Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Ο προεστός και ο διάβολος!!!

Μια φορά κι ένα καιρό, ο προεστός ενός χωριού πήγαινε στο παζάρι, στη κοντινή πολιτεία, με το κάρο του. Στο δρόμο αντάμωσε το διάβολο, που είχε έρθει από τη Πύλη που οδηγούσε στο Κάτω Κόσμο, για δουλειές του.
-Με παίρνεις μαζί σου στο κάρο σου;;..ρώτησε ο διάβολος.
-Πήδα επάνω διάβολε μου, είπε ο προεστός, και του έκανε τόπο να καθίσει δίπλα του.
Ο προεστός στη πραγματικότητα, ποτέ δεν έπαιρνε κανένα στο κάρο του. Το διάβολο όμως τον φοβόταν.
Και ήθελε να του είναι αρεστός.
Σε λίγο αντάμωσαν ένα γέρο που πάσχιζε να διώξει από το δρόμο ένα γουρούνι.
-Ο διάβολος να σε πάρει παλιογούρουνο.... φώναξε ο γέρος στη προσπάθεια του.
-Έλα, ..τρέχα να πάρεις το χοιρομέρι σου!...είπε ο προεστός στο διάβολο.
-Και γιατί να τρέξω;;.. ο γέρος δεν το έλεγε με τη καρδιά του...άρα δεν έχω κανένα λόγο.
Εξακολούθησαν το δρόμο τους, και ξαφνικά ένα παιδί πετάχτηκε μπροστά τους, και παραλίγο να το σκοτώσουν με το κάρο. Η μητέρα του τρομαγμένη έτρεξε, και βουτώντας το παιδί του λέει....
-Ο διάβολος να σε πάρει παλιόπαιδο. Δε με ακούς και θα σκοτωθείς στο τέλος.
-Ορίστε...., λέει ο προεστός,...πάρε το παιδί.
-Και γιατί να πάρω το παιδί;;
-Μα στο δίνει η ίδια του η μάνα....
-Δεν το εννοεί.... απαντά ο διάβολος. Απλά τρόμαξε, και γι'αυτό το είπε. Δεν είναι μέσα από τη καρδιά της.
Προχώρησαν, και λίγα μέτρα πριν τη πολιτεία, αντάμωσαν μια γριά. Η γριά τους κοίταξε, και μόλις είδε τον προεστό, θυμήθηκε ότι της είχε αρπάξει τη μοναδική της κατσίκα, γιατί είχε βοσκήσει παράνομα λίγο χορταράκι, στο χωράφι του προεστού.
Και τότε η γριά, φωνάζει με όλη της τη δύναμη.
-Ο διάβολος να σε πάρει προεστέ, που εκμεταλλεύεσαι τους φτωχούς, είσαι τσιγκούνης και άπονος, και δε βοηθάς κανένα. Να σε πάρει που γέλασες εμένα τη φτωχή.
-Τώρα μάλιστα!....λέει ο διάβολος.... Αυτή ήταν ευχή από καρδιάς. Και πραγματικό αντίτιμο, για τις επιλογές σου!
Και πριν προλάβει να βγάλει ο προεστός άχνα, τον βούτηξε από το λαιμό και τον πήρε μαζί του στη Κόλαση!
Και κανείς μα κανείς, δεν τον έκλαψε!!!!!


Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Ο φτωχός ζευγάς!!!

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας φτωχός ζευγάς. Ένα πρωί σαν ξύπνησε, σκέφτηκε αγανακτισμένος. 
-''Κάτι πρέπει να κάνω να αποκτήσω χρήματα. Δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ στο χωράφι μου, και παρόλα αυτά, εξακολουθώ να πεινάω, και δεν μου περισσεύουν ούτε για να βάλω ένα ρούχο πάνω μου. Τελείωσε..... βαρέθηκα πια''.
Έτσι σκέφτηκε κι έτσι έκανε. Πήρε λοιπόν το δρόμο και το στρατί, και εκεί που προχωρούσε, βρίσκει κάτω στο χώμα, πέντε χρυσές λίρες.
