Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Το ασχημόπαπο

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ' ένα καταπράσινο αγρόκτημα μια πάπια. Καθόταν   σε μια μικρή φωλιά,κάπου μέσα στο αγρόκτημα αλλά κοντά στις καλαμιές της λίμνης, μακρυά από τα άλλα ζώα, για να έχει ησυχία, περιμένοντας να έρθει η ώρα να γεννήσει τα παπάκια της.  Κάθε μέρα καθόταν ώρες ολόκληρες πάνω στα αβγουλάκια, τα ζέσταινε και περίμενε πως και πως, να βγουν από μέσα τους τα μικρά της.
Ώσπου μια μέρα, τα αβγά άρχισαν να ραγίζουν κι από μέσα ξεπρόβαλαν όμορφα, κίτρινα πουλάκια. Η πάπια καμάρωνε τα παιδάκια της, αλλά κοιτούσε με ανησυχία ένα αβγό που δεν είχε ακόμα σπάσει.
Όταν έσπασε, από μέσα δε βγήκε ένα κίτρινο πουλάκι, όπως τα προηγούμενα! Η πάπια,  κοίταξε με περιέργεια αυτό το πλασματάκι που είχε γκρίζο τρίχωμα και ήταν πιο άσχημο απ τα άλλα .
-Βρε, λες, αυτό το αβγό να μην ήταν δικό μου; Σκεφτόταν η πάπια, καθώς καμάρωνε τα άλλα παιδιά της.-Μπα, αποκλείεται κι αυτό δικό μου είναι, απλά καθυστέρησε να βγει και είναι ταλαιπωρημένο. Θα φτιάξει με το καιρό, σκέφτηκε και αποφάσισε, να το αγαπάει κι αυτό, σαν τα υπόλοιπα παιδιά της.
Έτσι, όταν πέρασαν λίγες μέρες, η μητέρα πήρε τα  παπάκια  της και άρχισαν να τριγυρίζουν στο αγρόκτημα, για να τους μάθει το χώρο. 
Όλα τα παπάκια σεργιάνιζαν στη σειρά, πίσω από τη μαμά τους, που καμαρωτή, έδειχνε στα άλλα ζώα και στις φίλες της,  τα καμάρια της.
Περήφανη άκουγε τα σχόλια των άλλων, για το πόσο όμορφα ήταν τα παιδιά της, πόσο λαμπερό φτέρωμα είχαν, και τι ωραία και ζωηρά ήταν όλα τους.
Ξαφνικά όμως έπεσε σιωπή! Τη σιωπή διαδέχθηκαν δυνατά γέλια.
Όταν στράφηκε να δει τι συνέβαινε, διαπίστωσε ότι όλοι κοίταζαν ένα γκρίζο πουλί στο τέλος της γραμμής, που στραβοπατούσε και προσπαθούσε απεγνωσμένα, να προλάβει τα αδελφάκια του και τη μαμά του.
Και όλοι γελούσαν και έλεγαν:
-Καλέ κοιτάξτε αυτό το άχαρο πουλί!Κοιτάξτε τι απαίσιο γκρίζο χρώμα έχει!
Και πόσο αδέξιο είναι, έλεγε κάποιος άλλος!Και τι κακάσχημο που είναι, φωνάξανε όλοι μαζί!
Η δόλια η μάνα, λυπήθηκε το τελευταίο της παιδί, που άκουγε όλα αυτά, και βιάστηκε να το υπερασπιστεί, λέγοντας ότι ταλαιπωρήθηκε μέχρι να βγει από το αβγό, και θα ομορφύνει σαν τα αδελφάκια του με το καιρό.
Το κακόμοιρο το πουλάκι, πήγε κοντά σε μια λακκούβα με νερό και κοιτάχθηκε.
Κοίταξε και τα αδελφάκια του, και διαπίστωσε για πρώτη φορά την ασχήμια του.
Γέμισε στενοχώρια η ψυχούλα του, και έφυγε προς τις καλαμιές της λίμνης.
Οι μέρες περνούσαν, τα παπάκια έπαιζαν χαρούμενα στο νερό της λίμνης, και δέχονταν τις περιποιήσεις και τα χάδια των άλλων ζώων του αγροκτήματος.
Σιγά- σιγά άρχισαν να κοροϊδεύουν και αυτά το άσχημο αδελφάκι τους, και να μη το παίζουν ούτε στα παιχνίδια τους.Μάταια προσπαθούσε η μαμά τους να τα κάνει να το αγαπήσουν.Έτσι κι εκείνο απομονωμένο, χανόταν με τις ώρες μέσα στις καλαμιές και εκεί ξεσπούσε σε δάκρυα.
Μια μέρα είδε κάτι όμορφα άσπρα μεγάλα πουλιά, να προσγειώνονται με δεξιοτεχνία στα νερά της λίμνης.
