Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Η μαγεμένη μηλιά!!! [Παραμύθι από τη Πολωνία]

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια φτωχιά γυναίκα, που είχε ένα μοναχογιό, που τον έλεγαν Βλαντισλάβ.
Μια μέρα η γυναίκα πήγε στο δάσος να μαζέψει αγριοφράουλες, και γέμισε ένα κοφίνι. Σαν γύριζε στο σπίτι, αντάμωσε μια γριούλα που της είπε:
-Να χαρείς καλή μου γυναίκα, δώσε μου το κοφίνι με τις αγριοφράουλες. Θα σου χρωστώ χάρη και θα δείξω στο γιο σου το δρόμο της ευτυχίας.
Η γυναίκα έδωσε αμέσως το κοφίνι, και η γριά τις έφαγε όλες. Ύστερα είπε:
-Να θυμάσαι αυτό....σαν ο γιος σου μάθει μια τέχνη, που θα του αρέσει, θα σε γεμίσει χαρά, θα είναι χρήσιμος στους άλλους και θα είναι κι ο ίδιος ευτυχισμένος.
Αυτά είπε και χάθηκε...Η γυναίκα γύρισε σπίτι, συλλογισμένη για το ποια τέχνη να άρεσε στο γιο της.
Ύστερα από λίγες μέρες, πήγε στο ράφτη και του είπε:
-Πες μου μάστορα, ποια είναι η πιο καλή τέχνη στο κόσμο;;
-Του ράφτη, αυτό είναι σίγουρο!
Έτσι η γυναίκα έστειλε το γιο της να μάθει να ράβει.
Ο Βλαντισλάβ έπειτα από ένα μήνα, γύρισε σπίτι και είπε στη μάνα του:
-Δε μου αρέσει η δουλειά αυτή. Πρέπει να κάνεις φορεσιές χρυσές για τους πλούσιους, μα οι φτωχοί είναι ντυμένοι με κουρέλια.
-Καλά, αποκρίθηκε εκείνη. Κάτι άλλο θα βρούμε.
Πήγε στη συνέχεια και ρώτησε το παπουτσή, ποια τέχνη ήταν η καλύτερη. Κι εκείνος της αποκρίθηκε ότι η καλύτερη τέχνη είναι του παπουτσή. Έτσι έστειλε το γιο της να μάθει να φτιάχνει παπούτσια.
Μα έπειτα από ένα μήνα, ο Βλαντισλάβ, γύρισε σπίτι λέγοντας:
-Δεν είναι ωραίο να είσαι παπουτσής. Φτιάχνεις τα ωραιότερα παπούτσια και τα παίρνουν μόνο οι πλούσιοι. Οι φτωχοί περπατούν ξυπόλητοι.
-Καλά αποκρίθηκε εκείνη, κάτι άλλο θα βρούμε.
Μια μέρα συνάντησε ένα καβαλάρη, και τον ρώτησε κι αυτόν για το ποια τέχνη ήταν η πιο σημαντική.
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
-Του οπλοποιού φυσικά.
Μα έπειτα από ένα μήνα πάλι ο νέος γύρισε στο σπίτι λέγοντας:
-Δε μου αρέσει. Πρέπει να φτιάχνω όπλα, και για τους εχθρούς και για τους φίλους. Χωρίς διάκριση.
Για τον οπλοποιό όλοι είναι το ίδιο. Κι αυτό δεν είναι σωστό.
Αυτή τη φορά η μάνα του θύμωσε, και του είπε:
-Αφού δε σου αρέσει τίποτα, να πας να ξαναβόσκεις αγελάδες.
Ο Βλαντισλάβ φύλαγε τις αγελάδες στη βοσκή, τραγουδούσε, έφτιαχνε τσαμπούνες από καλάμια και ήταν πολύ ευχαριστημένος. Μια μέρα που ήταν έξω στα χωράφια, είδε να βγαίνει καπνός από κάτι χαμόκλαδα. Έτρεξε και είδε μια άσπρη πέτρα, τριγυρισμένη από τη φωτιά, και πάνω της μια μεγάλη σαύρα, που πήγαινε φοβισμένη μια μπροστά και μια πίσω. Ο Βλαντισλάβ της άπλωσε ένα ραβδί και η σαύρα σκαρφάλωσε στη στιγμή επάνω, και βγήκε. Αμέσως άλλαξε μορφή, και έγινε η γνωστή μας γριούλα.
-Μπράβο παιδί μου!!! Θέλω να βγάλω την υποχρέωση, και θα σου δείξω το δρόμο της ευτυχίας, γιατί αποδείχθηκε ότι το αξίζεις! Μη φοβάσαι για τα ζωντανά σου, θα τα προσέχουν οι σαύρες μου.
Η γριά τον πήγε σε μια βαθιά και σκοτεινή σπηλιά, κι εκεί υπήρχαν δύο πανέρια. Το ένα ήταν γεμάτο με μεγάλα κόκκινα ρουμπίνια, και το δεύτερο γεμάτο γαλάζια ζαφείρια. Μπροστά τους ήταν μια μηλιά με χρυσά μήλα.