Τι απρόσμενη τύχη ήταν αυτή;;
Γεμάτος χαρά, τις μάζεψε ευχαριστημένος για τη καλή αρχή.
-Μέχρι το βράδυ σκέφτηκε, πρέπει να έχω ένα σακί γεμάτο. Δε θέλω τίποτα άλλο.
Δε πέρασε πολλή ώρα, κι έφτασε σε μια πολιτεία.
Μπήκε σε ένα καφενέ, για να πιει καφέ. Ο καφετζής όμως, μόλις τον είδε κουρελή, τον κοίταξε καχύποπτα. Οπότε του λέει με θράσος:
-Και γιατί να σου φτιάξω καφέ;;.. Φαίνεται στη στιγμή, πως είσαι κουρελής και δε πρόκειται ούτε να με πληρώσεις. Άσε που οι κουρελήδες μου δυσφημούν το μαγαζί.
Ο ζευγάς χαμογέλασε..... στη συνέχεια έβγαλε μια λίρα, και την έδωσε στο καφετζή... Ο καφετζής τα έχασε και τον κοίταξε με δυσπιστία, ρωτώντας...
-Και πού θα βρω ρέστα από τόσο μεγάλο νόμισμα εγώ,  να σου τα δώσω;;
-Και ποιος σου είπε ότι θέλω ρέστα;....Κράτησε τα για το κόπο σου!!!
Από εκείνη τη στιγμή, ο καφετζής ''τσακίστηκε'' να του κάνει τεμενάδες, και να τρέξει γρήγορα να του φέρει το καφέ του...
Συγχρόνως σκεφτόταν:
-''Να δεις, που είναι ο γιος του βασιλιά μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο, και παραλίγο να κάνω μεγάλη γκάφα, νομίζοντας ότι είναι φτωχός..''
Μα την ίδια σκέψη έκαναν και οι υπόλοιποι, που ήταν μέσα στο καφενέ, και παρακολούθησαν τη σκηνή από την αρχή.
Ο ζευγάς, ήπιε το καφέ του, και φώναξε το καφετζή
-Ποιος είναι ο πιο πλούσιος της πολιτείας;; τον ρώτησε
-Ο νοικοκύρης των λουτρών, αφέντη.... του απάντησε με δουλοπρέπεια..
-Καλά...είπε ο ζευγάς. Τώρα θα πάω στα λουτρά. Κι άκου, στείλε μου το μεσημέρι, ένα καφέ κι ένα τσιμπούκι. Πρόσταξε και το μπαρμπέρη, να έρθει να με ξυρίσει, και να με κουρέψει, και πες στο κάπελα να μου φέρει φαγητό.
Ο καφετζής του έταξε, ότι οι εντολές του θα εκτελεστούν, ...και ο ζευγάς πήγε στα λουτρά.
Μα στο κατώφλι, ήταν ο νοικοκύρης, και βλέποντας τον κουρελή, με κακία και απονιά,  δεν τον άφησε να μπει.
-Οι φτωχοί έχουν το ποτάμι. Αυτά τα λουτρά, είναι μόνο για τους άρχοντες, του φώναξε με αηδία και του έκλεισε κατάμουτρα τη πόρτα.
Ο ζευγάς, χαμογέλασε και έκατσε στα σκαλοπάτια.
Σε λίγο βγήκε ο μπράβος του νοικοκύρη, και του φώναξε άγρια:
-Οι ζητιάνοι δεν μπορούν να κάθονται εδώ...Φύγε γρήγορα....δρόμο..
Εκείνη τη στιγμή, σήμανε μεσημέρι και να,  που έφτασε τρεχάτος ο καφετζής, κρατώντας ένα δίσκο με το καφέ και το τσιμπούκι. Από πίσω ο μπαρμπέρης με τα σύνεργα του, και τον ακολουθούσε ο κάπελας, με αχνιστό φαγητό. Και όλοι, του έκαναν τεμενάδες. Ο μπράβος κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα.
Τότε ο καφετζής πρόλαβε και του ψιθύρισε, ότι ο ζητιάνος ήταν το βασιλόπουλο μασκαρεμένο. 
