμεινε να τα κοιτά και δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια του.
-Σε ευχαριστώ υψηλοτάτη, γι' αυτό το κομμάτι το ψωμί και το αλάτι που με φιλεύεις. Είναι τα πολυτιμότερα πράγματα στο κόσμο, και το έμαθα πάνω στη καμπούρα μου.
-Έχεις δίκιο,...αποκρίθηκε η βασίλισσα....το ίδιο πιστεύω κι εγώ, ....μα σαν το είπα στον πατέρα μου, εκείνος έβαλε τους δούλους του και τα σκυλιά του, να με κυνηγήσουν μέσα στα δάση.
Εκείνη τη στιγμή ο γερο-πατέρας, γνώρισε τη κόρη του. Και κλαίγοντας έπεσε στα πόδια της.
Μα εκείνη τον αγκάλιασε, του μίλησε τρυφερά, και του γνώρισε τον άντρα της. Του είπε ακόμα ότι γρήγορα θα γινόταν παππούς, και το εγγονάκι του αλλά και εκείνοι, τον χρειάζονταν κοντά τους. Έτσι έζησαν όλοι μαζί στο παλάτι. 
Γρήγορα, αποφάσισαν να βάλουν τη τάξη και στο διπλανό βασίλειο, μια και οι αδελφές της, τρώγονταν τώρα μεταξύ τους, για να διώξει η μία την άλλη και να κάνει το βασίλειο δικό της όποια κέρδιζε. Στις μάχες που ακολούθησαν, σκοτώθηκαν και οι δύο αδελφές, αμετανόητες για το κακό που έκαναν, και για τη ψευτιά τους. Τα δύο βασίλεια έγιναν ένα, και έκτοτε έζησαν όλοι καλά κι ευτυχισμένοι.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...