-Διάλεξε ότι θέλεις. Αν πάρεις τα ρουμπίνια, θα είσαι ο πιο όμορφος άνθρωπος στο κόσμο. Αν πάρεις τα ζαφείρια θα είσαι ο πιο πλούσιος. Αν πάρεις τη μηλιά, θα μείνεις φτωχός, μα θα είσαι πάντα χαρούμενος, η μάνα σου ευτυχισμένη, και θα είσαι φοβερά χρήσιμος και αγαπητός στους άλλους.
Χωρίς δισταγμό ο νέος, διάλεξε τη μηλιά.
-Καλά έκανες παιδί μου! Δεν είναι μια οποιαδήποτε μηλιά αυτή...Κάθε πρωί βγάζει χρυσά μπουμπούκια, και κάθε βράδυ τα μπουμπούκια γίνονται χρυσά μήλα. Κι αυτά μπορούν να γιατρέψουν κάθε αρρώστια. Αλλά εσύ πρέπει να γιατρεύεις από αγάπη, κι όχι για το κέρδος.
Το παλικάρι φύτεψε τη μηλιά, μπροστά στο παράθυρο του, και τη πρώτη κιόλας μέρα, γιάτρεψε όλους τους άρρωστους του χωριού. Πολύ γρήγορα μαζευόταν κόσμος από παντού, και το όνομα του έγινε γνωστό σε όλους. Ο βασιλιάς του βασιλείου, αρρώστησε και ο Γερμανός γιατρός του δε μπόρεσε να τον κάνει καλά, ο Γάλλος τον έκανε χειρότερα, και ο Τούρκος γιατρός που είχε, χάλασε ότι είχαν φτιάξει οι άλλοι δύο.
Αμέσως ο βασιλιάς έδωσε εντολή, να πάνε στο σπίτι του Βλαντισλάβ, να ξεριζώσουν τη μηλιά, και στη συνέχεια να τη φυτέψουν στο κήπο του παλατιού, για να είναι σίγουρος ότι θα είναι πάντα καλά.
Οι δούλοι εκτέλεσαν αμέσως τις εντολές του βασιλιά τους.
Ο δόλιος ο Βλαντισλάβ δε μπορούσε να κάνει τίποτα. Το μόνο που μπόρεσε ήταν να ξεκινήσει να βρει τη γριούλα. Όταν έφτασε στη σπηλιά, η γριά τον περίμενε γνωρίζοντας από πριν τι είχε γίνει.
-Δεν έχω άλλες μηλιές να σου δώσω. Μπορώ όμως να σου δώσω αυτά τα αχλάδια, που θα σε βοηθήσουν να πάρεις τη μηλιά σου πίσω. Θυμήσου, τα γαλάζια αχλάδια μεγαλώνουν τις μύτες του κόσμου, τα κίτρινα τις μικραίνουν, τα πράσινα βγάζουν κέρατα και τα κόκκινα τα κάνουν να χάνονται.
Ο νεαρός στήθηκε έξω από το παλάτι, και τα αχλάδια ήταν τόσο λαχταριστά, που αγόρασαν όλοι, ακόμα και ο βασιλιάς. Έπειτα από λίγη ώρα, όλοι άρχισαν να νοιώθουν πόνους, να μεγαλώνουν οι μύτες τους και να βγάζουν κέρατα. Ο βασιλιάς μάλιστα από τα κέρατα που του είχαν φυτρώσει δε μπορούσε να μπει στην αίθουσα του θρόνου. Κατάλαβαν όλοι ότι τα αχλάδια είναι μαγεμένα. Και όταν ο Βλαντισλάβ παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά, απαίτησε με θάρρος να του επιστραφεί η μηλιά που του έκλεψε. Τότε μόνο θα τους γιάτρευε.
Ο βασιλιάς σκέφτηκε, ότι δεν τον ενδιέφερε πλέον, γιατί η μηλιά στο κήπο του κόντευε να ξεραθεί. Οπότε δεν έχανε και κάτι. Ούτε ένα μήλο δεν είχε βγει, από τότε που τη φύτεψαν.
Από την άλλη θα τον περιγελούσαν όλοι, και δεν θα μπορούσε να βασιλεύει, με τα κέρατα στο κεφάλι του. Έτσι υπέγραψε ένα διάταγμα, που έλεγε ότι στο εξής, κανείς δε θα ενοχλούσε το Βλαντισλάβ, και του έδωσε τη μηλιά του πίσω. Πήραν τα αχλάδια της γιατρειάς τους, και ο νέος έφυγε με το δέντρο.
Μέσα σε λίγες μέρες το δέντρο φούντωσε, οι κλώνοι φορτώθηκαν, κι ο Βλαντισλάβ, άρχισε πάλι να γιατρεύει το κόσμο. Δε πλούτισε ποτέ... μα ήταν πάντα τόσο αγαπητός κι ευτυχισμένος, που είχε πάντα ότι επιθυμούσε η καρδιά του!!!


1 σχόλιο:

  1. ...είχε πάντα ότι ποθούσε η καρδιά του! Μήπως δεν είναι αυτό το πραγματικό νόημα της ζωής;;;
    Καλό εβδομάδα

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...