Αμέσως ο μπράβος, με όση γλυκύτητα διέθετε, κάλεσε το ζευγά να μπει στα λουτρά, και έτρεξε στο αφεντικό του να του πει τα νέα.
Το αφεντικό του, τρόμαξε πολύ σαν άκουσε τα μαντάτα που του έφερε ο δούλος του.
-Ω συμφορά μου! Τι θα γίνω τώρα;... Ο γιος του βασιλιά θα με πετάξει, σίγουρα, στη φυλακή και μπορεί να μου πάρει και το κεφάλι...
Ανάμεσα στα κλαψουρίσματα...του ήρθε η ιδέα....
Έτρεξε στη στιγμή, και γέμισε ένα μεγάλο σακί, με χρυσές λίρες. Έπειτα παρουσιάστηκε στο ζευγά, και άρχισε να του ζητάει συγγνώμη για τη συμπεριφορά του. Προσπάθησε να μη του δείξει ότι γνώριζε ποιος ήταν, για να μη κατηγορηθεί για ψεύτικη μεταμέλεια.
Ο ζευγάς, ξυρισμένος και χορτάτος, καθαρός και πίνοντας το καφέ του και καπνίζοντας το τσιμπούκι του, δέχθηκε τη συγγνώμη του αφεντικού των λουτρών, καθώς και το δώρο που του έκανε. Στη συνέχεια με το σακί του στα χέρια, έφυγε από τη πολιτεία, παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού.
Όταν πλησίαζε στο σπίτι του, σταμάτησε στο σημείο που είχε βρει τις λίρες το πρωί. Έβγαλε από το σακί του πέντε λίρες και τις άφησε χάμω.
Γύρισε στο σπίτι του, αύξησε τη γη του, και συνέχισε να δουλεύει, άνετος και πλούσιος πια.
Σε όποιον τον ρωτούσε πώς έγινε τόσο γρήγορα πλούσιος, απαντούσε:
-Εύκολα....βρίσκεις το πρωί πέντε λίρες στο δρόμο, και το βράδυ γυρίζεις με ένα σακί!!
Λίγο η τύχη, λίγο η ευκολοπιστία, χωρίς να πεις κανένα ψέμα εσύ, απλά με χαμόγελο και υπομονή, γυρίζει η ζωή και σου χαμογελά κι αυτή! Αλλά πάντα πρέπει να πληρώνεις το χρέος  σου στη ζωή, και στη τύχη που σε ευνόησε!!!

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Η μαγεμένη μηλιά!!! [Παραμύθι από τη Πολωνία]

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια φτωχιά γυναίκα, που είχε ένα μοναχογιό, που τον έλεγαν Βλαντισλάβ.
Μια μέρα η γυναίκα πήγε στο δάσος να μαζέψει αγριοφράουλες, και γέμισε ένα κοφίνι. Σαν γύριζε στο σπίτι, αντάμωσε μια γριούλα που της είπε:
-Να χαρείς καλή μου γυναίκα, δώσε μου το κοφίνι με τις αγριοφράουλες. Θα σου χρωστώ χάρη και θα δείξω στο γιο σου το δρόμο της ευτυχίας.
Η γυναίκα έδωσε αμέσως το κοφίνι, και η γριά τις έφαγε όλες. Ύστερα είπε:
-Να θυμάσαι αυτό....σαν ο γιος σου μάθει μια τέχνη, που θα του αρέσει, θα σε γεμίσει χαρά, θα είναι χρήσιμος στους άλλους και θα είναι κι ο ίδιος ευτυχισμένος.
Αυτά είπε και χάθηκε...Η γυναίκα γύρισε σπίτι, συλλογισμένη για το ποια τέχνη να άρεσε στο γιο της.
Ύστερα από λίγες μέρες, πήγε στο ράφτη και του είπε:
-Πες μου μάστορα, ποια είναι η πιο καλή τέχνη στο κόσμο;;
-Του ράφτη, αυτό είναι σίγουρο!