Είχαν ένα υπέροχο λαμπερό άσπρο χρώμα, έναν πανέμορφο μακρύ λαιμό, και ήταν τόσο ωραία στην όψη, που όλα τα ζώα μαζεύτηκαν και τα χάζευαν.
Το παπάκι μας βλέποντάς τα, ένοιωσε ακόμα μεγαλύτερη θλίψη για την ασχήμια του.Τότε ήταν που αποφάσισε να φύγει. Έτσι κι αλλιώς μονάχο του ήταν πάντα.Καλύτερα να έκρυβε την ασχήμια του κάπου, και τουλάχιστον δεν θα άκουγε τις κοροϊδίες των άλλων.
Ο μόνος που το αναζήτησε μάταια, ήταν η δόλια η μάνα του, που κατηγορούσε τον εαυτό της γιατί αποσπάστηκε η προσοχή της με τα ξένα όμορφα πουλιά και δεν πρόσεξε την απουσία του παιδιού της.
Τα άλλα ζώα βιάστηκαν να της πουν ότι καλύτερα που χάθηκε το κακάσχημο, δεν ταίριαζε κοντά τους.Εκείνη πόνεσε και έκλαψε, κι αφού το έψαξε και δεν το βρήκε, το μόνο που ευχήθηκε ήταν να είναι κάπου καλά το παιδί της και να το ξαναδεί μια μέρα.
Το παπάκι μας τρύπωσε σε μια μικρή σπηλιά στην απέναντι όχθη, πίσω από καλάμια.Κι εκεί έμεινε μόνο, ώσπου ήρθε ο χειμώνας.
Το κρύο ήταν βαρύ, και η μοναξιά το έκανε πιο ανυπόφορο ακόμα.
Πέρασε ο χειμώνας και ήρθε η άνοιξη. Τα πάντα άνθισαν, τα πουλιά κελαηδούσαν, και το παπάκι μας βγήκε στη λίμνη να κολυμπήσει.
Είχε περάσει ένας χρόνος της άχαρης ζωής του.
Την ώρα που ετοιμαζόταν να μπει στο νερό, είδε ένα άσπρο πουλί μεγάλο να έρχεται προς το μέρος του.Ήταν ένα από τα όμορφα πουλιά που είχε θαυμάσει τη προηγούμενη άνοιξη.
Το παράξενο ήταν ότι του μιλούσε! Αυτά τα πουλιά δεν μιλούσαν και δεν έκαναν παρέα με κανέναν άλλον παρά μόνο μεταξύ τους.
Σαν χαμένο προσπάθησε να καταλάβει τι του έλεγε το όμορφο ξένο πουλί.
-Κολυμπάς μόνος; Το ρωτούσε.
-Ναι! αποκρίθηκε σαστισμένο.
-Δεν σε έχω ξαναδεί.Είσαι καινούργιος;Αν δεν έχεις κανένα, μπορείς να έρθεις μαζί μας και να κάνουμε παρέα.
Το παπάκι μας τα έχασε και δέχθηκε με χαρά.
Την ώρα που κολυμπούσε προς τη μεριά των κύκνων, γιατί κύκνοι ήταν τα όμορφα πουλιά, έπεσε το βλέμμα του στο νερό και είδε την εικόνα του καινούργιου του φίλου, και σάστισε! Γιατί δίπλα σε αυτή την εικόνα, καθρεφτιζόταν άλλος ένας πανέμορφος κύκνος.
Του πήρε κάμποσα λεπτά, μέχρι να καταλάβει τι έβλεπε.
Τα έχασε, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό που έβλεπε ήταν ο εαυτός του.
Είχε αποφύγει να κοιταχτεί σχεδόν ένα χρόνο τώρα.
Γι'αυτό λοιπόν ήταν διαφορετικό  από τα αδέλφια του! Δεν ήταν πάπια, ήταν ένας πανέμορφος κύκνος.
Οι άλλοι κύκνοι τον υποδέχθηκαν με χαρά, και συμπάθεια και τον προσκάλεσαν να ταξιδέψει μαζί τους.
Δέχθηκε χαρούμενος, αλλά πρώτα, αποφάσισε να κάνει κάτι.
Κολύμπησε μέχρι το αγρόκτημα και πήγε στη μητέρα του.Εκείνη δεν τον γνώρισε, αλλά όταν μετά από λίγο κατάλαβε, ότι αυτό το πανέμορφο πουλί, ήταν το χαμένο της παιδί, συγκινήθηκε, χάρηκε κι έκλαψε.
Μόνο εκείνη, τον συνόδευσε στην όχθη.Κανείς άλλος δεν τόλμησε, από ντροπή, να τον πλησιάσει! Εκείνη όμως, ήταν η μητέρα του! Γιατί, τι κι αν δεν ήταν πάπια;
Εκείνη τον ζέστανε σαν αβγό, κάτω από τις φτερούγες της, τον αγάπησε και τον υπερασπίστηκε όταν τον κορόιδευαν όλοι, για τη παλιά του ασχήμια! Και τώρα τον καμάρωνε, ενόσω εκείνος, πέταξε ψηλά με τα καινούργια του αδέλφια!








Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Η χαρούμενη μέλισσα και η μουτρωμένη αράχνη!


Πριν πολλά πολλά χρόνια, ζούσε μια φτωχή γυναίκα, που από τότε που έχασε τον άντρα της, ξενόπλενε για να μεγαλώσει τα δύο της κοριτσάκια.
Η οικογένεια ήταν φτωχή και ίσα που μπορούσαν να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό για να μη πεθάνουν.
Η δόλια η μάνα προσπαθούσε από το πρωί ως το βράδυ για να τους έχει ζεστασιά στο φτωχικό τους, και αυτό το φαγητό της ημέρας.
Σιγά-σιγά τα χρόνια πέρασαν και τα δύο κορίτσια μεγάλωσαν.Έφυγαν για τη πολιτεία να βρουν δουλειά και να βοηθήσουν τη φαμελιά τους.
Η μία κόρη η μεγαλύτερη, βρήκε δουλειά σε έναν υφαντή.Του έκανε θελήματα και έγινε μαθήτρια του. Μερόνυχτα μάθαινε τη τέχνη και γρήγορα άρχισε να φτιάχνει τα δικά της υφαντά και να έχει μάλιστα και πολύ δουλειά.
Η δεύτερη κόρη, η μικρότερη, βρήκε δουλειά σε ένα φούρναρη.Του έκανε θελήματα και της μάθαινε πως να φτιάχνει ψωμί, πίτες, και υπέροχα γλυκά.
Στα γλυκά μάλιστα είχε αποκτήσει τέτοια δεξιοτεχνία, που ο κόσμος έκανε ουρά για να τα αγοράσει!
Και ο καιρός περνούσε.

Μια μέρα, μετά από ένα βαρύ χειμώνα, η μάνα τους η δόλια έπεσε άρρωστη στο κρεβάτι.
Έστειλε μήνυμα στα δυο της παιδιά, να έρθουν να τη βοηθήσουν.
Η πρώτη κόρη, που δούλευε στον υφαντή, έστειλε μήνυμα πίσω, ότι αφού η μάνα της είναι στο κρεβάτι, δεν μπορεί να της προσφέρει και τίποτα, κι έδωσε χρήματα για να φωνάξουν γιατρό.Εξάλλου είπε, είχε πάρα πολύ δουλειά και δεν προλάβαινε να πάει να τη δει.
Η δεύτερη κόρη, όπως ήταν με τα ζυμάρια στα χέρια, τα παράτησε όλα κι έτρεξε κοντά στη μάνα της.
Δεν έχει σημασία τίποτα μπροστά στη μάνα μου, είπε.
Η μάνα της μόλις την είδε χάρηκε. Η στενοχώρια της όμως ήταν μεγάλη όταν έμαθε ότι η μεγάλη της κόρη, έστειλε μόνο κάποια χρήματα, νομίζοντας ότι έτσι έβγαζε την υποχρέωση.
Η μάνα ήταν τελικά πολύ άρρωστη.Και πριν ξεψυχήσει φίλησε τη κόρη της τη μικρή, δίνοντας την ευχή της.
-Να είσαι πάντα ευτυχισμένη, προκομμένη, και πονόψυχη.
Τα γλυκά σου να είναι πάντα τα πιο περιζήτητα, και να γλυκαίνεις ολόκληρο το κόσμο κερδίζοντας την αγάπη του.
Όσο για την αχάριστη μεγάλη μου κόρη, ότι υφαίνει να της το χαλάνε.Να μη την εκτιμά κανείς για τη πονηριά και τη κακία της.Και να μείνει μόνη όπως μόνη άφησε και τη μάνα της.
Η μεγάλη κόρη, μεταμορφώθηκε σε μια αράχνη, που υφαίνει συνεχώς τον ιστό της, αλλά μόλις τον δουν τον χαλάνε και τη κυνηγούν.
Η μικρή κόρη έγινε μια εργατική μέλισσα, που φτιάχνει μέλι, και γλυκαίνει το κόσμο και είναι πάντα χρήσιμη ,αγαπητή κι ευτυχισμένη.
Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό, από το να παρατήσεις τους γονείς που σε φρόντισαν και σου έδωσαν τη ζωή τους.!