Έτσι η γυναίκα έστειλε το γιο της να μάθει να ράβει.
Ο Βλαντισλάβ έπειτα από ένα μήνα, γύρισε σπίτι και είπε στη μάνα του:
-Δε μου αρέσει η δουλειά αυτή. Πρέπει να κάνεις φορεσιές χρυσές για τους πλούσιους, μα οι φτωχοί είναι ντυμένοι με κουρέλια.
-Καλά, αποκρίθηκε εκείνη. Κάτι άλλο θα βρούμε.
Πήγε στη συνέχεια και ρώτησε το παπουτσή, ποια τέχνη ήταν η καλύτερη. Κι εκείνος της αποκρίθηκε ότι η καλύτερη τέχνη είναι του παπουτσή. Έτσι έστειλε το γιο της να μάθει να φτιάχνει παπούτσια.
Μα έπειτα από ένα μήνα, ο Βλαντισλάβ, γύρισε σπίτι λέγοντας:
-Δεν είναι ωραίο να είσαι παπουτσής. Φτιάχνεις τα ωραιότερα παπούτσια και τα παίρνουν μόνο οι πλούσιοι. Οι φτωχοί περπατούν ξυπόλητοι.
-Καλά αποκρίθηκε εκείνη, κάτι άλλο θα βρούμε.
Μια μέρα συνάντησε ένα καβαλάρη, και τον ρώτησε κι αυτόν για το ποια τέχνη ήταν η πιο σημαντική.
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
-Του οπλοποιού φυσικά.
Μα έπειτα από ένα μήνα πάλι ο νέος γύρισε στο σπίτι λέγοντας:
-Δε μου αρέσει. Πρέπει να φτιάχνω όπλα, και για τους εχθρούς και για τους φίλους. Χωρίς διάκριση.
Για τον οπλοποιό όλοι είναι το ίδιο. Κι αυτό δεν είναι σωστό.
Αυτή τη φορά η μάνα του θύμωσε, και του είπε:
-Αφού δε σου αρέσει τίποτα, να πας να ξαναβόσκεις αγελάδες.
Ο Βλαντισλάβ φύλαγε τις αγελάδες στη βοσκή, τραγουδούσε, έφτιαχνε τσαμπούνες από καλάμια και ήταν πολύ ευχαριστημένος. Μια μέρα που ήταν έξω στα χωράφια, είδε να βγαίνει καπνός από κάτι χαμόκλαδα. Έτρεξε και είδε μια άσπρη πέτρα, τριγυρισμένη από τη φωτιά, και πάνω της μια μεγάλη σαύρα, που πήγαινε φοβισμένη μια μπροστά και μια πίσω. Ο Βλαντισλάβ της άπλωσε ένα ραβδί και η σαύρα σκαρφάλωσε στη στιγμή επάνω, και βγήκε. Αμέσως άλλαξε μορφή, και έγινε η γνωστή μας γριούλα.
-Μπράβο παιδί μου!!! Θέλω να βγάλω την υποχρέωση, και θα σου δείξω το δρόμο της ευτυχίας, γιατί αποδείχθηκε ότι το αξίζεις! Μη φοβάσαι για τα ζωντανά σου, θα τα προσέχουν οι σαύρες μου.
Η γριά τον πήγε σε μια βαθιά και σκοτεινή σπηλιά, κι εκεί υπήρχαν δύο πανέρια. Το ένα ήταν γεμάτο με μεγάλα κόκκινα ρουμπίνια, και το δεύτερο γεμάτο γαλάζια ζαφείρια. Μπροστά τους ήταν μια μηλιά με χρυσά μήλα.
-Διάλεξε ότι θέλεις. Αν πάρεις τα ρουμπίνια, θα είσαι ο πιο όμορφος άνθρωπος στο κόσμο. Αν πάρεις τα ζαφείρια θα είσαι ο πιο πλούσιος. Αν πάρεις τη μηλιά, θα μείνεις φτωχός, μα θα είσαι πάντα χαρούμενος, η μάνα σου ευτυχισμένη, και θα είσαι φοβερά χρήσιμος και αγαπητός στους άλλους.
Χωρίς δισταγμό ο νέος, διάλεξε τη μηλιά.
-Καλά έκανες παιδί μου! Δεν είναι μια οποιαδήποτε μηλιά αυτή...Κάθε πρωί βγάζει χρυσά μπουμπούκια, και κάθε βράδυ τα μπουμπούκια γίνονται χρυσά μήλα. Κι αυτά μπορούν να γιατρέψουν κάθε αρρώστια. Αλλά εσύ πρέπει να γιατρεύεις από αγάπη, κι όχι για το κέρδος.
Το παλικάρι φύτεψε τη μηλιά, μπροστά στο παράθυρο του, και τη πρώτη κιόλας μέρα, γιάτρεψε όλους τους άρρωστους του χωριού. Πολύ γρήγορα μαζευόταν κόσμος από παντού, και το όνομα του έγινε γνωστό σε όλους. Ο βασιλιάς του βασιλείου, αρρώστησε και ο Γερμανός γιατρός του δε μπόρεσε να τον κάνει καλά, ο Γάλλος τον έκανε χειρότερα, και ο Τούρκος γιατρός που είχε, χάλασε ότι είχαν φτιάξει οι άλλοι δύο.
Αμέσως ο βασιλιάς έδωσε εντολή, να πάνε στο σπίτι του Βλαντισλάβ, να ξεριζώσουν τη μηλιά, και στη συνέχεια να τη φυτέψουν στο κήπο του παλατιού, για να είναι σίγουρος ότι θα είναι πάντα καλά.
Οι δούλοι εκτέλεσαν αμέσως τις εντολές του βασιλιά τους.
Ο δόλιος ο Βλαντισλάβ δε μπορούσε να κάνει τίποτα. Το μόνο που μπόρεσε ήταν να ξεκινήσει να βρει τη γριούλα. Όταν έφτασε στη σπηλιά, η γριά τον περίμενε γνωρίζοντας από πριν τι είχε γίνει.
-Δεν έχω άλλες μηλιές να σου δώσω. Μπορώ όμως να σου δώσω αυτά τα αχλάδια, που θα σε βοηθήσουν να πάρεις τη μηλιά σου πίσω. Θυμήσου, τα γαλάζια αχλάδια μεγαλώνουν τις μύτες του κόσμου, τα κίτρινα τις μικραίνουν, τα πράσινα βγάζουν κέρατα και τα κόκκινα τα κάνουν να χάνονται.
Ο νεαρός στήθηκε έξω από το παλάτι, και τα αχλάδια ήταν τόσο λαχταριστά, που αγόρασαν όλοι, ακόμα και ο βασιλιάς. Έπειτα από λίγη ώρα, όλοι άρχισαν να νοιώθουν πόνους, να μεγαλώνουν οι μύτες τους και να βγάζουν κέρατα. Ο βασιλιάς μάλιστα από τα κέρατα που του είχαν φυτρώσει δε μπορούσε να μπει στην αίθουσα του θρόνου. Κατάλαβαν όλοι ότι τα αχλάδια είναι μαγεμένα. Και όταν ο Βλαντισλάβ παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά, απαίτησε με θάρρος να του επιστραφεί η μηλιά που του έκλεψε. Τότε μόνο θα τους γιάτρευε.
Ο βασιλιάς σκέφτηκε, ότι δεν τον ενδιέφερε πλέον, γιατί η μηλιά στο κήπο του κόντευε να ξεραθεί. Οπότε δεν έχανε και κάτι. Ούτε ένα μήλο δεν είχε βγει, από τότε που τη φύτεψαν.
Από την άλλη θα τον περιγελούσαν όλοι, και δεν θα μπορούσε να βασιλεύει, με τα κέρατα στο κεφάλι του. Έτσι υπέγραψε ένα διάταγμα, που έλεγε ότι στο εξής, κανείς δε θα ενοχλούσε το Βλαντισλάβ, και του έδωσε τη μηλιά του πίσω. Πήραν τα αχλάδια της γιατρειάς τους, και ο νέος έφυγε με το δέντρο.