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

O πονηρός Φερρατσάνος


Ο Φερρατσάνος ήταν βασιλικός δούλος, στην υπηρεσία του βασιλιά.
Μια μέρα τον φώναξε η βασίλισσα, και του είπε:
-Όλοι εδώ στο παλάτι σε συμπαθούμε πολύ, γιατί είσαι χωρατατζής, καλός στη δουλειά σου και πιστός.
Ξέρω ότι είσαι παντρεμένος, και θα ήθελα να γνωρίσω τη γυναίκα σου.
Ο Φερρατσάνος είπε:
-Σίγουρα βασίλισσα μου, και έπρεπε να το είχα κάνει από καιρό.Όμως είναι πολύ κουφή η κακομοίρα!
Γι'αυτό και δεν τη κυκλοφορώ έξω πολύ.Πρέπει να της φωνάζεις πολύ δυνατά για να σε ακούσει.
Ωστόσο η βασίλισσα ήθελε να τη γνωρίσει, και τον βεβαίωσε ότι θα φωνάζει πολύ δυνατά.
Ο βασιλικός δούλος πήγε σπίτι του και μίλησε για την επιθυμία της βασίλισσας, στη γυναίκα του.
-Όμως γυναίκα πρόσεξε!Η βασίλισσα είναι πολύ κουφή, και πρέπει να της φωνάζεις πολύ δυνατά για να σε ακούσει.
Την άλλη μέρα, παρουσίασε τη γυναίκα του στη βασίλισσα, κι έφυγε. Δεν απομακρύνθηκε πολύ όμως.
Κρύφτηκε σε μια γωνιά και περίμενε.
Η βασίλισσα άρχισε να φωνάζει στη γυναίκα όσο της μιλούσε.
Και η γυναίκα σκέφτηκε:
Την κακομοίρα επειδή δεν ακούει αυτή, νομίζει ότι δεν ακούνε και οι άλλοι.
Της απάντησε λοιπόν φωνάζοντας.
Κι η βασίλισσα σκέφτηκε:
Η άμοιρη επειδή δεν ακούει αυτή, νομίζει ότι δεν ακούνε και οι άλλοι.
Τις φωνές όμως τις άκουσε και ο βασιλιάς, και πήγε να δει γιατί φώναζε η γυναίκα του.
Τη ρώτησε τι συμβαίνει, και του είπε ότι φωνάζει γιατί η γυναίκα του Φερρατσάνου είναι κουφή.
Το ακούει η γυναίκα και λέει:
-Μα όχι βασίλισσα μου, εσείς δεν ακούτε!
Ο βασιλιάς κόντεψε να βάλει τα γέλια και ξετρύπωσε τον Φερρατσάνο από τη κρυψώνα του.
Η βασίλισσα όμως θύμωσε πολύ, με τη πλάκα του βασιλικού δούλου.
Κι αποφάσισε να τον τιμωρήσει!
Τον φώναξε λοιπόν την άλλη μέρα, και του έδωσε ένα γράμμα να το πάει στον αρχηγό της φρουράς.
Ο Φερρατσάνος που χαζός δεν ήταν, κατάλαβε ότι κάτι άσχημο σήμαινε αυτό.
Πάει λοιπόν και βρίσκει το δούλο της βασίλισσας, που ήταν ένας στριμμένος και καθόλου αγαπητός και του λέει:
-Αχ έχω καιρό να σε δω.Όλο πηγαίνω σε δουλειές του βασιλιά και παρότι μου δίνει χρήματα μετά, εγώ θα ήθελα να κάτσω να ξεκουραστώ λίγο.
Μόλις άκουσε ο στριμμένος φιλοχρήματος δούλος για λεφτά, προθυμοποιήθηκε να πάει αυτός το γράμμα.Προσποιούμενος ότι δεν ήθελε, και το έκανε με βαριά καρδιά, του έδωσε ο Φερρατσάνος το γράμμα, ευχαριστώντας τον τελικά.
Γύρισε στο παλάτι σφυρίζοντας και προκαλώντας ξάφνιασμα στον βασιλιά και στη βασίλισσα.
Ο δούλος της βασίλισσας που ήθελε να καρπωθεί τα χρήματα και την εύνοια των βασιλιάδων του, έφτασε στον αρχηγό της φρουράς και του έδωσε το γράμμα.
Όλη τη προηγούμενη ώρα σκεφτόταν να κατηγορήσει το Φερρατσάνο στο βασιλιά λέγοντας πόσο τεμπέλης ήταν, και να αποκτήσει εκείνος τα πρωτεία και τα δώρα.
Ξαφνικά όμως τον αρπάζουν και αρχίζουν να του δίνουν βουρδουλιές.
Δεν πρόλαβε να μιλήσει παρά όταν τελείωσαν, τόλμησε να ρωτήσει το γιατί τον έδειραν.
Κι ο αρχηγός της φρουράς του απάντησε, ότι στο γράμμα τον πρόσταζε η βασίλισσα, να δώσει 100 βουρδουλιές στον δούλο που το έφερε.
Η βασίλισσα τελικά συγχώρεσε το Φερρατσάνο μια και ήξερε ότι ήταν χωρατατζής, και γέλασε, με τη πονηριά του για να αποφύγει τη τιμωρία.
Ο στριμμένος δούλος πήρε ένα μάθημα που δεν το ξέχασε ποτέ!
Ποτέ δεν πρέπει να μας ξεγελάνε τα δώρα που μας τάζουν κάποιοι, γιατί μπορεί από πίσω τους να κρύβεται το κακό μας!