Μέσα σε λίγες μέρες το δέντρο φούντωσε, οι κλώνοι φορτώθηκαν, κι ο Βλαντισλάβ, άρχισε πάλι να γιατρεύει το κόσμο. Δε πλούτισε ποτέ... μα ήταν πάντα τόσο αγαπητός κι ευτυχισμένος, που είχε πάντα ότι επιθυμούσε η καρδιά του!!!


Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

Η κορώνα από δροσιά!!!

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας δυνατός βασιλιάς, σε μακρινό τόπο, που είχε μια μοναχοκόρη.
Ήταν πολύ όμορφη, μα σαν μοναχοκόρη, ήταν κακομαθημένη και ήθελε πάντα να γίνεται ότι της άρεσε. Με λίγα λόγια, ήταν η πιο περήφανη βασιλοπούλα του κόσμου. Φορούσε μόνο φίνες μεταξωτές φορεσιές, κεντημένες με χρυσούς δράκους, γαλάζιες θάλασσες και τριανταφυλλί σύννεφα, καθώς και τα πιο ακριβά στολίδια από χρυσάφι, ασήμι, διαμάντια, και νεφρίτη.
Στα μαλλιά της, είχε φουρκέτες με μαργαριτάρια και ρουμπίνια, και παρόλο που είχε όλα τα καλά, δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένη.
Πάντα ήθελε να αποκτά ότι δεν είχε κανένας άλλος. 
Μια μέρα, περπατούσε στο περιβόλι, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος. Η πρωινή δροσιά, ήταν ακόμα πάνω στα φύλλα και στα λουλούδια. Και σαν ο ήλιος σηκώθηκε πάνω από τα δέντρα, οι δροσοσταλίδες άστραφταν, σαν ατίμητα και καθαρά πετράδια.
Εκείνη τη στιγμή, το περιβόλι του βασιλιά, έλαμπε πιο πολύ κι από το θησαυροφυλάκιο που είχαν το χρυσάφι. Η βασιλοπούλα κιτρίνισε από το κακό της. Δεν ήταν δυνατό τα λουλούδια να είχαν πιο όμορφα στολίδια από τα δικά της.
Έτρεξε μανιασμένη στο παλάτι. Πήγε στο πατέρα της κλαίγοντας, και του φώναξε:
-Θέλω ένα περιδέραιο και μια κορώνα φτιαγμένα από δροσοσταλίδες.
Ο πατέρας της τα έχασε και μάταια πήγε να της πει, ότι αυτό δεν γινόταν. Η κόρη του όχι μόνο δεν τον άκουγε, αλλά έκλαιγε και φώναζε δυνατότερα.
Πήγε και κλείστηκε στο δωμάτιο της, και τα κλάματα της ακούγονταν όλη τη μέρα.
Ο βασιλιάς μη θέλοντας να είναι η κόρη του στενοχωρημένη, αποφάσισε να μεταφέρει το πρόβλημα αλλού. Διέταξε να έρθουν στο παλάτι όλοι οι χρυσικοί και οι τεχνίτες του βασιλείου.
Μόλις μαζεύτηκαν όλοι, τους πρόσταξε να φτιάξουν ένα περιδέραιο και μια κορώνα από δροσοσταλίδες, και τους έδωσε διορία τρεις ημέρες, αλλιώς θα τους έπαιρνε τη ζωή.
Κατά βάθος είχε την ελπίδα ότι η κόρη του, θα άλλαζε γνώμη. Σε τρεις ημέρες πολλά μπορεί να συνέβαιναν. Αλλά τουλάχιστον θα σταματούσε να κάνει φασαρία, κλαίγοντας και φωνάζοντας.
Φόβος και τρόμος απλώθηκε στο βασίλειο. 
Οι χρυσικοί και οι οικογένειες τους, έκλαιγαν τη μοίρα τους, και δεν τολμούσαν ούτε να το σκάσουν, γιατί ήξεραν ότι θα τους έβρισκαν όπου και να πήγαιναν.
Κανένας δεν είχε ακουστά για τέτοια στολίδια, και ούτε είχαν ιδέα πώς να τα φτιάξουν.
Προσπάθησαν να βάλουν και τις γυναίκες του παλατιού, να μιλήσουν στη βασιλοπούλα, ώστε να καταλάβει ότι ήταν άδικο να χάσουν τη ζωή τους. Αλλά μάταια. 
Εκείνη ήθελε αυτό που επιθυμούσε, θεωρούσε ότι η ζωή των χρυσικών δεν άξιζε αν δεν της έδιναν αυτό που τους είχε προστάξει ο πατέρας της.
Μέσα σε όλο αυτό το θρήνο, ένας γέρος χρυσικός καθόταν ήσυχος και χαμογελαστός.
Οι νεότεροι δεν του μιλούσαν πολύ, γιατί τον θεωρούσαν ξεπερασμένο, και με λιγότερες ικανότητες από τις δικές τους.
Κάποιος τον ρώτησε:
-Χαμογελάς γιατί είσαι ήδη γέρος, και δεν σε νοιάζει να πεθάνεις;;;
Κι εκείνος χαμογελαστός απάντησε:
-Όχι μόνο δε θα πεθάνω, αλλά θα μου χρωστάτε και όλοι τη ζωή σας.
Έφθασε η τρίτη μέρα, η τελευταία της διορίας, που θα έπρεπε να δώσουν απάντηση στο βασιλιά, ή να πεθάνουν.
Ξεκίνησαν όλοι μαζί, και μπροστά πήγαινε ο γέρος.
Μόλις έφθασαν στο παλάτι και παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και στη μοναχοκόρη του, ο γέρος υποκλίθηκε, και είπε:
-Βασιλιά μου, είμαι σε θέση να σου απαντήσω, ότι μπορώ να φτιάξω αυτό που ποθεί η καρδιά της όμορφης βασιλοπούλας μας. Υπάρχει όμως ένα μικρό πρόβλημα.
Οι πολύτιμες δροσοσταλίδες, είναι τόσο λεπτεπίλεπτες που κινδυνεύουν να καταστραφούν αν μαζευτούν από χέρια απλού θνητού. Μόνο τα βασιλικά χέρια της κόρης σου μπορούν να τις αγγίξουν και να τις μαζέψουν. Πρέπει να το κάνει η ίδια, και να μου τις δώσει, ώστε να της φτιάξω μετά τα υπέροχα κοσμήματα που ζήτησε.
Δίχως να το πολυσκεφτεί η βασιλοπούλα, συμφώνησε και το άλλο πρωί όλοι μαζί πήγαν στο περιβόλι. Κάθε φύλλο και κάθε λουλουδάκι ήταν σκεπασμένο από δροσιά. Μα σαν την άγγιζε η βασιλοπούλα, έλιωνε μέσα στα δάχτυλα της.
Η κοπέλα έτρεχε με πείσμα από φυτό σε φυτό, κι από λουλούδι σε λουλούδι, μέχρι που έκανε το γύρο του περιβολιού. Ο γέρος την περίμενε υπομονετικά. Η βασιλοπούλα πήγε κοντά του με τα χέρια άδεια. Ο γέρος τη κοίταζε στα μάτια με καλοσύνη, κι εκείνη έγινε κατακόκκινη για πρώτη φορά από ντροπή. Ζήτησε για πρώτη φορά συγγνώμη, κι ο γέρος της είπε:
-Είναι προτιμότερο να σκεφτόμαστε πρώτα, και να μαθαίνουμε ότι σε αυτή τη ζωή συμμετέχουμε.
Δε μας ανήκει τίποτα που δε πρέπει να μας ανήκει. Και δε θυσιάζουμε τίποτα χωρίς σκέψη, που δε πρέπει να θυσιαστεί. Είμαστε μέρη ενός συνόλου, και πρέπει να σεβόμαστε το κάθε τι.
Από τότε έμεινε κοντά στη κοπέλα, μέχρι το τέλος της ζωής του, και της δίδαξε τις αξίες της ζωής, και τη σεμνότητα του χαρακτήρα.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...