Ο κόρακας και το φίδι


Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας κόρακας που ζούσε με τη κορακίνα του στη φωλιά τους ,πάνω σε ένα δέντρο.Η φωλιά, τους άρεσε πολύ!Το δέντρο ήταν καταπράσινο και κοντά κυλούσε ένα ήσυχο ποτάμι.Σ'αυτό το όμορφο τοπίο   ξεκίνησαν να κάνουν οικογένεια.
Έκαναν τα μικρά τους, μα δεν πρόλαβαν να χαρούν.
Ένα μεγάλο φίδι, είχε έρθει και είχε χωθεί σε μία κουφάλα του δένδρου.
Πετάχτηκε και χραπ! άρπαξε τα μικρά και τα έκανε μια μπουκιά..
-Αν ξαναφάει αυτό το φίδι τα μωρά μου, θα του βγάλω τα μάτια!είπε κλαίγοντας η κορακίνα στον άντρα της.
-Δεν έχει μόνο μάτια, έχει και φαρμακερά δόντια.Της απάντησε ο κόρακας.
Άκου λοιπόν τι σκέφτηκα! Το βασιλόπουλο το έχω δει που έρχεται συχνά και κολυμπάει στο ποτάμι.
Την επόμενη φορά που θα έρθει, κι αφού αφήσει τα ρούχα του στην όχθη και βουτήξει, θα πας και θα του αρπάξεις το χρυσό μενταγιόν του.
Θα γυρίσεις σιγά-σιγά στο δέντρο μας, και θα πετάξεις το μενταγιόν στη μέσα στη φωλιά του φιδιού.
Και θα δεις τι θα γίνει!
Έπειτα από δύο μέρες είδε η κορακίνα το βασιλόπουλο που ήρθε στο ποτάμι.
Κι έκανε ακριβώς ότι της είχε πει ο άντρας της.
Μόλις το βασιλόπουλο βούτηξε στο νερό.Πέταξε και άρπαξε το χρυσό μενταγιόν με το ράμφος της.
Οι δούλοι του βασιλόπουλου την κυνήγησαν, αλλά όχι για πολύ.
Γιατί εκείνη πέταξε το μενταγιόν στη τρύπα ενός δέντρου.
Έτρεξαν οι δούλοι και πήγαν να πιάσουν το μενταγιόν, αλλά ξαφνικά ένα φίδι πετάχτηκε και όρμησε να τους δαγκώσει.Όμως εκείνοι δεν τα έχασαν.Πήραν ξύλα και πέτρες και σκότωσαν το φίδι.
Έτσι χάρις στην έξυπνη σκέψη του κόρακα, το κακό φίδι πέθανε αφήνοντάς τους ήσυχους να φτιάξουν την οικογένειά τους με αγάπη!
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!!!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...